Της Ελευθερίας Μηλάκη
Όσο η Ελλάδα παρακολουθεί σοκαρισμένη την υπόθεση της Πάτρας, δεν σοκάρομαι καθόλου. Υπάρχει τόση κακοήθεια στην κοινωνία μας, που θα περίμενα και κάτι ακόμα χειρότερο. Όμως όλο αυτό με έκανε να σκεφτώ πώς ήταν για τα κορίτσια που μεγάλωσαν τη δεκαετία του ’80 και του ’90 το να μεγαλώνεις στην Ελλάδα. Όχι για να δικαιολογήσω το φρικιαστικό έγκλημα, αλλά για να εντοπίσω από που προέρχεται η τόση βρωμιά…
Μπορώ να πω ότι σαν παιδί, μέχρι περίπου τα 13-14 έζησα ειδυλλιακά. Πάσχα, Χριστούγεννα και σαββατοκύριακα στο χωριό με τη γιαγιά, ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού με αδέρφια και ξαδέρφια, συνεχές διάβασμα παιδικών βιβλίων και περιοδικών, μετά το σχολείο πήγαινα στο γραφείο της μητέρας μου, η οποία μου αγόραζε τοστ, ατομική πίτσα, φράουλες και άλλα φρούτα, ενώ όταν έγινε το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ τρώγαμε κομπόστες ροδάκινο. Κάποιο από εκείνα τα χρόνια εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αγορά το παστεριωμένο αγελαδινό γάλα. Μέχρι τότε πίναμε μόνο εβαπορέ. Κάθε Πρωτοχρονιά διαλέγαμε το δώρο που θέλαμε να μας φέρει ο… Άη Βασίλης, οι συγγενείς μας έδιναν την «καλή χέρα», λέγαμε τα κάλαντα, το Πάσχα φτιάχναμε με τη γιαγιά τα παραδοσιακά πασχαλινά γλυκά και πηγαίναμε στην εκκλησία με τις λαμπάδες μας, φορώντας καινούρια ρούχα σε χαρούμενα ανοιξιάτικα χρώματα… Με τα μαθήματα δεν είχα κανένα πρόβλημα, ενώ τα πήγαινα επίσης πολύ καλά στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών.
Στο σπίτι το θέμα ήταν ότι η μητέρα μου εργαζόταν και παράλληλα έπρεπε να φροντίζει το νοικοκυριό και τα παιδιά. Όμως νομίζω πως αυτό αποτελεί μικρότερη δυστυχία από το να είσαι αποκλειστικά μητέρα και νοικοκυρά χωρίς να εργάζεσαι, γιατί η κοινωνία μας δεν έχει και δεν είχε ποτέ την κουλτούρα να εκτιμά την προσφορά της γυναίκας, όταν αυτή δεν μεταφράζεται σε χρήμα. Επίσης η μητέρα ήταν φαινομενικά πολύ «κουλ» στον τρόπο ανατροφής, δεν έβαζε κανενός είδους κανόνες. Είχαμε απόλυτη ελευθερία, την οποία όμως δεν την καταχραστήκαμε ποτέ. Τα μαθήματά μας τα διαβάζαμε. Ένα αυτοαπασχολούμενο παιδί, που διαβάζει μόνο του και παίζει μόνο του αν χρειαστεί, αυτό ήμουν. Μπροστά στα παιδιά απαγορευόταν να συζητιούνται οικονομικά θέματα. Επίσης αν οι γονείς μου μου έδωσαν ένα μάθημα, ήταν ότι πρέπει να εκτιμούμε και να σεβόμαστε όλους τους ανθρώπους, ότι όλοι αξίζουν… Άκουγα βέβαια στο χωριό διάφορα κακοήθη κουτσομπολιά, ιδίως σε βάρος γυναικών, αλλά δεν μπορούσα να κατανοήσω τον τρόπο που επιδρούσαν πάνω μου και φυσικά δεν ήταν ικανά να διαταράξουν την ακλόνητη πεποίθησή μου ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί», όλοι είναι «σαν εμάς», δηλαδή «δεν σκοτώνουν, δεν κλέβουν, δεν λένε ψέματα, δεν εκμεταλλεύονται, δεν πατάνε επί πτωμάτων, δεν προδίδουν, δεν μισούν». Και όμως κάποια στιγμή, από το γυμνάσιο και μετά, ένιωθα σαν να είχα δηλητηριαστεί ηθικά, ψυχικά. Και όχι, δεν έφταιγε η μαμά μου.
Το σχολείο έκανε ένα σοβαρότατο λάθος, το οποίο ειδικά από το γυμνάσιο και μετά, έγινε ανυπόφορο. Θυμάμαι συγκεκριμένα στη δευτέρα γυμνασίου μια φιλόλογο, η οποία μας έβαζε στα Νέα Ελληνικά και σε άλλα μαθήματα υπερβολικά πολλές εργασίες, τις οποίες δεν έκανε κανείς εκτός από εμένα. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα, γιατί το ίδιο είχε συμβεί και σε άλλες τάξεις και με άλλους καθηγητές. Τι σήμαινε αυτό; Άρχιζαν από πολύ νωρίς να εξαντλούν τις δυνάμεις των πιο εργατικών και των πιο καλών μαθητών, για να μην είναι σε θέση αργότερα, στην κρίσιμη μάχη τον Πανελληνίων, να πετύχουν την πρώτη τους επιλογή. Και να μην είναι ούτε σε θέση να φύγουν για σπουδές στο εξωτερικό, όπως τόσοι άλλοι. Είναι τρομερό αυτό που μας έκαναν. Θυμάμαι στην πρώτη λυκείου προσπαθούσα ταυτόχρονα να είμαι καλή στο σχολείο, στα αρχαία, στα μαθηματικά και τα λοιπά και παράλληλα πήρα το πτυχίο των αγγλικών και των γερμανικών, ενώ παράλληλα πήγαινα και στο ωδείο. Η καθηγήτριά μου στο ωδείο βλέποντας ότι ήμουν καλή και μελετούσα πολύ, μου έβαζε να μελετήσω όλο και περισσότερα πιο δύσκολα κομμάτια, με αποτέλεσμα να εξαντληθώ και να μην συνεχίσω την επόμενη χρονιά. Έτσι φέρονταν οι δάσκαλοι σε όποιο μαθητή ήθελε να δίνει πάντα τον καλύτερό του εαυτό. Ευτυχώς υπήρξαν και λίγοι καθηγητές εξαιρετικοί, που άξιζε τον κόπο να τους παρακολουθείς και να κάνεις τις εργασίες που ανέθεταν. Ήταν αρκετοί οι αγαπημένοι μου, αλλά η πιο αγαπημένη μου, που αποτέλεσε για μένα πρότυπο γυναίκας, ήταν η κα Μαρία, καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας. Η αγάπη για την επιστήμη της ήταν μεταδοτική, ενώ η ζωή της ήταν ένα παράδειγμα γυναικείας δύναμης. Αν και ήθελα να γίνω γιατρός! Ήμουν μαθήτρια γυμνασίου στα Χανιά, όταν μας πήραν τηλέφωνο ότι αρρώστησε η γιαγιά και πήγαμε αμέσως στο Ηράκλειο, στο τότε ΠΕΠΑΓΝΗ που ήταν τότε καινούριο. Δεν είχα καταλάβει ακόμη πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση της γιαγιάς, δεν είχα αντιληφθεί την τραγική κατάληξη. Μόλις μπήκα στο νοσοκομείο η ατμόσφαιρα με ενθουσίασε, μου ήρθε στο μυαλό η σκέψη «αν δουλέψω εδώ βοηθώντας τους ανθρώπους, θα νιώθω και εγώ ότι αξίζω». Είχα πολλή μεγάλη ανάγκη να αξίζω και όχι, δεν έφταιγε το σχολείο μου για αυτό, ούτε τα αγγλικά, ούτε οι καθηγητές/ριες που απαιτούσαν πολλά από λίγους.
Στο λύκειο, στο Καπετανάκειο, υπήρχε σε ένα τοίχο ένα σύνθημα που έλεγε «η τηλεόραση είναι νταντά πληθωρική και ασύδοτη». Πράγματι. Με τη γιαγιά μου βλέπαμε τη Μενεγάκη, όταν ακόμα ήταν βοηθητική με τον Πολυχρονίου. Λάτρευε τον Πολυχρονίου η γιαγιά, όπως και τον Μπονάτσο. Αυτό το θέαμα ήταν πάρα πολύ μεγάλο χαστούκι για ένα κορίτσι στην αρχή της εφηβείας. Όταν μάλιστα είδαμε τα πρώτα καλλιστεία της σταρ Ελλάς με ένα στέμα ίσαμε το μπόι τους, τότε κατέρρευσα ολοκληρωτικά. Πόσο ύπουλο χτύπημα στις μαθήτριες που μέχρι τότε νόμιζαν ότι «η γνώση είναι δύναμη» και ότι αρκεί να διαβάζεις, να διαβάζεις, να διαβάζεις. «Ζιαβάζω, Ζιαβάζω, Ζιαβάζω» κυρία Ελένη, έλεγε η Ελένη από τη Ρωσία… Αυτό είχε μάθει να κάνει και αυτό έκανε. Αντιθέτως η μπέιμπι σίττερ της εποχής, η τηλεόραση, επιδρούσε στον ψυχισμό των παιδιών ύπουλα, σαν ένα σκουλήκι που αναπτύχθηκε και άρχισε να νιώθει σαν φίδι. Όλο αυτό το εφιαλτικό συνονθύλευμα ήταν ικανό να αρρωστήσει παιδιά και παιδιά τότε, που δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ, ούτε ίνσταγκραμ, ούτε σόσιαλ μίντια, ούτε κινητά. Φανταστείτε τι γίνεται τώρα στις ψυχές των παιδιών. Μια φορά είχα γνωρίσει μια κοπέλα, η οποία εργαζόταν σε μια μεγάλη εταιρία. Μου μίλησε για τη ζωή της, για τα ταξίδια που είχε κάνει, για την ανεξαρτησία. «Αν δεν είχα επενδύσει στη μόρφωση και στα ταξίδια, θα είχα άλλο ένα σπίτι», πρόσθεσε στο τέλος. Η απόσβεση… Το πιο περίεργο από όλα είναι ότι όλες αυτές οι κυρίες που προκαλούσαν κατάθλιψη στα αθώα πλάσματα, τώρα παρουσιάζονται πλέον ώριμες, εκλεπτυσμένες, σοφιστικέ, κοτζάμ καθηγήτριες πανεπιστημίου. Τώρα βέβαια πλέον οι νέες «καλλονές» έχουν και πτυχίο και το προφίσιενσι και από όλα! Και εσύ στη θέση τους το ίδιο θα έκανες, μου είπε μια φίλη. Όχι. Θα προτιμούσα να ζω στο Αφγανιστάν, από το να κάνω ηθελημένα άλλες γυναίκες να παθαίνουν κατάθλιψη βλέποντας την εικόνα μου.
Ευτυχώς δεν βρέθηκα στη θέση αυτή. Γιατί οι άνθρωποι αντιμετωπίστηκαν από το σύστημα του καταναλωτισμού ως θρεφτάρια σε σφαγείο. Ένα μεγάλο παζάρι κατάντησε η ζωή. Νύχια, κομμωτήριο, σκοτώνω, όπως εύστοχα το έθεσε ο Λάκης Λαζόπουλος. Οι άνθρωποι έγιναν κακοήθεις, θέλουν να πουλάνε ομορφιά, εξυπνάδα, επιτυχία. Θέλουν να είναι «καλύτεροί» σου και αν είσαι «καλύτερος» σε κάτι δεν το αντέχουν και φεύγουν τρέχοντας μακριά. «Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου;» Με είχε ρωτήσει μια φορά σε ένα πάρτυ στην Αθήνα, αμέσως μόλις με συνάντησε, η Μ.Κ., που ήθελε να κάνει παρέα «με καλό κόσμο». Αυτό το φαινόμενο το συνάντησα και εδώ στο Ηράκλειο. Ανταγωνισμός, φιλοδοξία με την κακή έννοια, επιφανειακές σχέσεις με μοναδικό στόχο να εξυπηρετούν την «εικόνα» τους. Η ειλικρίνεια έχει εξοριστεί. Τελικά όμως όσο και να χαίρεσαι με το πάθημα του φίλου σου, όσο και να λυπάσαι με την ευτυχία ή την επιτυχία του, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να χάσεις ένα φίλο. Και δεν έχει όλος ο κόσμος ένα φίλο… Ο πραγματικός κόσμος, όχι ο ψεύτικος ή τέλος πάντων αμφιβόλου αλήθειας κόσμος των «επωνύμων», που τους είχα δει σε ένα βίντεο από βάπτιση να χαριεντίζονται σχετικά με την απόκτηση επιπλέον παιδιών και ελάχιστα χρόνια μετά ήταν όλοι παντρεμένοι με άλλους και βάπτιζαν τα καινούρια τους παιδιά – αξεσουάρ.