Mορφή εκλογικού αιτήματος παίρνει πια η ανάγκη στήριξης της κοινωνίας απέναντι στην ακρίβεια που εντείνεται και, παρά τις διαβεβαιώσεις Μητσοτάκη περί προσωρινότητας, γίνεται πλέον καθεστώς. Κοινή διαπίστωση στους διαδρόμους της Κουμουνδούρου είναι ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ούτε θέλει μα κυρίως ούτε μπορεί να διαχειριστεί τη διπλή κρίση πανδημίας και ακρίβειας. Σε κάθε περίπτωση, όχι προς όφελος της κοινωνίας.
Τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης στρέφουν τα πυρά τους στην κυβέρνηση και στον ίδιο τον πρωθυπουργό, αναδεικνύοντας τα ψέματα και τις ανεπάρκειες, ενώ παράλληλα αποδομείται σημείο προς σημείο το κυβερνητικό αφήγημα. Ταυτόχρονα όμως, καταθέτουν και αναδεικνύουν συγκεκριμένες προτάσεις για τα μεγάλα ζητήματα αλλά και για την καθημερινότητα των πολιτών, που από τον εφιάλτη της πανδημίας μπαίνουν στη μέγγενη της ακρίβειας, βλέποντας το εισόδημά τους να εξανεμίζεται πριν τις 15 του μήνα ενώ ο πληθωρισμός σπάει ρεκόρ και διαψεύδει τις κυβερνητικές εκτιμήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία γίνονται υπό το πρίσμα της άρνησης της Ν.Δ. να λάβει έστω ένα μέτρο προστασίας και στήριξης της κοινωνίας. Ως εκ τούτου το αίτημα να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο: Πολιτική αλλαγή ως προϋπόθεση για άμεσα μέτρα κοινωνικής σωτηρίας, όπως αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στο φυσικό αέριο και στα καύσιμα, τιμολογιακές παρεμβάσεις για τον έλεγχο στο ράλι αυξήσεων στους λογαριασμούς του ρεύματος, ρύθμιση και διαγραφή των πανδημικών χρεών για την επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την προστασία χιλιάδων θέσεων εργασίας. Έναν οδικό χάρτη δηλαδή που προβλέπει μεταξύ άλλων την ενεργοποίηση εγχώριων και ευρωπαϊκών εργαλείων, για την ενίσχυση των ευάλωτων ομάδων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μάλιστα, με την υποχώρηση της πανδημίας, που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, θα αρχίσει να καταγράφεται το επόμενο διάστημα, το αίτημα για εκλογές θα τεθεί ξανά με ένταση.
Και ψεύτες και ανίκανοι
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία αποδόμησε, την περασμένη Πέμπτη, τα επτά ψέματα που είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον Νίκο Χατζηνικολάου. Τόσο για την πανδημία όσο και για την οικονομία, ιδίως τις εξαγγελίες που, όπως εκτιμούν στην Κουμουνδούρου, είχαν άρωμα εκλογών και πανικόβλητης διαχείρισης της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ωστόσο, αυτό που επισημαίνεται είναι ότι, στην πραγματικότητα, η Ν.Δ. δεν είναι απλώς μια κυβέρνηση που εξαπατά τους πολίτες αλλά μια κυβέρνηση που έχει αποτύχει σε όλα τα κρίσιμα θέματα, πέραν της αντιμετώπισης του κορωνοϊού και της ακρίβειας.
Μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία είναι τα εξής:
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη που έχει κατώτατο μισθό χαμηλότερο από το 2010. Η “συμβολική” αύξηση 2%, των 50 λεπτών του ευρώ την ημέρα, με τη διαρκή αύξηση του κόστους διαβίωσης και κατανάλωσης είναι στην ουσία ως μη γενόμενη. Οι γενικόλογες εξαγγελίες για αύξηση – “ψίχουλα” τον ερχόμενο Μάιο δεν μπορούν να εκληφθούν ούτε καν ως φιλοδώρημα. Με λίγα λόγια, ο Κ. Μητσοτάκης, αν και υποσχέθηκε αύξηση στους μισθούς διπλάσια του ποσοστού ανάπτυξης, διατήρησε το πάγωμα των μισθών και για το 2020 και για το 2021. Μετά από το 2018 και την αύξηση κατά 11% στον κατώτατο και κατά 27% για τους νέους με την κατάργηση του υποκατώτατου από την κυβέρνηση Τσίπρα, οι εργαζόμενοι είδαν μόνο μειώσεις.
Από το 2019 έως σήμερα, η κυβέρνηση έχει περικόψει 2,5 δισ. ευρώ από τις συντάξεις, αφού κατήργησε τη μόνιμη δαπάνη 850 εκατ. ευρώ τον χρόνο που είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019, για την επαναφορά μέρους της 13ης σύνταξης, παρά τις υποσχέσεις για στήριξη και ενίσχυση των συνταξιούχων τους οποίους δήθεν “ξετίναξε” ο ΣΥΡΙΖΑ. Και για τους νέους όμως ο Κ. Μητσοτάκης επιφύλασσε μόνο απώλειες, με την ανεργία στις νέες ηλικίες να ανεβαίνει στο 39%, δίνοντας ακόμα μια αρνητική πρωτιά στη χώρα μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε την ανεργία των νέων από την κυβέρνηση Σαμαρά στο 52,4% και την παρέδωσε το 2019 στο 35%.
Δημοκρατία α λα Όρμπαν
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να καταφέρνει καίρια πλήγματα στη δημοκρατία, με φόντο δύο υποθέσεις που έχουν προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις όχι μόνο εντός των τειχών αλλά και στο εξωτερικό. Μετά τη δημοσιογράφο Γιάννα Παπαδάκου και ο Κώστας Βαξεβάνης διώκεται για δημοσιεύματά του γύρω από την υπόθεση Novartis. Διώξεις που είχαν, βέβαια, προαναγγελθεί από κορυφαίους υπουργούς της Ν.Δ., με τους αρμόδιους τομεάρχες του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Μ. Κάτση και Ν. Γκαρά να κάνουν λόγο για απόπειρα κατάλυσης του κράτους δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Για ένα καθεστωτικό μήνυμα για σιωπή και φόβο σε όλους όσοι θέλουν να ελέγχουν, να κρίνουν και να αποκαλύπτουν τη διαπλοκή αλλά και μήνυμα με προφανείς αποδέκτες σε όλο το πολιτικό και μιντιακό σύστημα για ομερτά και ασυλία, για αυθαιρεσία και χειραγώγηση θεσμών και προσώπων, μίλησε ο Ν. Βούτσης. Σχεδόν ταυτόχρονα, η πλειοψηφία που επέβαλε η Ν.Δ. στην Εξεταστική Επιτροπή για τη λίστα Πέτσα κατέληξε πως όλα έγιναν “νόμιμα και ηθικά”. Την αποστολή στην τακτική Δικαιοσύνη των στοιχείων που προέκυψαν από την Εξεταστική ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζοντας ότι προέκυψαν ενδείξεις για ποινικά αξιόποινες πράξεις.