Απάντηση δια του Επιτρόπου για την Εσωτερική Αγορά Τιερί Μπρετόν, έδωσε η Κομισιόν σε ερώτηση που είχε καταθέσει ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Δημήτρης Παπαδημούλης, αναφορικά με τις μαζικές παρεκκλίσεις στην Ελλάδα, από τις ευρωπαϊκές διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων.
Ο Δημ. Παπαδημούλης τόνιζε, μεταξύ άλλων, στην ερώτησή του πως «η Ελλάδα σημειώνει πολύ κακή επίδοση στην πλειονότητα των δεικτών που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις», καθώς «42% αυτών ανατέθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών με μόλις έναν υποψήφιο» αλλά και επιπλέον, «σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ), από το σύνολο των δημοσίων συμβάσεων της περιόδου 1.1.2020-31.10.2021, 3,66 δισ. ευρώ αφορούν κλειστούς διαγωνισμούς (17,5%) και 2,9 δισ. ευρώ απευθείας αναθέσεις (13,9%)».
Στην απάντησή του ο Ευρωπαίος Επίτροπος συμμερίζεται τις ανησυχίες που εκφράζει στην ερώτησή του ο Δημ. Παπαδημούλης για την ποιότητα του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων και τα συναφή ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του εθνικού συστήματος για τις δημόσιες συμβάσεις και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προς τις ελληνικές αρχές, υπογραμμίζοντας πως «οι συχνές μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση διάσπαρτων νομοθετικών πράξεων και προκαλούν αστάθεια».
Στο ίδιο μήκος κύματος τονίζει πως «η χαμηλή ποιότητα της εθνικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της αναλογικότητας και της διαφάνειας, που αποτυπώνονται στις εν λόγω οδηγίες, οι οποίες συνιστούν αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης του δημοσίου χρήματος ενισχύοντας τον ανταγωνισμό και ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο διασπάθισης δημοσίου χρήματος».
Τέλος, όσον αφορά τα εθνικά μέτρα που αναφέρει στην ερώτησή του ο επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ο Επίτροπος Μπρετόν αποκαλύπτει πως δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και καλεί τις ελληνικές αρχές να το πράξουν το αργότερο έως τον Σεπτέμβριο του 2022, προκειμένου να γίνει η απαραίτητη αξιολόγηση και οι κατάλληλες ενέργειες.