του Σωκράτη Βαρδάκη
Ο κ. Μητσοτάκης, μετά την ανικανότητά του να διαχειριστεί τις αλλεπάλληλες κρίσεις -ενεργειακή, οικονομική, περιβαλλοντική, αστάθεια διεθνούς περιβάλλοντος- κατάφερε να προκαλέσει πολιτικό σεισμό, από την πολύμηνη παρακολούθηση των πολιτικών και όχι μόνο αντιπάλων του.
Ο Πρωθυπουργός της χώρας απερίγραπτα κυνικός, αρνείται ότι γνώριζε για το ατυχές, όπως το χαρακτήρισε, περιστατικό νόμιμης επισύνδεσης στο κινητό του κ. Ανδρουλάκη. Ωστόσο, τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους, επιβεβαιώνοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης απολύτως συνειδητά τρία χρόνια τώρα, χτίζει μια πολιτική αθλιότητα, εδραιώνοντας την δική του εξουσία, εις βάρος της Δημοκρατίας.
Ήταν αυτός που φρόντισε να απαγορευτεί δια νόμου η γνωστοποίηση της διενέργειας από την ΕΥΠ για λόγους “εθνικής ασφάλειας” άρσης απορρήτου, να υπαχθεί η ΕΥΠ στην αρμοδιότητά του, αλλά και να διορίσει τον εκλεκτό του κ. Κοντολέοντα, στην θέση του διοικητή, χωρίς μάλιστα αυτός να πληροί τα τυπικά προσόντα.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ο κ. Μητσοτάκης, με υποκρισία και περίσσιο θράσος, προσπαθεί να πείσει ότι δεν είχε ιδέα για την πολύμηνη παρακολούθηση του αρχηγού του τρίτου κόμματος του Κοινοβουλίου. Ακριβώς, όπως δεν γνώριζε και για την παρακολούθηση του δημοσιογράφου κ. Κουκάκη.
Όσο τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης καταβάλλουν υπερπροσπάθεια να σιωπήσουν, υποβαθμίζοντας το σκάνδαλο, τα ξένα μέσα ενημέρωσης κάνουν λόγο για θύμησες από τις χειρότερες μέρες της στρατιωτικής δικτατορίας της χώρας.
Και η συγκάλυψη συνεχίζεται, με αποκλεισμό όλων των μαρτύρων από την Εξεταστική Επιτροπή, μέσω απειλών για πιθανή φυλάκισή τους σε περίπτωση που μιλήσουν. Ο απόλυτος σκοταδισμός και μια χωρίς προηγούμενο αντιδημοκρατική εκτροπή.
Αυτό που πρέπει να αντιληφθεί όμως η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι οι πρακτικές αυτές υπερβαίνουν τα όρια της δημοκρατίας, των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων των πολιτών. Πρόκειται για πρακτικές που παραπέμπουν όχι σε μια δημοκρατική χώρα, αλλά σε απολυταρχικά καθεστώτα, με υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε ένα πρόσωπο.
Ο πρωθυπουργός, όχι μόνο δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις στο ποια εθνική απειλή και ποιον εθνικό κίνδυνο εκπροσωπεί ο κ. Ανδρουλάκης, όχι μόνο δεν απολογήθηκε για την παρακολούθηση του αρχηγού του τρίτου κόμματος του Κοινοβουλίου, με σκοπό πάντα να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά δεν είχε την ευθιξία να παραιτηθεί, προσφεύγοντας στην λαϊκή ετυμηγορία. Αντιθέτως επέλεξε να μην αναλάβει καμία ευθύνη και να την μετακυλήσει σε τρίτους.
Απορίας άξιο είναι πόσοι ακόμα «επικίνδυνοι» πολίτες, δημοσιογράφοι και πολιτικά πρόσωπα παρακολουθούνται από το καθεστώς Μητσοτάκη.
Ένα είναι σίγουρο: οι ευθύνες όλων όσων προσπάθησαν να δημιουργήσουν ρήγμα στο δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, θα αποδοθούν σύντομα στο ακέραιο.