Του Γιάννη Μυλόπουλου
Η καραμέλα του «λαϊκισμού» επαναλαμβάνεται όλο και περισσότερο τελευταία από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε ομιλίες και σε συνεντεύξεις, όπως και στην κεντρική ομιλία του στο Συνέδριο της ΝΔ, αναφερόμενος υποτιμητικά στους πολιτικούς του αντιπάλους από τον προοδευτικό χώρο, τους αποκαλεί «δυνάμεις του λαϊκισμού».
Ο κ. Μητσοτάκης χρησιμοποιεί τον όρο κατά το δοκούν, προκειμένου να περιγράψει απαξιωτικά την αριστερή και προοδευτική πολιτική σκέψη, σε μια επικοινωνιακή προσπάθεια να παραχαράξει τις ιστορικές και φορτισμένες αρνητικά για τον δικό του πολιτικό χώρο διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Αντικαθιστώντας τους πολιτικούς χαρακτηρισμούς με τεχνοκρατικούς όρους περί αποτελεσματικότητας, υποβαθμίζει την πολιτική διαφορά και τη μεταφέρει στο πεδίο του ανταγωνισμού ως προς την παραγωγή έργου.
Συμβάλλοντας έτσι να ξεχαστεί το ποια συμφέροντα εξυπηρετούν τα έργα της δικής του διακυβέρνησης.
Έφτασε μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης, υποβαθμίζοντας στο επίπεδο του «λαϊκισμού» την προοδευτική σκέψη και αξιολογώντας τις επιδόσεις της δικής του νεοφιλελεύθερης πολιτικής ως προοδευτικές, να αυτοαναγορευτεί σε μοναδικό εκπρόσωπο της προόδου στην Ελλάδα.
Υπάρχει πρόοδος όμως με κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων;
Υπάρχει πρόοδος με φτωχοποίηση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων και πλουτισμό, αντίστοιχα, λίγων;
Υπάρχει πρόοδος με ενίσχυση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων;
Υπάρχει πρόοδος με διάλυση του κοινωνικού κράτους;
Υπάρχει πρόοδος με παράδοση δημόσιων φορέων στην Υγεία, στην Παιδεία, στις Μεταφορές ή στην Ενέργεια σε κερδοσκοπικά συμφέροντα;
Υπάρχει πρόοδος με πολιτική που ενισχύει την κερδοσκοπία και την αισχροκέρδεια στην ενεργειακή αγορά σε βάρος των καταναλωτών;
Υπάρχει τελικά πρόοδος με ορίζοντα το Μεσαίωνα;
Ο κ. Μητσοτάκης εκπροσωπώντας την ολιγαρχία του πλούτου και υπηρετώντας τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ, χρησιμοποιεί τον όρο του «λαϊκισμού» σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διαγράψει τις πολιτικές και οικονομικές διαφορές μεταξύ των κοσμοθεωριών του Νεοφιλελευθερισμού και του Σοσιαλισμού.
Πρόκειται για μια προσπάθεια να υποβαθμιστεί σαν «λαϊκιστικό», σαν δήθεν δηλαδή δημαγωγικό και ανειλικρινές, ό,τι αποτελεί απειλή για τη δική τους πολιτική επιβίωση.
Αναγορεύοντας συγχρόνως το πολιτικό υβρίδιο του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, που συνεχίζει την παλαιοκομματική παράδοση της συντηρητικής, αυταρχικής και οπισθοδρομικής Δεξιάς που οικονομικά στηρίζει την ολιγαρχία, σαν δήθεν τη μόνη ρεαλιστική και εφαρμόσιμη πολιτική.
Έφτασε ο αρχηγός της ελληνικής Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στο σημείο να χρησιμοποιήσει τον όρο του «λαϊκισμού» κατά τρόπο αντιεπιστημονικό και ανιστόρητο, ταυτίζοντας δύο πολιτικούς χώρους που βρίσκονται σε απόλυτα αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα.
Την ακροδεξιά της Λεπέν αφενός, με τον προοδευτικό ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αφετέρου.
Ξεχνώντας ότι το δικό του κόμμα έχει ενσωματώσει ακροδεξιούς πολιτικούς προερχόμενους από το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη και από τη χουντική νεολαία του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Ο Μητσοτάκης βαφτίζοντας «λαϊκιστές» τους πολιτικούς του αντιπάλους, αναγορεύει τις νεοφιλελεύθερες οικονομικά, αυταρχικές κοινωνικά και συντηρητικές πολιτικά επιλογές της Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς σαν τις μόνες ρεαλιστικές.
Ας δούμε όμως ποια είναι η επιστημονική ερμηνεία του όρου «λαϊκισμός», τι εκπροσωπεί πολιτικά και ποια η αρνητική χρήση του από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Σύμφωνα με το λεξικό Cambridge ως λαϊκισμός ορίζεται «η πολιτική ιδέα και δράση που στοχεύει στην αντιπροσώπευση των επιθυμιών και των αναγκών του απλού λαού». Ο λαϊκισμός δηλαδή αντιπαραβάλλει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της μάζας του λαού, ενάντια στις ελίτ.
Οι αντίπαλοι της αυθεντικής πολιτικής ιδεολογίας του λαϊκισμού όμως, για λόγους προφανούς πολιτικής σκοπιμότητας, έχουν επιβάλει μια αρνητική σημασία του όρου. Σύμφωνα με την οποία ο λαϊκισμός στηρίζεται στη δημαγωγία και την εσκεμμένη ανειλικρίνεια. Ο όρος έφτασε τελικά δηλαδή να χρησιμοποιείται με δύο εντελώς διαφορετικές και αντιφατικές μεταξύ τους σημασίες.
Οι πολιτικοί αντίπαλοι της υποστήριξης των λαϊκών συμφερόντων, ταυτίζοντας τον λαϊκισμό με τη δημαγωγία, θέλουν με σαφήνεια να καταδείξουν ότι η καταπολέμηση των ανισοτήτων και η εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων είναι ανέφικτες. Αναγορεύοντας σαν μόνη ρεαλιστική πολιτική αυτή της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της ολιγαρχίας του πλούτου.
Επειδή όμως η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, η οποία κρίνεται πάντοτε εκ του αποτελέσματος και αξιολογείται στην πράξη, ας δούμε κάποια παραδείγματα πολιτικών που εφάρμοσε η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, για να διαπιστώσουμε ποια πολιτική ακριβώς έχει δημαγωγικό και ανειλικρινή χαρακτήρα, με στόχευση την προπαγάνδα.
Η πολιτική της ΝΔ στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, δεν ήταν ο ορισμός του λαϊκισμού; Όταν προεκλογικά κατηγορούσε τη Συμφωνία όχι απλώς σαν κακή ή ανεπιτυχή, αλλά πολύ χειρότερα, σαν προδοτική; Τη στιγμή που όταν έγινε κυβέρνηση την εφάρμοσε χωρίς αντιρρήσεις;
Η διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση της ΝΔ δεν ήταν ο ορισμός της δημαγωγίας και του λαϊκισμού με σκοπό την παραπλάνηση των πολιτών; Όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωνε την επένδυση στο ΕΣΥ και σε νέες ΜΕΘ σαν «πεταμένα λεφτά» και όταν ο πρωθυπουργός έκανε ότι δεν γνώριζε αν υπήρχε μελέτη που αποδείκνυε τη μεγάλη θνητότητα εκτός ΜΕΘ;
Μια δημαγωγική πολιτική που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες ασθενείς να πεθάνουν εκτός ΜΕΘ επειδή δεν βρήκαν κρεβάτι, κάνοντας την Ελλάδα πρώτη χώρα σε θανάτους ανά πληθυσμό από την πανδημία στην Ευρώπη. Και επιπλέον, η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης από πλευράς κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν αποτελεί την επιτομή του λαϊκισμού και της δημαγωγίας;
Όταν η κυβέρνηση μοιράζει επιδόματα για να αντιμετωπίσει μια στρατηγικού χαρακτήρα κρίση, συντηρώντας με τον τρόπο αυτόν και ενισχύοντας τις αιτίες της κρίσης, την κερδοσκοπία δηλαδή και την αισχροκέρδεια του ολιγοπωλίου των παραγωγών και παρόχων του ρεύματος; Την ώρα που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων όπως του Μακρόν, εφάρμοσαν μέτρα αντιμετώπισης των αιτίων της κρίσης, αποσυνδέοντας τις τιμές των εγχώριων πηγών ενέργειας από του φυσικού αερίου, κρατώντας σε δημόσιο χαρακτήρα τις δικές τους ΔΕΗ, επιβάλλοντας πλαφόν στις αυξήσεις και φορολογώντας τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων και επιτυγχάνοντας έτσι να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές.
Μια υποκριτική πολιτική που, εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, έκανε την Ελλάδα την ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη ως προς την ενέργεια, τους Έλληνες πολύ φτωχότερους από πριν και το ολιγοπώλιο της ενέργειας να κερδίζει δις.
Αν μιλήσουμε λοιπόν για «λαϊκισμό», με την έννοια της δημαγωγίας που του δίνει η Νεοφιλελεύθερη Δεξιά, τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής δείχνουν ότι πρωταγωνίστρια στον «λαϊκισμό» αναγορεύεται αναμφίβολα η κυβέρνηση της ΝΔ. Και πρωταγωνιστής «λαϊκιστής» πρωθυπουργός αναγορεύεται ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης.
Όλα τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις…
Πηγή: TVXS