Μία ξεχωριστή έκθεση με σπάνια έργα της χριστιανικής τέχνης παρουσιάζεται στο Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών» (Μουσείο Αγίας Αικατερίνης όπως το γνωρίζουν οι περισσότεροι), στο Ηράκλειο της Κρήτης. Για πρώτη φορά, το κοινό θα μπορέσει να δει συγκεντρωμένες εικόνες που απεικονίζουν Νεομάρτυρες της ελληνικής Εκκλησίας με παραδοσιακές φορεσιές, βράκες και φουστανέλες και να παρακολουθήσει την εξέλιξη της εικονογραφίας των Νεομαρτύρων από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια (δεκαετία 1830) μέχρι σήμερα. Τα έργα συλλέχθηκαν κυρίως από ναούς της Κρήτης αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα και εκτίθενται στον μοναδικής ομορφιάς χώρο του Μουσείου, που στεγάζεται στον παλαιό ναό της Αγίας Αικατερίνης, χτισμένο ήδη από τον 13ο αιώνα στην αρχική του μορφή.
Η έκθεση εγκαινιάζεται στις 22 Οκτωβρίου και θα λειτουργεί έως και το τέλος του χρόνου.
Η έκθεση
Η έκθεση ««Άγιοι Βρακοφόροι και Φουστανελάδες. Εικόνες Νεομαρτύρων από την Κρήτη και άλλες περιοχές» έχει ταυτόχρονα εικαστικό, θρησκευτικό, εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο και ενδιαφέρον και φανερώνει την πολλαπλή σημασία του ενδύματος στη χριστιανική τέχνη. Η ορθόδοξη αγιογραφία αποτύπωσε και διέσωσε μέσα από την ενδυμασία πληροφορίες από την καθημερινότητα της κάθε εποχής, παρέχοντας πολύτιμο λαογραφικό και ιστορικό υλικό. Στα έργα της έκθεσης ωστόσο, ο ρόλος της ενδυμασίας έχει μία ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς πολλά από αυτά ζωγραφίστηκαν σε δύσκολες εποχές και σε περιοχές που δεν είχαν ακόμη ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος (19ος- αρχές 20ού αιώνα).
Η ιστορική περίοδος κατά την οποία φιλοτεχνήθηκαν οι παλαιότερες αγιογραφίες της έκθεσης συμπίπτει με την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Έτσι, όταν οι πλανόδιοι ζωγράφοι της Ηπείρου άρχισαν να ντύνουν τους νέους αγίους στις εικόνες τους με φουστανέλες, και οι Κρητικοί να απεικονίζουν τους δικούς τους με βράκες το ελληνικό κράτος είχε μόλις γεννηθεί. Οι τοπικές ενδυμασίες κυριαρχούσαν σε ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό χώρο και οι Νεομάρτυρες απεικονίζονταν στις εικόνες ακριβώς όπως ήταν στην επίγεια ζωή τους,. Οι εικόνες αυτές βρίσκονται επομένως σε άμεση συνομιλία με την κοινωνία και την εποχή κατά την οποία φιλοτεχνήθηκαν.
Όπως λέει η επιμελήτρια της έκθεσης, Δρ. Έφη Ψιλάκη «Η εισαγωγή των τοπικών ενδυμασιών στις εικόνες των Νεομαρτύρων αποτέλεσε σημαντική τομή στην εξέλιξη της θρησκευτικής ζωγραφικής κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα. Αυτοδίδακτοι λαϊκοί καλλιτέχνες τολμούν στα δύσκολα αυτά χρόνια να απεικονίσουν τις σεπτές μορφές των ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για τη χριστιανική πίστη και την πατρίδα με τις καθημερινές φορεσιές τους και να δημιουργήσουν νέους εικονογραφικούς τύπους αλλά και νέα ηθικά πρότυπα. Η εντυπωσιακή αυτή έμπνευση αποτέλεσε αφετηρία σημαντικών εξελίξεων στον εκκλησιαστικό και στον κοινωνικό χώρο και εξέπεμψε πολλαπλά μηνύματα. Άγιος δεν ήταν πια μόνον εκείνος που είχε μαρτυρήσει σε κάποια μακρινή εποχή, όπως είναι τα χρόνια των διωγμών, άγιος μπορούσε να είναι ο συντοπίτης, ο άνθρωπος που κινούνταν στον ίδιο χώρο με τον πιστό και, μάλιστα, κατά τον ίδιο χρόνο. Ήταν εκείνος που είχε τις ίδιες αγωνίες, την ίδια πίστη, εκείνος που ντυνόταν με την ίδια φορεσιά».
Στην έκθεση θα δούμε 46 συνολικά αγιογραφίες από την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Ανάμεσά τους ο φημισμένος Άγιος Γεώργιος Φουστανελάς από τα Ιωάννινα, ο Βρακοφόρος Άγιος Μανώλης των Σφακίων, οι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου του Ιωάννη Φραγκόπουλου, οι φουστανελάδες Άγιοι της Σαμοθράκης, η Αγία Αργυρή της Προύσας και πολλές ακόμα μοναδικής ομορφιάς και σπανιότητας αγιογραφίες. Το παλαιότερο έργο της έκθεσης χρονολογείται από το 1836 ενώ τα νεότερα φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.
Ενημερωτικό σημείωμα της επιμελήτριας της έκθεσης
Πρόκειται για μια έκθεση με εικαστικό, θρησκευτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ο επισκέπτης μπορεί να δει παλαιότερες και νεότερες εικόνες καθαγιασμένων μορφών της Ορθοδοξίας που κατατάχτηκαν στη χορεία των αγίων κατά την περίοδο της οθωμανικής κατοχής του ελληνικού χώρου, καθώς και περιοχών της Μικράς Ασίας ή και του Πόντου, δηλαδή μορφών που τιμήθηκαν αρχικά από τους συντοπίτες και συγχρόνους τους. Παράλληλα, όμως, ο επισκέπτης της έκθεσής μας μπορεί να κατανοήσει τόσο την εξέλιξη της εικονογραφίας όσο και την ιδιαίτερη διαχρονική σχέση των τοπικών κοινωνιών με τους αγίους Νεομάρτυρες. Δίπλα στον Βρακοφόρο Άγιο Μανώλη των Σφακίων μπορεί να δει τον Φουστανελά Άγιο Γεώργιο των Ιωαννίνων, τους επίσης Φουστανελάδες αγίους της Σαμοθράκης, την Αγία Μαρία Μεθυμοπούλα της Κρήτης, τον Άγιο Μαθιό, τον Άγιο Αγγελή του Ρεθύμνου, τον Άγιο Οδυσσέα (άγνωστου τόπου καταγωγής), την Αγία Αργυρή της Προύσας, την Αγία Μαρία την Καρατάσαινα της Νάουσας και όλους τους υπόλοιπους Κρήτες Νεομάρτυρες ντυμένους με τις ιδιαίτερες τοπικές ενδυμασίες.
Κεντρικό θέμα, λοιπόν, είναι οι Νεομάρτυρες, δηλαδή οι άγιοι που μαρτύρησαν κατά τους τελευταίους αιώνες (μετά την Άλωση) και η εξέλιξη της εικονογραφίας τους με την επικράτηση των τοπικών παραδοσιακών ενδυμασιών, χωρίς όμως να αγνοείται ο γενικότερος πνευματικός και εθνικός ρόλος τους.
Λίγο μετά την επανάσταση του 1821 άρχισαν να εμφανίζονται στους ναούς οι πρώτες απεικονίσεις μαρτύρων με τις καθιερωμένες καθημερινές ενδυμασίες που συνηθίζονταν σε κάθε περιοχή, κυρίως εκτός των ορίων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο γνωστό στην Κρήτη, με τους Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου που εικονίστηκαν με κρητικές βράκες στα διάχωρα (πλαίσια) της πρώτης εικόνας που φιλοτεχνήθηκε το 1836 από τον Ιω. Φραγκόπουλο, όχι όμως και στο κεντρικό θέμα. Στα διάχωρα αυτά εικονίζονται σκηνές από τον βίο και το μαρτύριό τους. Το 1838 ένας ζωγράφος από τους Χιονιάδες της Ηπείρου, ο Γ. Ζήκος, φιλοτέχνησε την πρώτη εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Φουστανελά που γνωρίζουμε σήμερα και που επηρέασε καθοριστικά τη γενικότερη εικονογραφία των Νεομαρτύρων.
Οι πρώτες αυτές εικόνες προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στους πιστούς και γενικότερα στην αγωνιζόμενη κοινωνία της εποχής, καθώς δημιουργούσαν μιαν επιπρόσθετη οικειότητα με τις καθαγιασμένες μορφές των νέων μαρτύρων. Άγιοι δεν ήταν πια μονάχα εκείνοι που είχαν μαρτυρήσει σε άλλες μακρινές εποχές, δηλαδή στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και οι σύγχρονοί τους, μορφές που ντύνονταν με τον ίδιο τρόπο, είχαν ζήσει στο ίδιο περιβάλλον και που χάρη στην πίστη και την αγωνιστικότητά τους είχαν ξεπεράσει το ανθρώπινο μέτρο.
Νεομάρτυρες συνέχισαν να φιλοτεχνούνται καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, ενώ συχνά οι εικόνες τους στέλνονταν και έξω από τις περιοχές στις οποίες είχαν δράσει, στην πρωτεύουσα και σε άλλα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα. Παράλληλα, άρχισαν να τυπώνονται χαλκογραφίες από μοναστήρια και ιερά προσκυνήματα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εξοικείωση και άλλων πιστών με τους νέους εικονογραφικούς τύπους. Οι ελληνικές περιπέτειες του 19ου αιώνα, με ένα μεγάλο τμήμα της σημερινής ελληνικής επικράτειας να συνεχίζει να αποτελεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ευνόησε τόσο την απόδοση τιμής στους Νεομάρτυρες όσο και την εξάπλωση της εικονογραφίας τους. Ωστόσο, παράλληλα με τις εικόνες στις οποίες οι άγιοι ζωγραφίζονταν με παραδοσιακές ενδυμασίες, εμφανίζονταν και άλλες όπου εικονίζονταν με ρωμαϊκούς χιτώνες. Αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα περίπου.
Σήμερα παρουσιάζεται σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο: Πλήθος αγιογραφικών εργαστηρίων φιλοτεχνούν εικόνες Νεομαρτύρων με τοπικές ενδυμασίες, ενώ παράλληλα οικοδομούνται νέοι ναοί και οι τοπικές κοινωνίες, μαζί με την τιμή που αποδίδουν στους αγίους αυτούς, συντηρούν την ιστορική μνήμη. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η εμφάνιση για πρώτη φορά εικόνων Νεομαρτύρων που δεν είχαν ζωγραφιστεί παλαιότερα και άλλων που δεν είχαν ακόμη αποκαλυφτεί και έγιναν γνωστοί μέσα από τη μελέτη των καταδικαστικών αποφάσεων που εξέδιδαν οι οθωμανικές αρχές εις βάρος όσων επέμειναν στην χριστιανική πίστη, κυρίως κρυπτοχριστιανών και πρώην εξισλαμισθέντων. Όλοι αυτοί οδηγήθηκαν σε μαρτυρικό θάνατο. Τα σχετικά παραδείγματα των Νεομαρτύρων που δεν είχαν εικονογραφηθεί μέχρι πρόσφατα είναι πολλά και προέρχονται από όλη την Ελλάδα. Σημειώνω χαρακτηριστικά τον Νεομάρτυρα Μύρωνα από την Κρήτη, που μαρτύρησε στο Ηράκλειο το 1793 αλλά η πρώτη εικόνα του εμφανίστηκε μόλις το 1976, σχεδόν δυο αιώνες μετά, την Αγία Μαρία τη Μεθυμοπούλα (+1826) που η πρώτη εικόνα της ζωγραφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τους Αγίους Μαθιό (+1700) και τους Νεομάρτυρες από την Κίσσαμο (+1861) που έγιναν γνωστοί μόλις τις τελευταίες δεκαετίες.
Είχα προτείνει την έκθεση αυτή το 2017 με σκοπό να τη διοργανώναμε με την ευκαιρία των 200 ετών από την έναρξη της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, αλλά οι συνθήκες που επικράτησαν με την πανδημία δεν το επέτρεψαν. Χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση του Σεβ. Αρχιεπισκόπου μας κ.κ. Ευγενίου, στην καθοριστική υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης, αλλά και στην πολύτιμη συμβολή φίλων του Μουσείου, όπως ο δραστήριος και πολύ αποτελεσματικός κ. Μιχάλης Κρασάκης με τον οποίο έχετε ήδη μιλήσει, η Διοίκηση του Μουσείου (Αντιπρόεδρος ο αρχαιολόγος – φιλόλογος κ. Νίκος Γιγουρτάκης που αφιερώνει άφθονο χρόνο και κόπο για τη διοργάνωση) και το προσωπικό βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να εργαζόμαστε πυρετωδώς για την ολοκλήρωση μιας έκθεσης που τη θεωρούμε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη.
Δρ. Έφη Ψιλάκη
Αρχαιολόγος, Επιμελήτρια του Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης
Το Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου
Το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών» είναι ένα εντυπωσιακό μουσείο καθώς, μέσα από έργα σπάνιας ομορφιάς, αποτυπώνει τις καλλιτεχνικές τάσεις και τις εξελίξεις που οδήγησαν στο θαύμα της Κρητικής Αναγέννησης του 16ου και του 17ου αιώνα και της «Κρητικής Αγιογραφικής Σχολής». Μία σχολή που γνωρίζουμε μέσα από σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός και ο Άγγελος Ακοτάντος, έργα των οποίων φυλάσσονται στο Μουσείο, ή ακόμη και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος που ξεκίνησε ως αγιογράφος από τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο).
Ο παλαιός ναός της Αγίας Αικατερίνης, στον οποίο και στεγάζεται το Μουσείο, χτίστηκε αρχικά τον 13ο αιώνα και πήρε τη σημερινή του μορφή τον 16ο αιώνα, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Υπήρξε καθολικό ενός μεγάλου μοναστηριού που εκείνα τα χρόνια υπαγόταν στην Αγία Αικατερίνη του Σινά. Από την αρχή υπήρξε κέντρο γραμμάτων, τεχνών και παιδείας καθώς στις εγκαταστάσεις του λειτουργούσε σχολή με δασκάλους καταξιωμένους λόγιους της εποχής. Αποτέλεσε επίκεντρο μιας σπουδαίας πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης που παρατηρήθηκε στη βενετοκρατούμενη Κρήτη και συνδέθηκε με όλες σχεδόν τις σπουδαίες μορφές λογίων και ζωγράφων του 15ου, του 16ου και του 17ου αιώνα. Εκείνα τα χρόνια το σημερινό Ηράκλειο ήταν αναμφισβήτητα μια πόλη ζωγράφων. Μόνο κατά την περίοδο 1453-1526 εργάζονταν περισσότεροι από 120 ζωγράφοι στην πόλη και τα έργα τους εξάγονταν ακόμη και στην ιταλική χερσόνησο. Άλλοι 350 ζωγράφοι μαρτυρούνται κατά την υπόλοιπη περίοδο της Βενετοκρατίας (έως το 1669). Η συμβολή της Αγίας Αικατερίνης σε αυτήν την εντυπωσιακή καλλιτεχνική κίνηση, που γέννησε Δαμασκηνούς και Θεοτοκόπουλους, υπήρξε ασφαλώς καθοριστική.
Με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, το οποίο και λειτουργούσε ως το 1922. Το μουσείο λειτουργεί από το 1967 και στεγάζει τη μεγαλύτερη έκθεση Βυζαντινών Εικόνων στην Κρήτη. Ανάμεσα στα έργα που μπορεί να δει κανείς είναι και έξι αριστουργήματα του Μιχαήλ Δαμασκηνού. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει μία ευρύτατη συλλογή που καλύπτει μια μακρά περίοδο πολλαπλών εξελίξεων στον ελληνικό ορθόδοξο κόσμο -από τον 14ο έως και τον 19ο– και περιλαμβάνει, εκτός από σπάνιες εικόνες, έργα ξυλογλυπικής, λιθογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας, χρυσοκεντητικής, νομίσματα (που φτάνουν στους ελληνιστικούς χρόνους), χειρόγραφα και παλαίτυπα.
Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Κρήτης, της Περιφέρειας Κρήτης.
Η δράση «Φεστιβάλ Κρήτης» πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου
Πλατεία Αγίας Αικατερίνης, Ηράκλειο Κρήτης
Τηλέφωνο : (0030) 2810336316
Website: www.iakm.gr
Ώρες Λειτουργίας
Δευτέρα-Σάββατο 10:00 με 18:00
Κυριακή 11:00-18:00