Οι παρεμβάσεις Ξανθού, Γεροτζιάφα, Ηλιόπουλου, Λινού και Πολάκη
Εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη κρίνεται η αντιμετώπιση της πανδημίας από την ελληνική κυβέρνηση και αυτό οφείλεται στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη που τη διατρέχει. Στη διαπίστωση αυτή κατέληξαν ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Ανδρέας Ξανθός, ο καθηγητής Αιματολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Pierre et Marie Curie (ParisVI) Γρηγόρης Γεροτζιάφας, ο καθηγητής Ιατρικής και κλινικός ογκολόγος στο Harvard Medical School και στο Massachusetis General Cancer Center Όθων Ηλιόπουλος και η καθηγήτρια Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθύντρια του Ινστιτούτου Prolepsis Αθηνά Λινού, που συμμετείχαν στο θεματικό τραπέζι για την πανδημία, στο πλαίσιο του 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ως «θέατρο του παραλόγου», χαρακτήρισε την αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση ο Όθωνας Ηλιόπουλος, καθηγητής Ιατρικής και κλινικός Ογκολόγος στο Harvard Medical School. Μεταφέροντας την εμπειρία του από την Μασαχουσέτη και κάνοντας σύγκριση με την ελληνική εμπειρία, μίλησε για λάθη της κυβέρνησης και εξήγησε: «Κατά την πρώτη περίοδο του αρχικού εγκλεισμού, που κρίθηκε επιτυχημένη, τα χαμηλά ποσοστά οφείλονται στο ότι δεν ήταν καλοκαίρι και δεν υπήρχε είσοδος ξένων. Στη συνέχεια οι κινήσεις της κυβέρνησης δεν συνοδεύονταν από συλλογή πραγματικών δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, ώστε να προσαρμόζει ανάλογα την πολιτική της στον γενικό πληθυσμό. Ενώ η τεχνολογία για την αντιμετώπιση της πανδημίας από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε το τεστ ανίχνευσης υπήρχε, δεν αξιοποιήθηκε. Η εμπειρία αυτή δεν ζητήθηκε καν από την κυβέρνηση από όσους την διαθέταμε. Ο τρόπος του ανοίγματος μετά τον πρώτο εγκλεισμό ήταν επίσης αναποτελεσματικός καθώς βασίστηκε σε δειγματοληπτική ιχνηλάτηση. Η “επεμβατική επιδημιολογία” με τεστ στον καθένα που εισέρχεται στην χώρα δεν έγινε. Η κυβέρνηση στηρίχθηκε σε δημοσιογραφικού τύπου πληροφορίες από άλλες χώρες – ενώ απέρριψε παραδείγματα όπως της Σουηδίας – και όχι στην ενδογενή παραγωγή με βάση τα δεδομένα της χώρας μας. Συνολικά αγοράσαμε συμβουλές». Γενικεύοντας είπε ότι «η κυβέρνηση έχασε την ευκαιρία της πανδημίας για να επεκτείνει και να ενισχύσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας».
Η Αθηνά Λινού, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, σημείωσε ότι η πανδημία είναι κυρίως ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο και δευτερευόντως ιατρικό. Στην τοποθέτησή της ανέφερε: «Ο ιός είναι εδώ και θα μείνει και εμείς καλούμαστε να διαχειριστούμε δύο θέματα: αυτούς που ήδη νόσησαν και υφίστανται τις μακροχρόνιες συνέπειες και κυρίως να διαχειριστούμε την επόμενη κρίση (που μπορεί να είναι υγειονομική ή περιβαλλοντική ή άλλη) που είναι πραγματική και θα υπάρξει». Σε ό,τι αφορά την πανδημία υποστήριξε: «Οι χώρες της Δύσης δεν αξιοποίησαν τις εμπειρίες των άλλων χωρών της Ασίας ή της Αφρικής, θεωρώντας ότι παρόμοιες κρίσεις δεν τις αφορούν και ότι μπορούν να τις αντιμετωπίσουν». Η Αθηνά Λινού τόνισε ακόμη πως «οι κοινωνικές ανισότητες έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην αντιμετώπιση… Η ευθύνη της αντιμετώπισης μεταφέρθηκε στον πολίτη και μεταφράστηκε σε περιορισμούς και στέρηση ελευθερίας. Χρειάζονται δομικές αλλαγές για την αντιμετώπιση των επόμενων κρίσεων που δεν είναι απαραίτητο να είναι στην Covid. Θα έχουμε κρίση στους καρκίνους ή στα πνευμονολογικά νοσήματα όπου οι κοινωνικές ανισότητες θα επηρεάσουν δυσανάλογα κάποιες κατηγορίες του πληθυσμού».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Γρηγόρης Γεροτζιάφας ανέφερε ότι το πρόβλημα στην αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα είναι ένα πρόβλημα θέσης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Μεταφέροντας την εμπειρία του από τη Γαλλία, είπε ότι και εκεί «τα Νοσοκομεία λειτούργησαν με βάση την εσωτερική οργάνωση και το φιλότιμο των γιατρών και των εργαζομένων. Είμαστε ευθυγραμμισμένοι στην αντιμετώπιση ανεξάρτητα πολιτικών ή κοινωνικών πεποιθήσεων. Ωστόσο οι μάνατζερ των νοσοκομείων, προερχόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα μας άφησαν δίχως μάσκες. Φοβόμασταν στο Παρίσι ότι θα τελειώσουν τα φάρμακα για να ναρκώσουμε τους ασθενείς στις ΜΕΘ. Επίσης δεν είχαμε τεστ και εισάγαμε από άλλες χώρες. Αυτά οφείλονται στο ότι δεν έγιναν οι απαραίτητες επενδύσεις στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Επίσης δεν είχαμε ενιαία στρατηγική καθοδήγηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τι είχαμε; Τη δυνατότητα να λειτουργούμε ακόμη σε ένα οργανωμένο πλαίσιο, την οργάνωση των εσωτερικών μας τμημάτων». Αναφερόμενος στην ελληνική κατάσταση είπε ότι «δεν έχουμε δομή και γι’ αυτό δεν θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την καινούργια γνώση όπου και αν δημιουργείται». Προσέθεσε δε ότι οι εδώ αρμόδιοι «έκλεισαν τα αυτιά τους στις συμβουλές που δίναμε ακόμη και όσοι ερχόμασταν από εξειδικευμένα κέντρα της Ευρώπης. Γιατί το έκαναν αυτό; Γιατί είναι σκληρά δογματικοί και νεοφιλελεύθεροι και θα έπρεπε να αλλάξουν την αντίληψη για την κρατική παρέμβαση… Η πανδημία πλήττει όλους τους ανθρώπους αλλά οι φτωχοί και κοινωνικά αδύναμοι είναι πολύ πιο ευάλωτοι. Κυρίως οι Έλληνες αρμόδιοι δεν ενδιαφέρθηκαν για τους πραγματικά αρίστους της κοινωνίας που είναι οι εργαζόμενοι και οι άνθρωποι του μόχθου. Αυτοί οι άνθρωποι δεν τους ενδιαφέρουν. Για το εμβόλιο θεώρησαν ότι είναι “ψεκάστε, σκουπίστε τελειώσατε”. Όμως η δουλειά του κράτους είναι να διδάξει και να πείσει. Όταν όμως είσαι αντικρατιστής κρατικοδίαιτος δεν το κάνεις».
Ανδρ. Ξανθός: Ποια είναι τα κρίσιμα διδάγματα της πανδημίας
Ο πρώην υπουργός Υγείας και αρμόδιος τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέας Ξανθός είπε ότι εκ του αποτελέσματος η διαχείριση κρίνεται απολύτως αποτυχημένη και πρόσθεσε ότι οι δείκτες αποτυχίας δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Ακολούθως σημείωσε: «Η διάγνωση έχει γίνει, ο λόγος που απέτυχε η κυβέρνηση και επέτρεψε να δημιουργηθεί μία τραγωδία είναι ότι η κατευθυντήρια αντίληψη ήταν νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία και επιχειρηματικά συμφέροντα. Νεοφιλελευθερισμός και συμφέροντα ήταν το τοξικό μείγμα».
Όπως είπε, τα κρίσιμα διδάγματα είναι τρία: πρώτο αναδείχθηκε η αξία των δημόσιων συστημάτων υγείας που σε όλο τον κόσμο σήκωσαν όλο το βάρος της διαχείρισης. Το αναγνώρισαν ακόμη και οι νεοφιλελεύθεροι ότι η αγορά δεν λειτούργησε, άρα θέλουμε πολιτικές ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος και όχι ιδιωτικοποίηση που προωθεί η κυβέρνηση.
Δεύτερον, ότι αναδείχθηκε η αξία της δημόσιας υγείας όχι μόνο ως δομές, αλλά ως πρόληψη και προστασία της υγείας του πληθυσμού που σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν τη νοσηρότητα.
Τρίτον, ότι οι παγκόσμιες κρίσεις απαιτούν υπερεθνικού τύπου παρεμβάσεις και πολιτικές για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Τα όρια των εθνικών πολιτικών είναι περιορισμένα και οι ανισότητες αναδεικνύουν την ανάγκη νέων ρυθμίσεων. Η ριζοσπαστική πρόταση της Αριστεράς που κατέθεσε για απελευθέρωση της πατέντας, ήταν σημαντική».
Τέλος, ανέφερε: «Η κυβέρνηση απέτυχε γιατί είναι μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που δεν πιστεύει σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος και στη μείωση των ανισοτήτων. Η διαφορά μας δεν είναι ποσοτική η διαφορά είναι ποιοτική και στρατηγικού χαρακτήρα».
Π. Πολάκης: Έπρεπε να κάνουμε πιο σκληρή αντιπολίτευση για την πανδημία
Σε παρέμβασή του ως μέλος του κοινού που παρακολουθούσε το θεματικό τραπέζι, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης άσκησε κριτική στην τακτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κυβέρνηση.
«Η αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ για την πανδημία δεν ήταν στην ένταση που έπρεπε και όφειλε να ακολουθήσει άλλη στρατηγική από αυτή που υποστήριξε». είπε συγκεκριμένα, υποστηρίζοντας ότι «ο Νοέμβριος του 2020 ήταν κομβικό σημείο για τη χάραξη άλλης πολιτικής, αφού τότε άρχισαν να εκτινάσσονται τα κρούσματα». Σημείωσε ότι ο ίδιος «κατηγορήθηκε κι από συντρόφους του ως αντιεμβολιαστής κι αναρωτήθηκε πού είναι το τείχος ανοσίας όταν έχουμε 750.000 κρούσματα στις ηλικίες 0 έως 17 χρόνων που θα δημιουργείτο, όπως είχε πει και ο ΣΥΡΙΖΑ». Αντιθέτως, όπως ανέφερε, «έπρεπε να δοθεί έμφαση στον προληπτικό έλεγχο και στη μείωση του κόστους των τεστ». Σημείωσε ότι έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στη φαρμακευτική αντιμετώπιση και σχολίασε ότι «αν δεν είχε φέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τα αντιικά κι αντικλωνικά φάρμακα, θα μας είχαν κρεμάσει στην πλατεία Συντάγματος».
Ο Π. Πολάκης, μιλώντας πιο γενικά, ανέφερε ότι «η παραγόμενη επιστημονική γνώση πρέπει να είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητας», ενώ ζήτησε «τη συγκρότηση εθνικής φαρμακοβιομηχανίας προκειμένου να αντιπαρατεθεί στο παγκόσμιο και εγχώριο καρτέλ, αλλά και να σπάσει ο φαύλος κύκλος των υπερτιμολογήσεων με τη σιωπηρή συμφωνία του κράτους που ξεκίνησε από την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη».