Της Ελευθερίας Μηλάκη
Οι συμμαθήτριές μας από την πρώην Σοβιετική Ένωση είχαν μεγάλη ιδέα για τους εαυτούς τους…
Στο γυμνάσιο μου, στα Χανιά, το 1992 ή 1993 είχαν έρθει στο σχολείο μας δύο κορίτσια από την Ουκρανία. Τις θυμάμαι ήταν πάντα μόνες στο διάλειμμα, δεν είχαν καμία διάθεση για γνωριμίες. Έδειχναν σοβαρές, ανέκφραστες, αγέλαστες. Είχαν η μία την άλλη. Είχαν ένα ύφος ιδιαίτερα ακατάδεχτο. Η μία είχε μια πολύ μακριά καστανή αλογοουρά, η άλλη ήταν ξανθιά με σχιστά μάτια. Ήταν η Ina και η Svetlana. Τα πειραχτήρια του σχολείου, αυτά που πείραζαν και εμένα επειδή ήμουν “φυτό από Ηράκλειο”, τις πείραζαν. Πώς σε λένε; Τις ρωτούσαν ο Σήφης και ο Σταύρος. Σβέτα, τους πετούσε αδιάφορα, φανερά ενοχλημένη. Πώς είπες; Σερβιέτ@; Χα, χα, χα! Και σκούσαν στα γέλια, ενώ αυτές του κοιτούσαν θυμωμένα. Για να πω την αλήθεια και εμένα με πείραζαν πολύ και όχι μόνο τα “επίσημα” πειραχτήρια, αλλά και άλλοι, κορίτσια και αγόρια. Η Ειρήνη και η Χρυσάνθη, τα μοχθηρά κορίτσια, μου έκαναν άγριο μπούλινγκ, επειδή έπαιρνα τους καλύτερους βαθμούς. Και κάποια αγόρια με κορόιδευαν για το ντύσιμό μου, επειδή τότε είχα αδυνατίσει υπερβολικά και μου άρεσε να φοράω ρούχα της μητέρας μου από τη δεκαετία του ’70, μακριές φούστες κτλ… Για το λόγο αυτό ένιωθα συμπάθεια για τις Ουκρανές συμμαθήτριες, που πρέπει να ήταν και λίγο μεγαλύτερες σε ηλικία από εμένα, αλλά τις έβαλαν στο γυμνάσιο αντί για λύκειο, γιατί δεν μιλούσαν λέξη ελληνικά. Ήθελα να γνωριστούμε, ίσως και να γίνουμε φίλες, να μιλήσουμε έστω αγγλικά, αλλά δεν είχαν καμία διάθεση ούτε να μάθουν ελληνικά, ούτε να κάνουν φίλους. Τότε δεν καταλαβαίναμε το γιατί. Το να είσαι τόσο περήφανος για τον εαυτό σου ήταν κάτι ξένο στην ιδιοσυγκρασία μου. Αν και όλοι μου οι πρόγονοι, από τους γονείς μέχρι τους προπαππούδες, έδειχναν ότι είχαν αυτή την έμφυτη αυτοπεποίθηση. Πίστευα ότι για να είμαι περήφανη για μένα πρέπει πάντα να προσπαθώ πάρα πολύ και να παίρνω είκοσι. Αν έπαιρνα δεκαεννιά θρηνούσα. Και επίσης να αδυνατίζω όσο περισσότερο μπορούσα… Μάλλον η εκπαίδευση στην πρώην Σοβιετική Ένωση κάτι έκανε πολύ καλά, ενώ το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα από μόνο του, χωρίς να υπολογίσεις τις άλλες επιρροές, κοιτούσε πως να αποδυναμώσει τους καλύτερους…
Πιο παλιά, όταν ήμουν στο δημοτικό, στο 6ο δημοτικό στο Ηράκλειο, ήρθε μια συμμαθήτρια, η Λίζα, από τη Ρωσία, που ήταν μισή Ελληνίδα. Ήταν 1988 ή αρχές 1989. Με τη Λίζα μιλούσα, ήταν λίγο φιλική, μιλούσε και άνετα ελληνικά. Νομίζω η μητέρα της ήταν Ελληνίδα. Μιλούσε όμως με πολλή νοσταλγία για την πατρίδα της, με τρόπο σχεδόν υποτιμητικό για την Ελλάδα… Συγκρίνοντας το πρώην σχολείο της με το δικό μας ήταν τρομερά απογοητευμένη. Δεν είχαμε ούτε γυμναστήριο, ούτε πισίνα, τίποτα… Εμείς τότε δεν νιώθαμε ότι ήμασταν… υποανάπτυκτοι! Για την ακρίβεια, δεν ξέραμε ότι θα μπορούσαμε να είχαμε καλύτερο σχολείο. Προσωπικά ήμουν ευχαριστημένη, αν είχαμε καλό δάσκαλο!
Ήρθε η στιγμή που γίναμε και εμείς Ίνες και Σβετλάνες και Λίζες και Ελένες… Ψάχναμε για δουλειά στο εξωτερικό με άδειες τσέπες, ενώ ως τότε είχαμε ζήσει όχι σαν νεόπλουτοι, αλλά δεν είχαμε γνωρίσει και την ανέχεια. Βρεθήκαμε απελπισμένες, μόνες, κάποιες με μικρά παιδιά… Και χωρίς να έχουμε ζήσει κανένα μεγαλείο ποτέ. Μόνο μια γεύση ευημερίας για τα παιδιά και τα εγγόνια των εργατών και των αγροτών και των κρατικών υπαλλήλων, που χάθηκε σαν όνειρο.