Οριστική απόφαση για τα επιτόκια της ΕΚΤ θα ληφθεί τον Μάρτιο, σύμφωνα με την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να αυξηθούν εντός του έτους. Κατά τη συνέντευξη Τύπου, η επικεφαλής της ΕΚΤ, εξήγησε ότι θα εξεταστούν τα δεδομένα που έχει προκαλέσει η εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού, αποφεύγοντας να δεσμευθεί για το πάγωμα των επιτοκίων, όπως έκανε έως τώρα.
Νωρίτερα η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι δεν μεταβάλλει για την ώρα τη νομισματική της πολιτική, σημειώνοντας ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα του, ανάλογα με την περίπτωση, για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα».
Σε αντίθεση με ό,τι έλεγε μέχρι πρόσφατα, η Κριστίν Λαγκάρντ υποστήριξε ότι οι δεσμεύσεις θα πρέπει να στηρίζονται σε δεδομένα και δεν μπορεί να τίθενται «άνευ όρων», παραδεχόμενη ότι τόσο η ίδια όσο και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες που μετέχουν στο ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξεπλάγησαν δυσάρεστα από την άνοδο που κατέγραψε ο πληθωρισμός τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της ΕΚΤ, η τράπεζα πλέον διαπιστώνει αυξημένους κινδύνους για περαιτέρω επιδείνωση του πληθωρισμού βραχυχρόνια. Ωστόσο, θα εξετάσει τα δεδομένα όπως αυτά θα έχουν διαμορφωθεί έως τον Μάρτιο, οπότε θα συνεδριάσει εκ νέου το διοικητικό της Τράπεζας.
Υψηλός στο εγγύς μέλλον ο πληθωρισμός
Όσον αφορά στην πορεία του πληθωρισμού, η Κριστίν Λαγκάρντ υπερασπίστηκε τις προβλέψεις των οικονομολόγων της ΕΚΤ παρά τις προφανείς αστοχίες τους.
Να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ εκτιμά πλέον ότι είναι πιθανό να παραμείνει υψηλός στο εγγύς μέλλον, κυρίως λόγω των τιμών της ενέργειας.
Ο άμεσος αντίκτυπος από τις τιμές της ενέργειας αντιπροσώπευε πάνω από το ήμισυ του μετρούμενου πληθωρισμού τον Ιανουάριο, ενώ το ενεργειακό κόστος ωθεί τις τιμές σε πολλούς τομείς.
Η ΕΚΤ διαπιστώνει ακόμη ότι οι τιμές των τροφίμων έχουν επίσης αυξηθεί λόγω εποχικών παραγόντων, του αυξημένου κόστους μεταφοράς και της υψηλότερης τιμής των λιπασμάτων. Επιπλέον, οι αυξήσεις των τιμών έχουν γίνει πιο διαδεδομένες, με τις τιμές μεγάλου αριθμού αγαθών και υπηρεσιών να έχουν αυξηθεί σημαντικά.