Nα σκοτώσεις μέσα στην Βουλή της Νότιας Αφρικής με τέσσερις μαχαιριές τον πρωθυπουργό – οραματιστή του απαρτχάιντ Εντρικ Φερβούρτ και, όταν πεθάνεις, έγκλειστος σε ψυχιατρείο, να μη βάλουν στον τάφο σου ούτε καν μια πλάκα με τ’ όνομά σου, μόνο μία πέτρα ανάμεσα σε δύο «κανονικούς» τάφους για να δηλώνει ότι κι εκεί υπάρχει θαμμένος κάποιος, υπερβαίνει και τον σουρεαλισμό, και την έννοια της αχαριστίας.
Αλλά μάλλον θα έκανε τον εκτελεστή του ρατσιστή πρωθυπουργού να χαμογελάσει ειρωνικά. Τριάντα περίπου χρόνια μετά τη δολοφονία, ασπρομάλλης πια ο Δημήτρης Τσαφέντας, αυτός είναι ο μετέπειτα νεκρός κάτω απ’ την πέτρα, φοράει τη ριγέ ρόμπα των τροφίμων στα ψυχιατρεία της Νότιας Αφρικής, φοράει καμπόικο πράσινο καπέλο, κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι, είναι ροδομάγουλος και καλοξυρισμένος, μιλάει άνετα, δείχνει χαρούμενος και με αυτοπεποίθηση και λέει έχοντας σταυρωμένα τα χέρια: «(Ο Φερβούρτ) ήταν ένας ανήθικος άνθρωπος και αποφάσισα να τον μαχαιρώσω. Και τον σκότωσα». Στα τελευταία λόγια ξεσταυρώνει τα χέρια και αναπαριστά τη μαχαιριά που έδωσε στο στήθος του Φερβούρτ, που καθόταν στην πρωθυπουργική καρέκλα.
Ο Μιχάλης Τσαφεντάκης ή Τσαφέντας, ένας αψύς Κρητικός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του εκείνο το βράδυ από την εκθαμβωτική μαύρη καλλονή που είχε συναντήσει σε ένα μπαρ. Ήταν ένα μαγαζί, από αυτά που ηλιοκαμμένοι ναυτικοί μπαίνουν το βράδυ για να διασκεδάσουν λίγες ώρες ξεφεύγοντας από την μονοτονία της ζωής στην θάλασσα. Οι γυναίκες που συναντούν πίνουν μαζί τους και ενίοτε τους συνοδεύουν στο ξενοδοχείο τους για μια νύχτα, άλλες επειδή το θέλουν και άλλες για να βγάλουν λεφτά. Η Αμέλια Γουίλιαμς από την Μοζαμβίκη το έκανε επειδή είχε γοητευθεί από τον Έλληνα ναυτικό με καταγωγή από τα Χανιά της Κρήτης, ο οποίος την διεκδίκησε ανοιχτά. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι εκείνη η νύχτα πάθους που έζησε με τον Τσαφέντα το 1966, θα μεταφραζόταν εννιά μήνες αργότερα στο κλάμα ενός αγοριού με σκουρόχρωμο δέρμα.
Ενός παιδιού που δεν μεγάλωσε ποτέ με τους δύο γονείς του, αλλά με την γιαγιά του από την Κρήτη στην αρχή, η οποία κατοικούσε στην Αίγυπτο και τον είχε υπο την προστασία της. Μέχρι τα οχτώ του χρόνια αυτό το σκουρόχρωμο αγόρι-ούτε μαύρος ούτε λευκός αλλά κάτι ανάμεσα στις δύο φυλές-μεγάλωσε χωρίς προβλήματα αλλά με τον πατέρα του μόνιμα απόντα. Το 1926 μετακομίζει στην Μοζαμβίκη μαζί με την μητέρα του η οποία τον γράφει σε ένα καθολικό σχολείο λευκών, όπου οι συμμαθητές του ήταν πιο λευκοί απ’ αυτόν. Κι έτσι ο μικρός Δημήτρης αρχίζει να βιώνει τα κοροϊδευτικά σχόλια για το χρώμα του δέρματος του μαζί με τον ρατσισμό, τον οποίο νοιώθει κυριολεκτικά στο πετσί του. Σαράντα χρόνια μετά, οπλισμένος με ένα μαχαίρι βλέπει τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής και εμπνευστή του Απαρτχάϊντ να μιλάει στο βήμα της Βουλής για τον απόλυτο διαχωρισμό λευκών και μαύρων. Τον περιμένει υπομονετικά να κατέβει και δεν έχει κανένα λόγο να κρυφτεί αφού δουλεύει πλέον ως κλητήρας στο Κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής, στο Κέιπ Τάουν. Το ημερολόγιο δείχνει 6 Σεπτεμβρίου του 1966…
Η ζωή του Δημήτρη
Γεννημένος στις 14 Ιανουαρίου 1918 από τον Κρητικό Μιχάλη Τσαφαντάκη και την ντόπια Αμίλια Βίλιανς, μεγαλώνει με τη γιαγιά του, Κατερίνα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Από τα οκτώ του χρόνια ζει με τη θετή του μητέρα, Μαρίκα, στην Πρετόρια της Ν. Αφρικής, για να μάθει αργότερα, στα 12 του, ότι είναι νόθος. Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομουνιστικό κόμμα. Στην ενηλικίωση ξεκινά -ως ναυτεργάτης- τα ταξίδια του, που θα κρατήσουν 20 ολόκληρα χρόνια. Ταξίδια που έγιναν μύθος από τα γράμματα που έστελνε στους γονείς του από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου: από την Αμερική όπου που νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο, έπειτα από τορπιλισμό που δέχθηκε το πολεμικό πλοίο που δούλευε, μέχρι τον Καναδά, και από τη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Ολλανδία μέχρι και την Παλαιστίνη, που -όπως λέει στο γράμμα του- η παρουσία του στη χώρα έφερε βροχή και θεωρήθηκε πολύ σπουδαίος.
Μέχρι να καταλήξει στη Νότιο Αφρική, ο Τσαφέντας γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο σαν ναυτικός, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του και ξεκινώντας από την χώρα που σημάδεψε την ζωή του.
Έφτασε στην Νότια Αφρική νεαρός άνδρας και με τα στοιχεία που έδωσε οι αρχές τον κατέταξαν στην λευκή φυλή, κάτι που τελικά αποδείχτηκε ολέθριο λάθος. Σε ηλικία 20 ετών ο Δημήτρης μπαρκάρει στα καράβια και γυρνάει σχεδόν όλο τον κόσμο για κάποια χρόνια, μέσα στις φλόγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μαθαίνει να μιλάει οχτώ γλώσσες. Πολιτικοποιημένος από έφηβος στον Κομμουνιστικό χώρο έγινε μέλος της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης και μάλιστα το 1945 σε ηλικία 27 ετών ήρθε στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε δύο χρόνια.
Παρόλο που δεν έχει επιβεβαιωθεί φέρεται να πολέμησε με τους αντάρτες για δύο χρόνια πριν χαθεί πάλι σε θάλασσες και στην σχιζοφρένεια, η οποία έκανε την εμφάνιση της από τα νεανικά του χρόνια. Επέστρεψε στην Νότια Αφρική το 1966, όπου έκανε περιστασιακές δουλειές μέχρι να προσληφθεί ως κλητήρας στο Κοινοβούλιο που είχε την έδρα του στο Κέϊπ Τάουν. Εκείνη την περίοδο γνώρισε μια γυναίκα την οποία ερωτεύθηκε τρελά, μια μιγάδα η οποία τον λάτρεψε κι’ αυτή για το σκουρόχρωμο δέρμα του και αποφάσισαν παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Ο Τσαφέντας έκανε τα χαρτιά του ζητώντας να μεταταχθεί από τους λευκούς στους μιγάδες, αλλά κάτι τέτοιο δεν του επιτράπηκε και η αίτησή του απορρίφθηκε.
Τέσσερις μαχαιριές
Το ντοκιμαντέρ “Ο τυρρανοκτόνος Τσαφέντας”, του Μ Δημελλά
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1966, πήγε κανονικά στην δουλειά του και όταν ο πρωθυπουργός Χέντρικ Βέρφουντ ανέβηκε στο βήμα περίμενε υπομονετικά να τελειώσει την ομιλία του. Μόλις έφτασε κοντά του ο Δημήτρης Τσαφέντας του κάρφωσε τέσσερις φορές το μαχαίρι στο στήθος, αφήνοντας τον νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ακινητοποιήθηκε από βουλευτές που έπεσαν πάνω του και τον παρέδωσαν στην Αστυνομία και η πράξη του έγινε σημείο αναφοράς στους καταπιεσμένους μαύρους που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Με το ιστορικό της σχιζοφρένειας που είχε το δικαστήριο έκρινε την πράξη του ως ακαταλόγιστη και αποφάσισε τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο επ’ αόριστον.
Όμως ένα παραθυράκι του νόμου επέτρεψε στις αρχές να τον κλείσουν σε ψυχιατρική κλινική μέσα σε φυλακή μελλοθανάτων και ο Έλληνας άκουγε κάθε πρωί τις κραυγές αυτών που τους πήγαιναν στην αγχόνη. Μετά την πτώση του Απαρτχάϊντ ο Τσαφέντας μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου οι συνθήκες ήταν σαφώς καλύτερες. Πέθανε στις 7 Οκτωβρίου του 1999, κηδεύτηκε σε άγνωστη τοποθεσία με έξοδα της Ελληνικής κοινότητας και στο τελευταίο του αντίο ήταν παρόντες δέκα άνθρωποι. Αυτοί που έσπευσαν να χαιρετήσουν τον άνθρωπο που σκότωσε τον εμπνευστή του Απαρτχάϊντ, ο οποίος του στέρησε το δικαίωμα να παντρευτεί την μιγάδα που αγάπησε. Κι’ αυτό δεν μπόρεσε να το αντέξει…