1. Μπορεί οι κοινωνικές δυνάμεις που θέλουμε να εκπροσωπούμε να ελπίζουν σήμερα σε κάτι καλύτερο από μια καλύτερη διαχείριση του υπάρχοντος; Μπορεί η εκλογική ήττα της Ν.Δ. να προκαλέσει μια ρωγμή στη ζοφερή κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού ή θα αποδειχθεί μια εύθραυστη εναλλαγή που θα ανακυκλώσει την πολύπλευρη κρίση; Θα παραμείνει το διαφορετικό μέλλον που εμείς υποσχόμαστε μια διακηρυκτική ουτοπία ή θα αρχίσει να γίνεται διακύβευμα ενός πολιτικού σχεδίου που ενοποιεί τη συγκυρία με την προοπτική; Το Συνέδριο μπορεί να γίνει αφετηρία για να αναμετρηθούμε με τα ερωτήματα και να απαντήσουμε χωρίς αμφισημίες. Αυτός είναι ο δρόμος για να ανακτήσουμε την ηγεμονία στις πολιτικές εξελίξεις στο όνομα των υποτελών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Όχι ο πολιτικός τακτικισμός και οι δημοκρατικοφανείς οργανωτικοί νεωτερισμοί. Να πολιτικοποιήσουμε το Συνέδριο. Να αποκαταστήσουμε την πολιτική λειτουργία του κόμματος. Να επικαιροποιήσουμε τον αριστερό ριζοσπαστισμό.
2. Ο πόλεμος στην Ουκρανία σημαδεύει το πέρασμα σ’ ένα νέο ιστορικό κύκλο για τον κόσμο, την Ευρώπη, τη χώρα μας. Η συγκυρία είναι συγκυρία μετάβασης. Οι τάσεις είναι ορατές, αλλά δεν έχουν σταθεροποιηθεί. Η έκβαση θα προκύψει μέσα από νέους, σκληρούς εθνικούς ανταγωνισμούς και ταξικές συγκρούσεις. Ο πόλεμος έχει ριζοσπαστικοποιήσει την παγκοσμιοποίηση «από τα δεξιά». Ο πόλεμος θα συνεχιστεί με άλλα μέσα: το δόγμα της αντιπαράθεσης Ανατολής – Δύσης ως διαιρετική τομή μιας ευρύτερης πολιτισμικής διάστασης είναι ολέθριο και με ευρύτερες συνέπειες. Ο πόλεμος έδειξε για μια ακόμα φορά τις αντιφάσεις και τα όρια της ευρωπαϊκής ενοποίησης: Μίζερη αλληλεγγύη στην αντιμετώπιση της επισιτιστικής και ενεργειακής κρίσης, επιστροφή στον ατλαντισμό αντί για διπλωματική και πολιτική αυτονομία, ασφάλεια δια των όπλων. Και διαρκής υπόμνηση των κανόνων της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δηλαδή της αναγκαιότητας μιας διαρκούς λιτότητας. Όλα αυτά που την καθιστούν μια μη πειστική επαγγελία για τους ευρωπαϊκούς λαούς, ευνοούν τις εθνικές αναδιπλώσεις, ενισχύουν τον ακροδεξιό αντισυστημισμό, διαλύουν παραδοσιακές πολιτικές ταυτότητες και ευνοούν τη σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Όρμπαν.
3. Οι παραπάνω ενδεικτικές επισημάνσεις ενισχύουν ακόμα περισσότερο την κεντρικότητα που έχει για τη δική μας Αριστερά το ζήτημα του κόμματος, ως σύνθετο ζήτημα στρατηγικής, ιδεολογίας, πολιτικής εκπροσώπησης και πολιτικής πρακτικής. Και ως τέτοιο πρέπει να συζητηθεί στο Συνέδριο. Μπορεί ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα άλλο κόμμα να δρομολογείται αιφνιδιαστικά με την εξαγγελία του προέδρου το βράδυ των εκλογών του 2019, χωρίς την κυριαρχική απόφαση των μελών. Και μπορεί έκτοτε να θεωρείται επιλογή μη αντιστρεπτή, που παράγει αποτελέσματα τα οποία αποτυπώνονται στο τίτλο, στη συγκρότηση των οργάνων, στην πολιτική γλώσσα και στην κοινωνική απεύθυνση, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Η συζήτηση, έστω εκ των υστέρων, πρέπει να διεξαχθεί. Και όχι μόνο ως χρέος δημοκρατικής νομιμοποίησης.
• Τα προβλήματα που αφορούν το κόμμα ενυπάρχουν, φανερά ή λανθάνοντα, σε όλη τη διαδρομή μας. Αποκτούν όμως μια κρίσιμη διάσταση μετά το 2015. Συνοψίζονται στη σταθερή και εντεινόμενη τάση του πολιτικού παροπλισμού του. Στην κυριαρχία της λογικής της ανάθεσης, που χαρακτηρίζει όχι μόνο τη σχέση μας με τις κοινωνικές δυνάμεις, αλλά συμπεριλαμβάνει τη σχέση της ηγεσίας με τα μέλη. Για την περίοδο της διακυβέρνησης, διατυπώνεται στο κείμενο του “Απολογισμού” η εκτίμηση : “…Παραμελήσαμε ή παρακάμψαμε το κόμμα…και τις δημοκρατικές διαδικασίες που αφορούν τη συμμετοχή όλων των μελών και στελεχών του σε αποφάσεις εξαιρετικά δύσκολες…”. Η αναγωγή της ωστόσο στις έκτακτες συνθήκες των καταναγκασμών του 3ου Μνημονίου και στην πίεση του «πυκνού πολιτικού χρόνου» δεν συνιστά μια πειστική ερμηνεία. Παρακάμπτει το ουσιώδες: ως προς την παραγωγή πολιτικής και τη λήψη των αποφάσεων, η «κομματική κορυφή» λειτουργεί σαν κλειστό, αυτοαναφορικό σύστημα. Η πολιτική λειτουργία είναι το αποκλειστικό της προνόμιο. Και αυτό δεν αποτελεί αποκλειστικά ένα πρόβλημα δημοκρατικών διαδικασιών. Είναι το πρόπλασμα της μετάλλαξης.
• Ο εντοπισμός του προβλήματος δεν οδηγεί στην αντιμετώπισή του. Η κατάσταση παραμένει και παγιώνεται ως υπόδειγμα κατά την αντιπολιτευτική περίοδο. Η κομματική βάση υπάρχει μοναχά ως ακροατήριο. Εντούτοις, καμιά απολογιστική ερμηνεία και κανείς αυτοκριτικός αναστοχασμός δεν προτείνεται. Ως μοναδική απάντηση δρομολογείται η ριζική αλλαγή στον χαρακτήρα του Πολιτικού Υποκειμένου.
• Η αντίφαση στην απάντηση είναι έκδηλη : Στο κείμενο του “Απολογισμού” διατυπώνεται η εκτίμηση ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του ’19 “δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα”. Εμείς ωστόσο προχωράμε σε μια στρατηγικού χαρακτήρα μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα – παράταξη της κεντροαριστεράς, παρακάμπτοντας τα βασικά ερωτήματα: Ποια χαρακτηριστικά της αριστερής μας φυσιογνωμίας θεωρείται ότι εξάντλησαν τη δυναμική τους και ποιες κοινωνικές αναζητήσεις επιβάλλουν την εγκατάλειψή τους;
Πόσο έχει ενισχύσει την πολιτική μας δυναμική η επικέντρωση της απεύθυνση στον λεγόμενο μεσαίο κοινωνικό και πολιτικό χώρο;
Επιχειρώντας να απαντήσουμε, καταθέτουμε στον προσυνεδριακό διάλογο τις απόψεις μας πάνω σε ορισμένα σημεία που τα θεωρούμε σημαντικά:
> Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των πρωτοφανών ταξικών αντιθέσεων και της αφύπνισης των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση που συνεχίζει να παραπαίει στο έδαφος των κυρίαρχων δογμάτων του μονεταρισμού και της μεταδημοκρατίας. Η ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη και πάλι με την απειλή της εσωτερικής υποτίμησης και της φτωχοποίησης. Όλα αυτά μαζί όχι μόνο δεν αναιρούν την ανάγκη ύπαρξης ενός πολιτικού κόμματος του αριστερού ριζοσπαστισμού, αλλά την επιβεβαιώνουν περίτρανα, ως την διαχρονική, καταστατική συνθήκη της ύπαρξής μας.
> Το κόμμα μας πρέπει να συνεχίσει να οικοδομείται με αυτή την επιλογή. Ως Πολιτικό Υποκείμενο της μακράς ιστορικής διάρκειας, του καθαρού στρατηγικού ορίζοντα, των μικρών και μεγάλων κοινωνικών μετασχηματισμών που αποδομούν την καπιταλιστική κυριαρχία, της ριζοσπαστικής εναλλακτικότητας που γίνεται συγκεκριμένη, της σταθερότητας στις προτεραιότητες της πολιτικής εκπροσώπησης.
> Το κόμμα μας πρέπει να συγκροτείται ως ένα μαζικό, ισχυρό κόμμα. Που διεκδικεί και σημειώνει νίκες στο πεδίο της διακυβέρνησης και της πολιτικής εξουσίας, αλλά δεν περιχαρακώνεται σ΄ αυτό. Που δεν οριοθετεί τις πολιτικές πρακτικές του στο κράτος. Το κόμμα που θέλουμε δουλεύει συστηματικά μέσα στην κοινωνία. Συγχρωτίζεται με τις αντιφάσεις της και τις μετασχηματίζει σε αριστερό φρόνημα. Σε ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα. Αντλεί τη δύναμη και την αντοχή του από μια βαθιά κοινωνική γείωση. Η συνεκτική ταυτότητα είναι αναντικατάστατο στοιχείο.
> Με αφετηρία αυτή την οπτική, δηλώνουμε τη διαφωνία μας με τη διαφαινόμενη μεταμόρφωση του κόμματος σε πολιτικό σχηματισμό της κεντροαριστεράς και του εν γένει προοδευτικού χώρου. Η λογική της συγκρότησης του «νέου κόμματος» μέσω της «προσαρμογής» στη συγκυρία και σε μια υποθετική πολιτική «ζήτηση» είναι αδιέξοδη. Σε μια εποχή αντιπαράθεσης των συνολικών, μεγάλων αφηγήσεων, τα κόμματα αναφοράς δεν συγκροτούνται με όρους προσωρινότητας με κριτήριο την εκλογική αριθμητική. Η αποϊδεολογικοποίηση του κόμματος, δηλαδή η ρευστοποίηση της ταυτότητάς μας ώστε να χωρέσει τους πάντες, από την αριστερά μέχρι το «προοδευτικό κέντρο», θα εντείνει την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης των βασικών κοινωνικών μας αναφορών. Θα ρευστοποιήσει την ήδη ασταθή κομματική βάση. Θα οδηγήσει σ’ έναν αναλώσιμο, συστημικό πολιτικό σχηματισμό. Η συγκρότηση του «νέου» κόμματος με όρους “πολιτικής ενότητας”, θα καταλήξει νομοτελειακά σ’ ένα κόμμα – παράταξη “ορισμένου χρόνου”. Οι κατά καιρούς αποτυχημένες απόπειρες δεν φαίνεται να διδάσκουν. Η παράκαμψη της ιδεολογικής και πολιτικής τομής Αριστεράς/Δεξιάς απενοχοποιεί την ακροδεξιά.
> Το κρίσιμο πρόβλημα παραμένει: να ανακτήσει το κόμμα την πολιτική του λειτουργία ως συλλογική ενότητα. Να σταματήσει η υποκατάσταση των καταστατικών οργάνων από άτυπα πολιτικά κέντρα και νέες δομές που, ως επίφαση δημοκρατίας, θα επιτείνουν τον συγκεντρωτισμό. Να ανατραπεί η αποξένωση της βάσης από την πολιτική λειτουργία. Αυτό είναι το μείζον αίτημα. Αλλά η λύση δεν είναι να εκχωρηθούν στα μέλη, ενεργά ή ψηφιακά, διευρυμένα προνόμια εκλεκτορικού σώματος. Ούτε η δημοψηφισματική ενεργοποίησή τους. Η εμμονή στο νέο τρόπο εκλογής του προέδρου και της Κ.Ε., δηλαδή ο αρχηγοκεντρισμός, απλώς θα ολοκληρώσει τη μετάλλαξη σε ένα κόμμα «όπως όλα τα άλλα». Για την Αριστερά όπως την ξέρουμε (και δεν θέλουμε να την ξεχάσουμε) αυτό ισοδυναμεί με το «μη – κόμμα».
Αθήνα, 11 Απριλίου 2022