Η παρέμβαση του βουλευτή Ρεθύμνου και τομεάρχη Υγείας, Ανδρέα Ξανθού, στον Κύκλο Ομιλιών της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης με θέμα «Κρίσεις, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική:
- Ζούμε σε εποχή επάλληλων κρίσεων (υγειονομική, κλιματική, ενεργειακή, πληθωριστική) που διευρύνουν τις παγκόσμιες ανισότητες – η πανδημία επιδείνωσε τις ανισότητες στην Υγεία (μεγαλύτερη επίπτωση νοσηρότητας και θνητότητας στους φτωχούς). Τα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα απασχολούνται σε δουλειές που απαιτούν φυσική παρουσία, έχουν μειωμένο ψηφιακό εγγραμματισμό και δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες της τηλεργασίας, χρησιμοποιούν αποκλειστικά τα μέσα μαζικής μεταφοράς για τις μετακινήσεις τους, ζουν σε περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες περιοχές και σε ακατάλληλες κατοικίες, έχουν συνήθως πιο επιβαρυμένη υγεία και έχουν μειωμένη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικοί προσδιοριστές της υγείας όπως η εργασία, το εισόδημα, η κατοικία κλπ. είναι σαφώς σε πολύ χειρότερη κατάσταση στα φτωχά απ’ ότι στα μεσαία και ανώτερα στρώματα, και αυτό δημιουργεί συνθήκες «συνδημίας», δηλαδή συνδυασμού covid και άλλων προϋπαρχουσών υγειονομικών ανισοτήτων, υπονομεύοντας δραματικά τους δείκτες υγείας μεγάλου μέρους του πληθυσμού.
- Η έκρηξη των ανισοτήτων υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και τη Δημοκρατία. Ο Κώστας Γαβράς λέει ότι « όσο ανοίγει η ψαλίδα τόσο συρρικνώνεται η Δημοκρατία». Η άνοδος της Ακροδεξιάς και η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης στην Ευρώπη επιτάσσει πολιτικές μείωσης των ανισοτήτων και δραστικής αντιμετώπισης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Με στόχους όχι μόνο δημοσιονομικούς για τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά και κοινωνικής προστασίας, σύγκλισης με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο και σεβασμού του Κράτους Δικαίου.
- Η αξία των ισχυρών δημόσιων συστημάτων υγείας και των αποτελεσματικών υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας είναι το μεγάλο δίδαγμα της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης. Χρειαζόμαστε όχι μόνο ανθεκτικές και λειτουργικές δομές του ΕΣΥ (πρωτοβάθμιες και νοσοκομειακές) σε όλη τη χώρα, αλλά και αξιόπιστες υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας του Κράτους και των Περιφερειών που θα διασφαλίζουν την πρόληψη των μεταδοτικών και μη μεταδοτικών νοσημάτων και την προαγωγή της υγείας σε επίπεδο πληθυσμού. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους ότι χωρίς «θωράκιση» του ΕΣΥ και της Δημόσιας Υγείας, η συζήτηση για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, είναι στον αέρα. Αυτό προφανώς προαπαιτεί ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο για την Υγεία, με ενδυνάμωση των δημόσιων δομών, με έμφαση στην ολοκληρωμένη υγειονομική και ψυχοκοινωνική φροντίδα σε επίπεδο κοινότητας, με αντιμετώπιση της κρίσης στελέχωσης του ΕΣΥ, με σοβαρά κίνητρα για την αντιστροφή του brain drain και με σύγκλιση με το μέσο όρο της ΕΕ στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7,5% του ΑΕΠ).
- Η παρατεινόμενη υγειονομική κρίση όμως ανέδειξε και ένα ακόμα σοβαρότερο έλλειμα του Κοινωνικού Κράτους στην Ελλάδα: Την ασθενική κοινωνική μέριμνα και φροντίδα, ιδιαίτερα για ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού όπως τα παιδιά, οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι, οι ανάπηροι, οι χρονίως πάσχοντες, οι ασθενείς με άνοια, οι ψυχικά ασθενείς, οι φιλοξενούμενοι σε κλειστές δομές, οι πρόσφυγες – μετανάστες. Η διεθνώς αναδυόμενη «οικονομία της φροντίδας» (economy of care) που στηρίζεται σε δημόσιες υπηρεσίες για την παιδική φροντίδα, την γηριατρική φροντίδα, την κατ’ οίκον φροντίδα, την ψυχοκοινωνική υποστήριξη ευπαθών ομάδων, τη μέριμνα για την αναπηρία κλπ., αποτελεί για τη χώρα μας μια τεράστια αναπτυξιακή πρόκληση με την οποία πρέπει να αναμετρηθούμε. Αν μας ενδιαφέρει η εξάλειψη των ανισοτήτων, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και του Κράτους Δικαίου, αλλά και η αξιοπιστία των δημοκρατικών θεσμών.
- Συμπερασματικά, η απάντηση στις σύγχρονες κρίσεις και στις νέες κοινωνικές ανισότητες, είναι δημόσιες πολιτικές αναδιανομής που προωθούν την Ισότητα, την Αλληλεγγύη και την Κοινωνική Δικαιοσύνη, δηλαδή αριστερές και προοδευτικές πολιτικές.