Της Ελευθερίας Μηλάκη
Αυτή τη μέρα δεν θα την ξεχάσω. Επιστρέφοντας στο σπίτι από μία σπάνια σαββατιάτικη έξοδο, διάβασα την είδηση ότι ο μικρός Rayan που είχε παγιδευτεί για μέρες σε πηγάδι πέντε μέτρων στο Μαρόκο, είναι νεκρός. Το περίμενα ότι αυτή θα ήταν η κατάληξη. Ήταν φανερό. Τα μέσα ενημέρωσης μετέδιδαν ότι μαζευόταν κόσμος και απαιτούσε να γίνει κάτι, γρήγορα, ενώ οι αρχές έκαναν έκκληση στον κόσμο να μην εμποδίζει το έργο των διασωστών… Τα βράδια, πριν κοιμηθώ, κοιτούσα το πυροσβεστικό κράνος του αγαπημένου μου πατέρα να φωσφορίζει στο σκοτάδι, πάνω στη βιβλιοθήκη, και ευχόμουν να μπορούσε να σηκωθεί, να πάει να σώσει το παιδί… Είμαι σίγουρη ότι αν ήταν εκεί θα τον έσωζε, όπως είχε σώσει παλιά τους σπηλαιολόγους που είχαν παγιδευτεί σε σπήλαιο για μέρες… Τότε σπούδαζα στο εξωτερικό, όμως έλειπε για μέρες από το σπίτι. Η μικρή μου αδερφή είχε μείνει μόνη στο σπίτι και πήγαν ασθενείς να τη φροντίσουν και τους δάγκωσε ο σκύλος… Έφυγαν και πήγαν άλλοι συγγενείς…
Ήμουν στο Μαρόκο ένα χρόνο πριν, το 2007. Ήταν Σεπτέμβριος, ήταν εθνικές εκλογές. Ήταν ένα ταξίδι ζωής για μένα, που πρώτη φορά ταξίδευα εκτός Ευρώπης. Ένα ταξίδι όχι απλά τουριστικό, γιατί δεν μου αρέσουν τα κλασικά τουριστικά ταξίδια με πρακτορείο, γκρουπ, ξεναγούς κτλ. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι ο κόσμος δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τις εκλογές, δεν πήγαιναν να ψηφίσουν, δεν τους ενδιέφερε καν να συζητήσουν σχετικά, να βγουν στους δρόμους, να κάνουν ένα καβγά για τα πολιτικά. Δεν τα έβλεπαν ούτε στην τηλεόραση. Ο απλός λαός είχε παραιτηθεί. Δεν πίστευε ότι κανείς μπορούσε να αλλάξει τη ζωή του, να δώσει λύσεις στα αγωνιώδη του προβλήματα, όπως για παράδειγμα η ανεργία των νέων και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Βασίζονταν στην οικογένεια, στις μαμάδες κυρίως και στις γιαγιάδες. Οι άντρες συχνά δεν άντεχαν, το έριχναν στο ποτό και τους έπαιρνε «ο διάολος». Όπως στην οικογένεια των φίλων μου, μαύρων ιθαγενών του Μαρόκου. Στην οικογένεια εκείνη τα παιδιά μεγάλωσαν με τη μητέρα και τη γιαγιά, καθώς οι γονείς είχαν χωρίσει. Η μια αδερφή παντρεύτηκε ένα Γάλλο που τον γνώρισε στο ίντερντ και μετανάστευσε στη Γαλλία. Οι δυο γιοι πάλευαν για το μεροκάματο, ενώ και η μητέρα τους δούλευε σε σπίτια, σαν μαγείρισσα και οικιακή βοηθός. Η αγαπημένη τους γιαγιά είχε πια πεθάνει. Για πολλούς νέους στις χώρες της βορείου Αφρικής το όνειρο είναι η μετανάστευση, με κάθε τρόπο, καθώς συχνά περνάνε όλοι μέρα άνεργοι, ακουμπισμένοι σε έναν τοίχο… Σκοτώνοντας την ώρα τους, καπνίζοντας ναργιλέ, ψαρεύοντας, πίνοντας τσάι με κλαδιά μέντας μέσα στο ποτηράκι, ψωνίζοντας από τις λαϊκές αγορές και τα παζάρια, όπου αδύνατες, ταλαιπωρημένες γάτες έψαχναν κάτι να φάνε.
Σε μια σχετικά τουριστική περιοχή οι τιμές για παράδειγμα στα τρόφιμα, αλλά και στα υπόλοιπα είδη ήταν το ένα τρίτο των τιμών για παράδειγμα στο Ηράκλειο. Μια κοινωνία εγκαταλελειμένη στη μοίρα της, που μοιρολατρικά βίωνε στωικά τη φτώχεια, την έλλειψη ελπίδας, την απουσία του κράτους. Αυτοί που ήταν λίγο πιο ευκατάστατοι και μπορούσαν να σπουδάσουν, είχαν κάποιες ελπίδες να μείνουν στη χώρα τους, να βρουν κάποια δουλειά για παράδειγμα ως καθηγητές σε κάποιο ιδιωτικό σχολείο ή κολέγιο, αυτοί είχαν κάποιο είδος εθνικής περηφάνειας και ζούσαν κάπως πιο φυσιολογικά, μερικοί πήγαιναν και στη Γαλλία, για σπουδές ή διακοπές ή και για δουλειά. Αυτοί που δεν είχαν «χαρτιά» για να πάνε Ευρώπη ήταν οι φτωχοί, μόνο που ήταν πολλοί, δεν ήταν μια μικρή μειοψηφία, που έπρεπε κάποιοι φιλάνθρωποι να τους προστατέψουν ως «ευάλωτες ή ευπαθείς κοινωνικές ομάδες». Με τον ίδιο τρόπο εδώ μιλάνε για «τα φτωχά νοικοκυριά», τους «πιο ευάλωτους συμπολίτες μας», λες και είναι κάποιοι ελάχιστοι και κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ήδη ανήκει ή κινδυνεύει να ανήκει σε αυτούς. Ήταν η μεγάλη πλειοψηφία, ενώ ήταν και αυτοί που κέρδιζαν κάποιο μικρό εισόδημα από τον τουρισμό ή και πλούτιζαν από αυτόν. Είχαν κόψει ένα δασάκι με φοίνικες για να χτιστεί ξενοδοχείο. Κανείς δεν έδινε δεκάρα για το περιβάλλον, ενώ αν είχες «μέσον» και χρήμα «καθάριζες». Διαφθορά, αδιαφορία για το λαό, ακόμα και για τη μόρφωσή του. Οι άνθρωποι όμως εκεί αγαπούσαν τη μόρφωση, μάθαιναν ξένες γλώσσες και μόνοι τους, μιλούσαν γαλλικά, ακόμα και αγγλικά. Τα παιδιά στο ξενοδοχείο χαίρονταν που τους έδωσα μερικά φιλοδωρήματα, λίγα ευρώ. Με ρώτησαν αν είμαι… Ελληνοαμερικανίδα. Μάλλον νόμισαν ότι είμαι… πλούσια και ότι οι… πλούσιοι Έλληνες έρχονται από την Αμερική! Μιλούσαν ευτυχώς αγγλικά, γιατί είχα νιώσει τόσο άσχημα που δεν μπορούσα να μιλήσω γαλλικά, που όταν επέστρεψα στην Ελλάδα βρήκα μια καθηγήτρια και ξεκίνησα ιδιαίτερα μαθήματα…
Αυτό το συναίσθημα, αυτή η αίσθηση της εγκαταλειμένης κοινωνίας είναι αισθητή τώρα στη χώρα μας περισσότερο από ποτέ, δεν νομίζω ότι είναι απλά ιδεά μου. Είναι μια αίσθηση μόνιμη, κουραστική. Τα νοσοκομεία και οι δημόσιες δομές δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τον κορωνοϊό, αν έχει κανείς κάτι άλλο προσπαθεί να βρει ιδιωτικές λύσεις… Τα παιδιά έχασαν τα μαθήματά τους, η τηλεργασία δεν ήταν επαρκής, όποιος είχε τη δυνατότητα πλήρωνε δασκάλους, για να βοηθάνε τα παιδιά, αφού και τα φροντιστήρια δούλευαν με τηλεργασία. Και τώρα που αρρωσταίνουν τα παιδιά και μένουν στο σπίτι και χάνουν μαθήματα, ποιος τα βοηθάει; Οι γονείς αν μπορούν, αλλιώς πρέπει πάλι να πληρώσουν. Σεισμοί, πλημμύρες, χιόνια. Τελικά ενός κακού μύρια έπονται. Οι νέοι που έχουν καταφέρει να φτιάξουν μια ζωή στο εξωτερικό, κυρίως επειδή έχουν μια περιζήτητη ειδικότητα π.χ. πληροφορική ή ιατρική ή νοσηλευτική, δεν θέλουν να επιστρέψουν. Να κάνουν τι; Να είναι βάρους στους γονείς με τις συντάξεις – φιλοδωρήματα; Αυτή η αίσθηση θλίψης, η αίσθηση ότι κάποιος μας εξαπατά… Οι Έλληνες όμως πάντα ενδιαφέρονταν για τα πολιτικά, για τα κοινά, με λιγότερο ή περισσότερο αγνά κίνητρα. Στα καφενεία, στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν πρέπει να επέλθει η μεγάλη παραίτηση, το κλείσιμο των ανθρώπων στον εαυτό τους και στο μικρόκοσμό του ο καθένας. Η περίπτωση του μικρού Ryan ήταν σοκαριστική, εκκωφαντική, είναι σαν να έγινε εδώ, στην Ελλάδα. Είναι σαν να πέθανε για να ξυπνήσουμε, να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας. Να μην γίνουμε έτσι. Να μην βασιλέψει η ανικανότητα, η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης αξίας. Ήταν μια δύσκολη επιχείρηση, όμως δεν μπορεί να έφταιξε μόνο αυτό. Η παράλυση του κράτους και της πολιτικής προστασίας είναι σύμπτωμα παρακμής. Γιατί χρόνο υπήρχε. Το παιδί ήταν ζωντανό. Δεν είναι ότι έγινε μια αστραπιαία καταστροφή, στην οποία ο ανθρώπινος παράγοντας δεν είχε το χρόνο να αντιδράσει. Μια βδομάδα αγωνίας, με τους Μαροκινούς σε όλο τον κόσμο να παρακολουθούν την εξέλιξη χωρίς να κοιμούνται. Κατά βάθος μάλλον την περίμεναν την εξέλιξη, όποιος ξέρει λίγο πώς ήταν τα πράγματα στη χώρα, το περίμενε. Το πρωί βλέπαμε ζωντανά την ενθρόνιση του νέου αρχιεπισκόπου Κρήτης στον Άγιο Μηνά. Οι επίσημοι ήταν επίσημοι και ωραίοι, υπήρχε λάμψη, μεγαλοπρέπεια, ηλιόλουστος καιρός… Μου φαίνεται πως ο ελληνικός λαός από ένα είδος αξιοπρέπειας παριστάνει ότι δεν υποφέρει, ότι δεν δυσκολεύεται, ότι δεν φοβάται, ότι είναι όλα καλά και αισιόδοξα. Μια άλλη ομάδα, οι Έλληνες rich and/or famous, δείχνουν καθημερινά εικόνες από τη ζωή και την καθημερινότητά τους λες και η «ομορφιά» ή/και η χλιδή είναι κάτι που μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο… Λες και θα κάνει κάποια διαφορά στη ζωή των πολλών το γεγονός ότι λίγοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα, ή και αν έχουν, μπορούν να τα παλέψουν με αξιοπρέπεια. Το αθώο μικρό παιδί που πέθανε με τόσο αργόσυρτα βασανιστικό τρόπο θα πρέπει να γίνει ο άγιος μας, ήταν το παιδί ενός εργάτη που έπαιζε κοντά στον πατέρα του που εργαζόταν στα έργα. Ή μάλλον το παιδί ενός εργάτη αξίζει λιγότερο από το παιδί ενός βασιλιά; Τον αγαπάνε όμως το βασιλιά τους οι Μαροκινοί, ποιος ξέρει γιατί… Αλήθεια, αν η αγάπη και η αλήθεια ήταν το νόμισμα, πόσοι νομίζετε ότι δεν θα είχαν χρέη; Ο μικρός «άγιος» Ryan καταγγέλλει με το τραγικό του τέλος τη χρεοκοπία μιας ανθρωπότητας.