Το έθιμο της μπουγάτσας τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στο Ηράκλειο ανάγεται στους χρόνους ακόμα της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα τότε ταυτιζόταν και με το άλλο έθιμο των ημερών, αυτό του τζόγου! Χαμένοι και κερδισμένοι στα χαρτιά, έπρεπε γυρίζοντας στο σπίτι να φέρουν μαζί τους και μπουγάτσα για να γλυκάνουν τον νέο χρόνο. Ίσως και τα άλλα μέλη της οικογένειας, ειδικά αν ήταν στους χαμένους!
Η μπουγάτσα σχετιζόταν κατά τον 19ο αιώνα και με άλλες θρησκευτικές εορτές, χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι μουσουλμάνοι κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας, όπως και άλλων ανάλογων γλυκών, κατά το Μπαϊράμι, ενώ οι Χριστιανοί και τα Φώτα, αλλά κατά περιόδους και το Πάσχα.
Ο Ι. Δελιβασίλης στο φιλολογικό περιοδικό “Κνωσός” των Κρητών της Αθήνας, έγραφε τον Μάρτιο – Απρίλιο του 1955 για το έθιμο στο ηθογραφικό κείμενό του, “Ο Φτηνάκης- ο Χασάν αγάς – η μπουγάτσα”. Εκεί σημείωνε μάλιστα ότι το έθιμο σχετιζόταν και με τον πρωτοχρονιάτικο τζόγο!
“Άλλη λιχουδιά, εξαιρετική αυτή, αληθινά, βρισκότανε εκεί κοντά στο Μεϊντάνι.
Τα μπογατσατζίδικα.
Ένας από τους καλύτερους και φημισμένους Μπογατσατζήδες της εποχής εκείνης ήταν ο Ξεϊν Εφέντης Μεμιχιάκης. Το μπουγατσατζίδικό του ήταν στ’ Αχτάρικα και δίπλα στο καπνοπωλείο των Αδελφών Βολιωτάκη (όπου σήμερα η είσοδος του Δημοτικού Μεγάρου Ηρακλείου και Βικελαίας Βιβλιοθήκης). Όλο το μήνα του Ραμαζανιού ως τη γιορτή του Μπαϊραμιού, το μπογατσατζίδικο του Μεμιχιάκη διανυκτέρευε και οι καλοφαγάδες και λιχούδηδες Καστρινοί, περίμεναν την ευκαιρία για ν’ απολαύσουν τους θαυμάσιους και με Ντερνιώτικο βούτυρο κουραμπιέδες του, τον Πολίτικο μπακλαβά, το Ατζέμικό του κανταϊφι, τον Γιαγλίδικο χαλβά τα Κετενχελβασύ κ.ά.
Ήταν αναμφισβήτητο, ότι τη φινέτσα της φημισμένης Τουρκικής ζαχαροπλαστικής την έδιναν η μαεστρία και τα πιτήσια χέρια του Μεμιχιάκη.
Μαχιαλλά, μαχιαλλά…!
Βέβαια ξενυχτούσε και σε πολλές γιορτές δικές μας και μάλιστα από τις παραμονές των Χριστουγέννων ως το Νέο Έτος και πολλές φορές ως το Πάσχα.
Τότε όμως δεν έκανε άλλα γλυκά παρά μόνο μπουγάτσα για τους ξενύχτηδες και πεινασμένους κουμαρτζήδες και που όλοι χαμένοι ή κερδισμένοι έπρεπε να κρατούν στα σπίτια τους, σαν γυρνούσαν, μπογάτσα για το καλό του καινούργιου χρόνου. Ήταν σαν έθιμο, αυτοί που έχαναν όλα τους τα λεφτά στο τζόγο, να περιμένουν ώσπου να τελέψη το παιχνίδι, για να διπλαρώσουν σε κανένα συμπαίκτη τους κερδισμένο (γνωστό ή άγνωστο) για να σελεμίσουν τη μπογάτσα, όχι μόνο εκείνη που θάτρωγαν, αλλά και εκείνη που θάπαιρναν για το σπίτι τους.
Το σελέμισμα αυτό της μπογάτσας, όπως είπαμε, κανένα δεν δυσαρεστούσε. Ήταν άγραφος νόμος των κουμαρτζήδων. Πολλές φορές μάλιστα, στο παιχνίδι τύχαιναν ξένοι, κι ήταν φυσικό να μην ξέρουν το έθιμο και τους τραβούσαν να τους τρατάρουν μπορεί να πει κανείς και με το ζόρι, γιατί ντρέπονταν. Πόσες όμως φιλίες δεν δένονταν με τη ζεστή και νόστιμη μπογάτσα του Μεμιχιάκη τις Άγιες αυτές μέρες στο Κάστρο μας.
Γλυκειές οι αναμνήσεις κείνου του καιρού. Κι ακόμη γλυκύτερες όταν θυμάται κανείς τη (γλυκειά ή με ξυνή μυζίθρα) μπογάτσα και την παστρικοσύνη του καλού κι ευγενικού Μπογατσατζή Μεμιχιάκη, που δεν υπάρχει πια!
Πολλοί παληοί Καστρινοί λέγανε πως ο Μεμιχιάκης, συνεπαρμένος από τη φήμη του, παραμέρισε το φυλετικό του φανατισμό, και με κάποιον Αθηναίο θαυμαστή του, έστειλε του Βασιληά μας Γεωργίου, ένα ταψί μπογάτσα, με ανθόγαλο. Μάλιστα βεβαίωναν ότι και ο Βασιληάς μας τον ευχαρίστησε μ’ ένα κολακευτικώτατο γράμμα του”.