Oι ωριαίες συγκεντρώσεις των σωματιδίων ξεπέρασαν και τα 200 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, τη στιγμή που ο ΠΟΥ θέτει ως ημερήσιο όριο τα 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα
Κόκκινο χτύπησε η ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κακοκαιρίας. Κι αυτό συνέβη επειδή οι τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων ξεπέρασαν σε πολλές περιοχές της Αττικής, ιδίως την Πέμπτη και την Παρασκευή, ακόμη και το ανώτατο ημερήσιο όριο που έχει θεσπίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι ωριαίες συγκεντρώσεις των σωματιδίων (PM 2.5), όπως καταγράφηκαν από το δίκτυο αισθητήρων της ερευνητικής υποδομής ΠΑΝΑΚΕΙΑ, ξεπέρασαν και τα 200 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, τη στιγμή που ο ΠΟΥ θέτει ως ημερήσιο όριο για τα σωματίδια PM 2.5 τα 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι η τρέχουσα οδηγία της ΕΕ για την ποιότητα του αέρα δεν προβλέπει αντίστοιχη οριακή τιμή για την ημερήσια έκθεση και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους εξετάζεται η αναθεώρησή της.
Ειδικότερα, την Παρασκευή, οι ωριαίες συγκεντρώσεις στο Χαλάνδρι ξεπέρασαν τα 250 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, ενώ στα Ανω Πατήσια όπως και στο Παλαιό Φάληρο τα 200 μικρογραμμάρια.
Μεγάλη έκταση, αυξημένη διάρκεια
Οπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Νίκος Μιχαλόπουλος, ένα άλλο χαρακτηριστικό του επεισοδίου ρύπανσης της Παρασκευής ήταν η μεγάλη έκτασή του (από Παλαιό Φάληρο έως Αχαρνές), αλλά και η αυξημένη διάρκειά του που σε αρκετές περιοχές έφτασε και τις πέντε ώρες, κατατάσσοντάς το έτσι στα πιο έντονα του φετινού χειμώνα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, σημαντικό τμήμα των σωματιδίων της ρύπανσης αποτελείται από αιθάλη, δηλαδή κάπνα (πρόκειται για επιβλαβή σωματίδια άνθρακα που προέρχονται από ατελείς καύσεις), αλλά και ενώσεις ιδιαίτερα καρκινογόνες όπως είναι οι πολυκυκλικοί οργανικοί υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ).
Επιπλέον, όπως επισημαίνει, η καύση βιομάζας σε τζάκια και σόμπες στο κέντρο της Αθήνας ευθύνεται για το 30% των χειμερινών συγκεντρώσεων λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων τα οποία είναι ιδιαίτερα επιβλαβή για την υγεία, αφού η έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις τους συνδέεται με την πρόωρη θνησιμότητα αλλά και την πρόκληση καρδιαγγειακών και αναπνευστικών παθήσεων.
Μάλιστα, επικαλείται τη νέα μελέτη ερευνητών από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το ΕΛΚΕΘΕ, το Ινστιτούτο Κύπρου και το Πολυτεχνείο της Λωζάννης της Ελβετίας (EPFL). H μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Atmospheric Chemistry and Physics» έδειξε πως η καύση ξύλου για οικιακή χρήση ευθύνεται για το ήμισυ της ανθρώπινης έκθεσης σε καρκινογόνες οργανικές ενώσεις που περιέχονται στα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια.
Μια επικίνδυνη για την υγεία συνήθεια
Κατά τους ειδικούς, η καύση ξύλου φαίνεται να έχει γίνει πλέον συνήθεια, καθώς παραμένει οικονομικά συμφέρουσα σε σχέση με άλλους τύπους θέρμανσης. Ομως, η ένταση των επεισοδίων αιθαλομίχλης και η επανεμφάνισή τους κάθε χειμώνα επιβαρύνει κατά πολύ την έκθεση του πληθυσμού τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του. Οπως, μάλιστα, αναφέρει ο Νίκος Μιχαλόπουλος «η οικιακή καύση βιομάζας, εκτός από τον ατμοσφαιρικό αέρα, επιβαρύνει και τον αέρα των ίδιων των κατοικιών».
Από τα αποτελέσματα των μετρήσεων της μελέτης (που έγιναν κατά τα έτη 2016-2018 στον σταθμό του Αστεροσκοπείου στο Θησείο) διαπιστώθηκε ότι, κατά μέσο ορό, κάθε πέντε μέρες τον χειμώνα καταγράφεται και ένα σοβαρό επεισόδιο ατμοσφαιρικής ρύπανσης λόγω καύσης βιομάζας.
Οι ειδικοί εστίασαν ιδιαίτερα στην επίδραση της καύσης βιομάζας σε μία από τις πλέον καρκινογόνες χημικές ομάδες που είναι, όπως προαναφέρθηκε, οι ΠΑΥ. Οι μετρήσεις έδειξαν πως παρά το γεγονός ότι τα τζάκια και οι καυστήρες βιομάζας χρησιμοποιούνται για θέρμανση περίπου τρεις με τέσσερις μήνες τον χρόνο, εντούτοις η ετήσια συμβολή τους στις συγκεντρώσεις των ΠΑΥ είναι συγκρίσιμη με αυτές από την κυκλοφορία βενζινοκίνητων (29%) και πετρελαιοκίνητων (33%) οχημάτων, δηλαδή δύο πηγών ρύπανσης που είναι ενεργές όλο τον χρόνο.
Οπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, καθώς ορισμένοι ΠΑΥ που παρατηρούνται στις εκπομπές καύσης της βιομάζας είναι πιο καρκινογόνοι από άλλους, ο κίνδυνος για καρκινογένεση εξαιτίας χρόνιας έκθεσης σε αιωρούμενα σωματίδια (ΡΜ 2.5) αποδίδεται κατά 43% σε εκπομπές από καύση βιομάζας, κατά 36% από καύση πετρελαίου και κατά 17% από καύση βενζίνης.