Μόλις 5 μέρες πριν την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο, ο Τζο Μπάιντεν ζήτησε από τους επικεφαλής του αμερικανικού Κογκρέσου να εγκρίνουν την πώληση προηγμένων οπλικών συστημάτων κι άλλου εξοπλισμού για τον στόλο των μαχητικών αεροσκαφών F-16 της Τουρκίας.
Όπως αποκαλύπτει η Wall Street Journal, η πιθανή συμφωνία θα περιλαμβάνει πυραύλους, ραντάρ και ηλεκτρονικά συστήματα για τα τουρκικά F-16, αναβαθμίζοντας σημαντικά τα μαχητικά αεροσκάφη της γειτονικής χώρας.
Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για την πώληση πυραύλων AIM-9 Sidewinder και AIM-120 Amraam, μια πώληση που, εάν σε εκείνη συμπεριληφθούν ραντάρ και άλλος εξοπλισμός, θα κόστιζε στην Τουρκία πάνω από 400 εκατομμύρια δολάρια.
Η διοίκηση Μπάιντεν προέβη στο εν λόγω αίτημα στέλνοντας ανεπίσημη ειδοποίηση σε ηγέτες-κλεδί («key leaders») και στα δύο σώματα του Κογκρέσου: Βουλή και Γερουσία.
The Biden administration has asked congressional leaders to approve the sale of advanced weapons and other equipment for Turkey’s fleet of F-16 jet fighters, setting up a showdown with lawmakers https://t.co/a9exbDPPUO
— The Wall Street Journal (@WSJ) May 11, 2022
Εάν οι ηγέτες του Κογκρέσου δώσουν το πράσινο φως για την πώληση, τότε η διοίκηση Μπάιντεν θα πρέπει βάσει νόμου να στείλει εν συνεχεία επίσημη ειδοποίηση για τη συμφωνία.
Η αμερικανική κυβέρνηση αναμένεται να στείλει ξεχωριστό αίτημα στο Κογκρέσο αργότερα μέσα στο 2022, που θα περιλαμβάνει την πώληση νέων F-16 στην Τουρκία και μαζί τις αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα αεροσκάφη της γείτονος.
Τούρκοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει, όπως σημειώνεται στη δημοσίευμα της Wall Street Journal, ότι η πώληση νέων F-16 στην Τουρκία θα μπορούσε να συμβάλει στην εκτόνωση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών, που είναι και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, και να αποτρέψει την Τουρκία από το να έρθει ακόμη πιο κοντά σε Ρωσία και Κίνα.
Σύμφωνα με την Wall Street Journal, υπάρχουν Αμερικανοί αξιωματούχοι που προωθούν τη συμφωνία για τα τουρκικά F-16, με το επιχείρημα ότι εκείνη θα μπορούσε να συμβάλει στην αποκατάσταση της αμερικανο-τουρκικής αμυντικής σχέσης σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Την ίδια στιγμή, υψηλά ιστάμενοι Δημοκρατικοί, προερχόμενοι και από τα δύο σώματα του Κογκρέσου, εγείρουν ενστάσεις και αντιδρούν στην προοπτική ενός τουρκικού ντιλ, επικαλούμενοι ως αντεπιχείρημα τις σχέσεις που συνεχίζει να διατηρεί η Άγκυρα με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν αλλά και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός των τουρκικών συνόρων (με την πρόσφατη καταδίκη του Οσμάν Καβαλά να λειτουργεί ως πρόσθετο βαρίδι).