Εξονυχιστικούς και συστηματικούς ελέγχους σε «λέσχες φιλάθλων», σε συνδέσμους, εντευκτήρια κ.λπ., προκειμένου να διακριβωθεί η νομιμότητα της λειτουργίας τους, καθώς και η διερεύνηση τέλεσης εγκλημάτων που διώκονται αυτεπάγγελτα ζητά η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προς τους εισαγγελείς Πρωτοδικών της χώρας.
Με αφορμή τα πρόσφατα θλιβερά περιστατικά έξαρσης βίας, με αποκορύφωμα την εν ψυχρώ δολοφονία του 19χρονου Άλκη στη Θεσσαλονίκη, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ζαχαρίας Κοκκινάκης, αρμόδιος για θέματα αθλητισμού, με εγκύκλιο που εξέδωσε θέτει σε εγρήγορση τους συναδέλφους του και βάζει στο «κάδρο» των ερευνώμενων αδικημάτων, όταν αυτά τελούνται από περισσότερα πρόσωπα, και το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην εγκύκλιο στον ρόλο των σωματείων των ομάδων, τις αποκαλούμενες «λέσχες φιλάθλων» και τις ποινικές ευθύνες που απορρέουν από την παράνομη λειτουργία τους, τονίζοντας ότι όσες εξ αυτών λειτουργούν χωρίς την άδεια της αστυνομικής αρχής, οι υπεύθυνοι τιμωρούνται με βάση τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Κι αυτό γιατί, όπως σημειώνει ο εισαγγελέας:
«Έχει παρατηρηθεί ότι ομάδες δραστών ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων βίας, τελουμένων από “οπαδικά” κίνητρα, ή με επίφαση αθλητικό υπόβαθρο, έχουν ενταχθεί “ως φίλαθλοι” σε λέσχες φιλάθλων, ενώ γραφεία και εντευκτήρια, λειτουργούντα προφανώς παράνομα, αποτελούν “ορμητήρια” των δραστών αυτών για την τέλεση τέτοιων πράξεων και χώρους απόκρυψης όπλων».
Ο κ. Κοκκινάκης επισημαίνει στην εγκύκλιό του ότι «εν όψει των μέτρων περιορισμού του αριθμού των φιλάθλων στους αθλητικούς χώρους, η τέλεση εγκλημάτων βίας με αθλητικό υπόβαθρο έχει μεταφερθεί εκτός των αθλητικών χώρων, ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, δράστες με “οπαδικά” κίνητρα ή επικαλούμενοι τέτοια κίνητρα, διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών, ληστείες, παραβάσεις του νόμου περί όπλων, ναρκωτικών». Και ως εκ τούτου «η δραστική αντιμετώπιση αυτής της μορφής εγκληματικότητας είναι επιτακτική ανάγκη» ώστε να μη μένουν «ορφανές» τέτοιου είδους δικογραφίες και να μην καταλήγουν στο «αρχείο αγνώστων δραστών». Για τον λόγο αυτό ζητά από τους εισαγγελείς με την αξιοποίηση όλων των νόμιμων μέσων να προχωρούν στην άμεση ταυτοποίηση των δραστών και αν μεν πρόκειται για πλημμελήματα να ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία και να παραπέμπονται αμέσως στο εδώλιο, ενώ αν πρόκειται για οργανωμένο σχέδιο με περισσότερους δράστες να ερευνάται αν η αξιόποινη συμπεριφορά τους οδηγεί σε εγκληματική οργάνωση.
Μάλιστα, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, επικαλούμενος σχετικές διατάξεις του νόμου επισημαίνει ότι συνιστά επιβαρυντική περίσταση η διάπραξη ανάλογων αδικημάτων από τους δράστες στο παρελθόν, γι’ αυτό θα πρέπει να μην αναστέλλεται η ποινή τους και να μην τους δίνεται η δυνατότητα ούτε για παροχή κοινωφελούς εργασίας και να απαγορεύεται στους δράστες η παρακολούθηση αθλητικών εκδηλώσεων από δύο έως πέντε χρόνια.
Παράλληλα, με παραγγελία του Αθλητικού Εισαγγελέα Κώστα Σπυρόπουλου προς τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές ξεκίνησε έρευνα στο πλαίσιο της οποίας θα διερευνηθεί αν έχουν τελεστεί και στην Αθήνα τυχόν αδικήματα αθλητικής βίας ή συναφών αυτής αξιόποινες πράξεις.
Αφορμή της παραγγελίας του κ. Σπυρόπουλου αποτέλεσε το περιστατικό της Θεσσαλονίκης, ενώ στο πλαίσιο της έρευνας εντάσσονται και οι έφοδοι σε γραφεία αθλητικών συνδέσμων της πρωτεύουσας.