Το αμανάτι ή Την έλεγαν Ειρήνη

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Το παρελθόν είναι εκεί. Δεν μας χρειάζεται. Δεν πάει πουθενά. Οι λέξεις είναι επίσης εκεί. Μερικές φορές, οι σκελετοί δικαιούνται να βγαίνουν από τη ντουλάπα και να κάνουν μια βόλτα τουλάχιστον μέσα στο χωριό. Η Μαρία και η Ειρήνη ήταν δυο πολύ αγαπημένες αδερφές. Είχα δει ένα ντοκιμαντέρ που έδειχνε ότι σε κάποια μακρινή χώρα της Ασίας μια μέρα το χρόνο ξεθάβουν τους νεκρούς τους και ζουν μαζί τους, τους ντύνουν, τους παίρνουν στο σπίτι, τους περιφέρουν. Σε όλους όσους λένε ότι οι Έλληνες περιμένουν από το κράτος να τους συντηρήσει, σαν να είναι η μητέρα τους και σε όλους όσους περιφέρουν χυδαία συνθήματα όπως «ο χαρακτήρας σου είναι η μοίρα σου», σε όσους, ακόμα, ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος με «προβληματική» προσωπικότητα δεν θα έχει προκοπή σε κανένα σύστημα, η απάντηση είναι ότι υπάρχουν και υπήρχαν άνθρωποι που όσο ταλαντούχοι, σπουδαίοι, εργατικοί και αν ήταν, μπλέχτηκαν στα δίχτυα της ιστορίας, δέχτηκαν χτυπήματα της μοίρας και δεν είχαν καμία ευκαιρία για μια νέα αρχή. Αυτούς τους σκελετούς τους ανασύρω εγώ, γιατί τους αξίζει έστω μια βόλτα.

1940

Σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης ζούσαν η Μαρία και η Ειρήνη. Ήταν αδερφές από διαφορετική μητέρα, καθώς η μητέρα της Μαρίας είχε πεθάνει όταν η Μαρία ήταν βρέφος και ο πατέρας της παντρεύτηκε ξανά. «Λιγοπρόγονα» λένε στην Κρήτη τα παιδιά της ίδιας οικογένειας που είναι κατά το ήμισυ από διαφορετικούς γονείς. Σαν τα λιγοπρόγονα μαλώνετε… Κατά περίεργο τρόπο οι δύο αδερφές ήταν πολύ αγαπημένες και δεν επηρέασε τη σχέση τους η μητέρα – μητριά. Το 1940 η Μαρία ήταν ήδη παντρεμένη και είχε τέσσερις μικρές κόρες. Ήταν τυχερή κατά μία έννοια, γιατί δεν έστειλαν το σύζυγό της στο μέτωπο της Αλβανίας, αφού ήταν πολύτεκνος.  

Τη μέρα που ζήτησαν σε γάμο την Ειρήνη, εκείνη χάρηκε. Ήταν ακριβώς αυτός που ήθελε. Είχε και ένα δίδυμο αδερφό, με τον οποίο έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, δεν μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν ούτε οι γονείς τους, όμως η ίδια μπορούσε αμέσως να ξεχωρίσει ποιος είναι ποιος. Είχαν μαζί και ένα δαχτυλίδι, το λεγόμενο «αμανέτι ή αμανάτι», το οποίο σήμαινε ότι είχε γίνει η συμφωνία και η συμφωνία ήταν συμφωνία. Ήταν όλοι χαρούμενοι, αλλά με συγκρατημένο τρόπο. Στο πατρικό σπίτι της Μαρίας και της Ειρήνης ίσχυε η προτροπή από την αρχαία λυρική ποίηση «να χαίρεις λίγο για τις χαρές και στις λύπες να μην πολυλυπάσαι». Χρόνια πολλά ήρθε ξανά και ξανά στο μυαλό μου αυτή η φράση και αναρωτιόμουν γιατί θα πρέπει οι άνθρωποι να ζουν τόσο μετρημένα, χωρίς συναισθηματικές ακρότητες… Η απάντηση είναι ότι τα έντονα συναισθήματα δεν είναι κάτι το υγιές, πολύ απλά, αυτός που είναι ικανός να χαίρεται πολύ, φτάνει στο άλλο άκρο και λυπάται πολύ. Έτσι η Μαρία, η αδερφή της, αλλά και ο αδερφός τους, ήταν σοβαροί στην όψη και στη συμπεριφορά, είχαν μια ανατροφή αυστηρή, δωρική, κατά βάθος όμως είχαν υπερβολικά ευαίσθητη καρδιά. Ήταν εκεί και τα παιδιά. Είχαν φορέσει τα καλά τους και η πιο μικρή άρχισε ξαφνικά να μιλάει. Ήταν πολύ μικρή, αβάπτιστη.

Αδερφή μου… Όλοι άκουγαν έκπληκτοι, ήταν τόσο χαριτωμένο που οι πρώτες της λέξεις ήταν «αδερφή μου». Κοιτούσε επίμονα την Ειρήνη, σαν να ήθελε να της πει περισσότερα και δεν μπορούσε. Ευχαριστημένοι όλοι, επέτρεψαν στην περίσταση ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Τις υπόλοιπες μέρες η Ειρήνη σκεφτόταν συχνά τον αρραβωνιαστικό της και μερικές φορές ερχόταν στο σπίτι για επίσκεψη. Του πρόσφερε καφέ, τσάι από βότανα, γλυκό του κουταλιού, ενώ και εκείνος φρόντιζε πάντα να φέρει κάποιο δώρο για εκείνη και τους γονείς της. Ήταν άνθρωποι που δεν μιλούσαν πολύ. Δεν τους άρεσαν τα λόγια. Μα γιατί; Και τα λόγια έργα είναι. Γι’ αυτό υπάρχουν και τα λογοτεχνικά έργα. Δεν το κατάλαβα ποτέ αυτό, γιατί τόση μανία με τα λόγια; Οποιοσδήποτε μιλούσε πολύ τον θεωρούσαν αυτόματα άτομο «ασόβαρο» και ειδικά αν η διάλεξη περιλάμβανε πολιτικά θέματα στα οποία διαφωνούσαν. 

Η ευτυχία της Ειρήνης κράτησε πολύ λίγο. Ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο αρραβωνιαστικός της έπρεπε να φύγει για το μέτωπο, μαζί με πολλούς άλλους Κρητικούς. Τη μέρα που έφυγε, πέρασε από το σπίτι της. Οι γονείς της και ο αδερφός της είχαν τη διακριτικότητα να τους αφήσουν για λίγες στιγμές μόνους. Έκλαιγε γοερά, όμως της υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει. Του υποσχέθηκε λοιπόν και εκείνη ότι θα ηρεμήσει και ότι θα προσεύχεται για την επιστροφή του, αλλά και για τη νίκη. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα για να επηρεάσεις τα γεγονότα προς την εξέλιξη που θα ήθελες. Η Ειρήνη και η οικογένειά της περνούσαν τις μέρες χωρίς να χάνουν τις ελπίδες τους. Όταν η αρχική νίκη μετατράπηκε σε εφιάλτη, όλοι πια περίμεναν να επιστρέψουν οι στρατιώτες. Ο καιρός περνούσε, δεν υπήρχε κανένα νέο από το στρατιώτη που είχε ένα δίδυμο αδερφό. Ένας απλός στρατιώτης, σαν τον Άγνωστο Στρατιώτη που έχουν στις πλατείες και του πάνε στεφάνια στις γιορτές. Τα γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία και λίγο πριν την επίθεση του εχθρού στην Κρήτη, έφτασε το νέο ότι ο μέλλοντας γαμπρός είχε σκοτωθεί και δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει. Ήταν άραγε ασφαλής αυτή η πληροφορία; Πολλοί δεν γύρισαν, αλλά και δεν βρέθηκαν. Ακόμα βρίσκουν λείψανα και προσπαθούν για την ταυτοποίησή τους, σε δάση, σε ελαιώνες, σε αυλές. Ποιος είχε την ιδέα να ανακοινωθεί ο θάνατος του στρατιώτη που από τον Οκτώβριο μέχρι το Μάϊο έλειπε και ξαφνικά δεν έδινε πια σημεία ζωής; Υποτίθεται ότι αυτή την είδηση την έφεραν κάποιοι οι οποίοι επέστρεψαν. 

Έπρεπε να σωθεί η Ειρήνη. Όταν έμαθε τα νέα κλείστηκε σε ένα δωμάτιο, δεν μιλούσε, δεν έτρωγε, ακόμα και τα δάκρυα κάποια στιγμή στέρεψαν. Έφεραν μια «ειδική», εμπειρική γιατρό, η οποία βοηθούσε σε περιπτώσεις όπως δάγκωμα σκορπιού, γρίπη των πτηνών και πολλές άλλες καταστάσεις. «Αφήστε την ήσυχη. Θα ποθάνει, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι». Κοιτούσαν όλοι αμίλητοι και συντετριμμένοι. «Εκτός εάν»… Τότε παρουσίασε την ιδέα της, την οποία στήριζε στη θεωρία ότι η στασιμότητα σκοτώνει. «Πρέπει να βρείτε άμεσα άλλο γαμπρό. Θέλει δεν θέλει. Δηλαδή, είτε συμφωνήσει είτε όχι. Θα βρείτε έναν άλλο, θα κάνετε το γάμο κανονικά και έτσι θα αναγκαστεί να ζήσει». Όταν μια κατάσταση φτάσει σε αδιέξοδο, συνήθως όχι μόνο των πραγματικών συνθηκών και περιστατικών, αλλά λόγω του τρόπου σκέψης, η μόνη λύση είναι να γίνει κάτι, έστω και ένα λάθος. 

Δεν υπήρχε περίπτωση έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα να βρεθεί εύκολα γαμπρός. Είχε ήδη μαθευτεί ότι η Ειρήνη είχε αρρωστήσει, εξαιτίας της μεγάλης αυτής ατυχίας. Το ανθρώπινο είδος έχει μια θρασύδειλη πλευρά, πολύ φασιστική. Θέλουν όλοι το ωραίο, το αρτιμελές. Κανείς δεν θα ήθελε την άρρωστη Ειρήνη. Εκτός από έναν. Το δίδυμο αδερφό του αγνοούμενου. Τον αδερφό του τον ζήλευε. Μπορεί να είχαν το ίδια χαρακτηριστικά, όμως σαν χαρακτήρες ήταν ολότελα διαφορετικοί. Ο χαμένος αδερφός ήταν πιο εξωστρεφής, πιο δημοφιλής, πιο δραστήριος, πιο πνευματώδης… Η όμορφη και καλόκαρδη Ειρήνη είχε επιλέξει τον χαμένο αδερφό με ένα και μόνο βλέμμα. Γιατί όμως το βλέμμα της να πέσει σε εκείνον και όχι σε μένα; Γιατί αυτός και όχι εγώ; Είναι απίστευτο τι μπορεί να κάνει στις ψυχές των ανθρώπων το μίσος από ζήλεια. Και δυστυχώς αυτό συμβαίνει με πράγματα τα οποία δεν αγοράζονται με χρήματα. Δεν είχε κανένα θετικό συναίσθημα για την άτυχη Ειρήνη. Το κίνητρό του ήταν μόνο να πάρει εκδίκηση, ναι, εκδίκηση από ένα νεκρό και από την ίδια την Ειρήνη. Δεν έχασε χρόνο. Προσφέρθηκε να «αναλάβει» αυτός την νύφη – χήρα. Παντρεύτηκαν αμέσως, χωρίς καλεσμένους και χωρίς γιορτές… Χωρίς το δαχτυλίδι και χωρίς το νυφικό που είχε ήδη ετοιμάσει. Έπειτα μετακόμισε στο σπίτι του γαμπρού και ένα χρόνο μετά γέννησε δίδυμα αγόρια. Τους έδωσαν τα ονόματα των δύο αδερφών, του πατέρα τους δηλαδή και του χαμένου θείου που δεν θα γνώριζαν ποτέ. Η κατάσταση της νεαρής μητέρας χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο μετά τον ερχομό των διδύμων. Ήταν σαν νεκρή, δεν μπορούσε ούτε να φροντίσει τα παιδιά ούτε το νοικοκυριό. Τα βράδια, κρυφά από τους Γερμανούς που απαγόρευαν την κυκλοφορία, η Μαρία πήγαινε στο σπίτι της αδερφής της και φρόντιζε για όλα. Όμως τα παιδιά πέθαναν. 

Σε λίγο καιρό αρρώστησε και η ίδια η μάνα, αυτή τη φορά όχι ψυχικά, αλλά σωματικά. Οι ψυχολόγοι λένε ότι το άγχος και η θλίψη προκαλούν το μεγαλύτερο ποσοστό των σωματικών ασθενειών. Οι γιατροί δεν συμφωνούν, γιατί οι γιατροί δεν είναι ποτέ απόλυτα σίγουροι πώς προκαλείται μια παθολογική κατάσταση. Θέλουν να υπάρχει ένα μυστήριο, να έχουν περιθώριο για ακόμα περισσότερες έρευνες της επιστήμης, οι οποίες θα αποδώσουν νέα πορίσματα, φάρμακα, θεραπείες και τρόπους αντιμετώπισης κάθε προβλήματος. Το μελετάει η επιστήμη… Το βέβαιο είναι ότι και η Ειρήνη πέθανε. Ένας Θεός ξέρει τι ακριβώς συνέβη. Μήπως και υπήρχε τότε εκεί γιατρός και πόσο μάλλον ιατροδικαστής; Οι γονείς της, ο αδερφός της και ειδικά η Μαρία, ήταν απαρηγόρητοι, σοκαρισμένοι από την τραγική κατάληξη αυτής της ιστορίας. Ένιωθαν ενοχές, γιατί ενώ η Ειρήνη ήταν τόσο άρρωστη, δέχτηκαν να παντρευτεί τον παρά λίγο κουνιάδο της, με την ελπίδα να τη σώσουν από αυτό το λήθαργο. Είναι δυνατόν να σωζόταν; Μερικοί λένε «ουδείς αναντικατάστατος» ή «έχει και αλλού πορτοκαλιές», όμως αυτή η προτροπή ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στην αρχή οι άνθρωποι, όχι όλοι, αλλά πολλοί, είναι αθώοι, αφελείς, νομίζουν ότι αν βρουν μια αγάπη θα είναι μοναδική ή και παντοτινή. Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ, το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά… Ναι, αλλά ο άλλος δεν ήταν πια εκεί και δεν θα ήταν ποτέ.

 Ήταν κακός. Κανείς δεν ξέρει αν ήταν κακός και μαζί της. Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγαν οι χωριανοί και το πίστευαν ακράδαντα. Όπως ας πούμε πίστευαν και το «πίστευε και μη ερεύνα». Όταν έμεινε χήρος και χωρίς παιδιά, κράτησε τα περιουσιακά στοιχεία της πεθαμένης και «έφτιαξε τη ζωή του» ξανά και σχετικά σύντομα, παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά και εγγόνια και δισέγγονα, φεύγοντας πλήρης ημερών και έχοντας προλάβει να γίνει αυτόπτης μάρτυρας μέχρι και των τελευταίων τραγικών γεγονότων της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας, όπως ήταν η χρεοκοπία, η λεγόμενη δηλαδή «οικονομική κρίση». Και να σκεφτεί κανείς ότι όταν στο σχολείο μαθαίναμε ότι η Ελλάδα είχε μπει κάποτε σε «διεθνή οικονομικό έλεγχο» και δεν είχαμε ιδέα τι ακριβώς μπορεί να σήμαινε κάτι τέτοιο στην πράξη και γενικά ότι επρόκειτο για τεχνική ορολογία των ιστορικών και δεν θα μας αφορούσε ποτέ. 

Έμεινε μόνο ένα όνομα. Ειρήνη. Μια κατάρα, μια ακόμα τραγωδία. Έδωσαν το όνομα στο μικρό κορίτσι, την ανιψιά. Να ήταν το όνομα που έγινε η φυλακή της; Το βέβαιο είναι ότι παλιά τα κορίτσια δεν είχαν τη δυνατότητα να φτιάξουν την τύχη τους με τα χέρια τους σε μεγάλο βαθμό. Σε μια αδιέξοδη κατάσταση κάτι πρέπει να γίνει. Έστω και ένα λάθος. Στην πρώτη Ειρήνη ο «δεύτερος» γάμος οδήγησε κυριολεκτικά σε τελική λύση. Ένα είδος επώδυνης, μαρτυρικής ευθανασίας. Στη δεύτερη Ειρήνη, δεν έγινε τίποτα. Το μαράζι, αν δεν γίνει κάτι, μπορεί να γίνει δυστυχώς ισόβιο. 

Και το αμανάτι; Τι απέγινε το αμανάτι;

Το είχαν οι γονείς της Ειρήνης. Το είχαν φυλάξει στο κουτί του. Του το έδωσαν μετά το θάνατό της ίδιας και των παιδιών, έτσι, να το έχει αυτός. Του αδερφού του ήταν. 

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί