«Το δραματικά απροσδόκητο τέλος του χρόνου που φεύγει μας αναγκάζει να αναλογιστούμε αν η τραγωδία που ζήσαμε και ζούμε αποτελεί αναπόφευκτο αποτέλεσμα των αντικειμενικών συνθηκών, έτσι όπως μας το παρουσίασε από την αρχή η κυβερνητική προπαγάνδα, ή θα μπορούσε –έστω σε έναν σημαντικό βαθμό– να είχε αποφευχθεί» διερωτάται ο Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
«Η επιταχυνόμενη και ανεπίστρεπτη φθορά της κυβέρνησης, η εντεινόμενη αντίθεση και αντίδραση της κοινωνίας στις καθεστωτικές πρακτικές, η κατάρρευση των μύθων της κυβερνητικής προπαγάνδας, φέρνουν όλο και πιο κοντά το τέλος του καθεστώτος τους. Και όλο και πιο κοντά μια νέα αρχή προόδου και κοινωνικής δικαιοσύνης, με την κοινωνία και για την κοινωνία» τόνισε μεταξύ άλλων ο Αλέξης Τσίπρας, στο άρθρο του.
«Το 2022 μπορεί και πρέπει να γίνει η χρονιά της αλλαγής», που «μια προοδευτική κυβέρνηση θα στρίψει το τιμόνι προς την κοινωνική δικαιοσύνη, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την προστασία της εργασίας, την προστασία των πολλών από την ασυδοσία των λίγων», έγραψε χαρακτηριστικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αναλυτικά το άρθρο:
«Η χρονιά που φεύγει αφήνει πίσω της μεγάλες πληγές στην ελληνική κοινωνία. Και σίγουρα δεν θα την αναπολούμε τα επόμενα χρόνια· μάλλον θα προσπαθήσουμε γρήγορα να την ξεχάσουμε. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να αξιοποιήσουμε ό,τι μας έδωσε η χρονιά που φεύγει. Και νομίζω μας έδωσε τη δυνατότητα να ξεδιαλύνουμε την αλήθεια από την προπαγάνδα, την ουσία από την επικοινωνία. Και τη σημασία παραμελημένων αξιών, όπως του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου συστήματος Υγείας.
Πάνω απ’ όλα, το δραματικά απροσδόκητο τέλος του χρόνου που φεύγει μας αναγκάζει να αναλογιστούμε αν η τραγωδία που ζήσαμε και ζούμε αποτελεί αναπόφευκτο αποτέλεσμα των αντικειμενικών συνθηκών, έτσι όπως μας το παρουσίασε από την αρχή η κυβερνητική προπαγάνδα, ή θα μπορούσε –έστω σε έναν σημαντικό βαθμό– να είχε αποφευχθεί.
Αν δεν είχαμε έναν πρωθυπουργό που αντιμετώπισε από την πρώτη μέρα την πανδημία ως ευκαιρία προσωπικής, κομματικής, ακόμα και οικονομικής κερδοσκοπίας.
Αν δεν χειροκροτούσε υποκριτικά γιατρούς και νοσηλευτές και την ίδια στιγμή όχι μόνο άφηνε αβοήθητο, αλλά συρρίκνωνε και υπονόμευε το δημόσιο σύστημα Υγείας.
Αν δεν μετέτρεπε την αναγκαία επικοινωνία για τα μέτρα προστασίας και το εμβόλιο σε εργαλείο χρηματοδότησης των φίλων, της εικόνας και του καθεστώτος του.
Αν δεν απέκρυπτε την έκθεση Λύτρα – Τσιόδρα κι όταν αυτή αποκαλύφθηκε δεν κατέφευγε στην προσφιλή πρακτική του: στις υπεκφυγές, στα ψέματα, στη δολοφονία της αλήθειας.
Αν δεν επέλεγε συνειδητά την καταστολή αντί για την πειθώ, την εμπάθεια και το «Εγώ Είμαι το Κράτος» αντί για τη συνεννόηση, το ψέμα και την κακόβουλη προπαγάνδα αντί για την κοινωνική συνοχή που απαιτούσαν οι μεγάλες δυσκολίες.
Αν δεν έδινε εν μέσω πανδημίας ασυλία στους τραπεζίτες, δεν μοίραζε δισεκατομμύρια σε «κολλητούς» και φίλους με απευθείας αναθέσεις, δεν καταργούσε το οχτάωρο, δεν κρατούσε καθηλωμένο τον βασικό μισθό, δεν θεσμοποιούσε το καθεστώς ζούγκλας στην εργασία, δεν αρνούνταν τη ρύθμιση του πανδημικού χρέους, δεν έκανε την ανασφάλεια και την εκμετάλλευση των πολλών εργαλείο για τον πλουτισμό των λίγων.
Με δυο λόγια, αν δεν είχαμε τον κ. Μητσοτάκη με την τραγική όπως αποδείχτηκε κανονικότητά του, που ασχημονεί πάνω στις πληγές της κοινωνίας, μπορεί να μην είχαμε ξεμπερδέψει με την πανδημία –όπως ο ίδιος τουλάχιστον τρεις φορές πανηγύρισε–, αλλά θα είχαμε μετριάσει και το δράμα και τον πόνο και τον αριθμό των ανθρώπων που χάθηκαν, ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί.
Οχι, δεν ισχυρίζομαι ότι ο κύριος Μητσοτάκης είναι απλώς ανίκανος. Ισχυρίζομαι ότι είναι αθεράπευτα δογματικός και προσηλωμένος στις αποτυχημένες συνταγές τού χθες. Στις συνταγές που αναγκάζεται να εγκαταλείψει όλη η ανθρωπότητα για να αντιμετωπίσει την απειλή της πανδημίας. Από τις ΗΠΑ ώς την Ιαπωνία ανακαλύπτουν τη σημασία των δημόσιων επενδύσεων και του κοινωνικού κράτους. Στην Ελλάδα, όμως, έχουμε μια κυβέρνηση που απεχθάνεται ακόμα και τις λέξεις «κοινωνικό» και «δημόσιο». Πώς θα μπορούσε λοιπόν να διορθώσει, πόσο μάλλον να ανατάξει, κάτι που απεχθάνεται, κάτι που καθόλου δεν το πιστεύει;https://ee8248b6738129d56fb2c8456eb02243.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-38/html/container.html
Επίσης ισχυρίζομαι ότι είναι αθεράπευτα κυνικός. Αδυνατεί να κατανοήσει την τραγωδία και τις επιπτώσεις της, με τη σεμνότητα και την περίσκεψη που απαιτεί ο ανθρώπινος πόνος. Αδυνατεί να κατανοήσει ότι η κρίση δεν είναι ευκαιρία να εφαρμόσει τις αποτυχημένες συνταγές των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιαίτερα σε κομβικές υπηρεσίες για τον πολίτη σε περιόδους κρίσης, όπως η δημόσια Υγεία, η δημόσια Παιδεία, η Ενέργεια.
Οτι τώρα, αντί να αφήνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην τύχη τους, είναι η ώρα να τις στηρίξει. Οτι οι θεωρίες, πως δήθεν δεν έχουμε ανταγωνιστικότητα αν έχουμε υψηλότερους μισθούς, είναι όχι μόνο ανόητες, αλλά και καταστροφικές, ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης. Και πρέπει να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό και όχι να απελευθερώνουμε τις απολύσεις.
Και κυρίως αδυνατεί να κατανοήσει ότι κάποια στιγμή η πραγματικότητα είναι τόσο ισχυρή που κανένα σύστημα επικοινωνίας, όσο δυνατό και να είναι, δεν αρκεί για να τη διαψεύσει. Οταν ο πολίτης βλέπει τις τραγικές παλινωδίες και τα ψέματα στη διαχείριση των πυρκαγιών και της πανδημίας και ταυτόχρονα λαμβάνει τους λογαριασμούς του ρεύματος και ματώνει από τις ανατιμήσεις στο σούπερ μάρκετ, όταν συνειδητοποιεί ότι την 3η εβδομάδα δεν υπάρχουν χρήματα για να βγει ο μήνας, τότε δεν μπορεί να τον παραπλανήσει καμιά προπαγάνδα.
Ισα ίσα που μπορεί να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Γιατί η προπαγάνδα κόντρα σε κάθε λογική και μετωπικά απέναντι στην πραγματικότητα που βιώνει ο πολίτης, είναι ο γενεσιουργός παράγοντας της γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης που σήμερα επικρατεί στην ελληνική κοινωνία. Και χωρίς εμπιστοσύνη δεν μπορείς να διαχειριστείς καμία κρίση.
Ο χρόνος που φεύγει, λοιπόν, δεν είναι για να τον θυμόμαστε· οφείλουμε όμως να θυμόμαστε τα διδάγματα που αφήνει, αν θέλουμε να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την τραγική στατιστική του. Και το βασικότερο, το πιο εμφανές συμπέρασμα, είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν μια μεγάλη ατυχία για τη χώρα, ειδικότερα την περίοδο της πανδημίας. Μια παράλληλη πανδημία που λειτούργησε ως επιταχυντής της κρίσης. Η πολιτική αλλαγή είναι πια επιβεβλημένη ως αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από τον διαρκή εφιάλτη. Και κυρίως, είναι προϋπόθεση για μια δίκαιη διαχείριση της κρίσης, με την κοινωνία στοιχειωδώς προστατευμένη και όχι βορά στις διαθέσεις των αγορών, των κερδοσκόπων, των μεγάλων συμφερόντων που συγκυβερνούν σήμερα τη χώρα.
Το 2022 μπορεί και πρέπει να γίνει η χρονιά της αλλαγής. Η χρονιά που μια προοδευτική κυβέρνηση θα στρίψει το τιμόνι προς την κοινωνική δικαιοσύνη, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την προστασία της εργασίας, την προστασία των πολλών από την ασυδοσία των λίγων. Αυτή είναι η επιδίωξη και ο πρωταρχικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Και δεν μπορεί παρά να είναι η επιδίωξη όλων των δυνάμεων που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές και να εναρμονίζονται με τις απαιτήσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας. Διότι στις σημερινές συνθήκες η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, ανάμεσα στη συντήρηση και την πρόοδο, ανάμεσα στη Δεξιά που κάνει την αδικία καθεστώς και τη Δημοκρατική Παράταξη που διαχρονικά αγωνίζεται για ισονομία και δικαιοσύνη, συμπυκνώνεται στο εξής και μοναδικό αίτημα: εκλογές και πολιτική αλλαγή.
Οποιος αποφεύγει να απαντήσει το παραπάνω ερώτημα, να πάρει σαφή θέση στο παραπάνω αίτημα, που μέρα με τη μέρα θα επανέρχεται, προφανώς όχι από τις οθόνες της διαπλοκής αλλά από τις ανάγκες της ίδιας της ζωής, θα αδυνατεί να απαντήσει πειστικά στο διά ταύτα της κοινωνικής ανάγκης. Και καμία πολιτική δύναμη, χωρίς διά ταύτα που να αφορά τους πολίτες, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Γιατί πάντοτε η πράξη είναι το κριτήριο της αλήθειας των λόγων.
Το παραπάνω όμως ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Και η πράξη, στις συνθήκες της δύσκολης μάχης με τις πολιτικές της κυβέρνησης και της ακόμα πιο δύσκολης μάχης για να μπει τέλος στη σημερινή καθεστωτική δυστοπία, απαιτεί:
- Το ευρύτερο δυνατό άνοιγμα του κόμματος στις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ανάγκη, θέλουν και στηρίζουν την αλλαγή.
- Την ενιαία θέληση και την αποφασιστική δράση σε όλα τα μέτωπα πάλης για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα του λαού, των εργαζομένων, της μεσαίας τάξης, που δέχονται βάναυση επίθεση, για να κάνουμε κοινό τόπο της καθημερινότητας το αίτημα και σύνθημα «Να Φύγουν!», χωρίς τις αυταπάτες του ώριμου φρούτου.
-Την πληθυντική ανάπτυξη του κόμματος. Να ανοίξουμε τις πόρτες στις πιο ζωντανές προοδευτικές δυνάμεις σε κάθε περιοχή, πόλη, γειτονιά, χωριό, χώρο δουλειάς, κοινωνικό στρώμα και κλάδο, χωρίς στενότητες, κληρονομημένες από το παρελθόν αντιπαλότητες, προσωπικές στρατηγικές και επιφυλάξεις ιδεολογικής καθαρότητας.
- Την αποφασιστική ενίσχυση της συλλογικότητας, της συμμετοχικής δημοκρατίας και της εμπιστοσύνης του ρόλου των μελών του κόμματος, χωρίς αποκλεισμούς και αστερίσκους, τόσο στη λήψη των πιο σοβαρών αποφάσεων όσο και στην εκλογή της συλλογικής του ηγεσίας στο επικείμενο 3ο Συνέδριο του κόμματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και το 2022 προδιαγράφεται μια δύσκολη χρονιά. Η μάχη με την πανδημία θα συνεχιστεί, παρά τις καθησυχαστικές θριαμβολογίες της κυβερνητικής προπαγάνδας. Η ακρίβεια δεν πρόκειται να κοπάσει με τα ευχολόγια του κυρίου Μητσοτάκη και τις σέλφι του κυρίου Γεωργιάδη. Δεν υπάρχει όμως, επίσης, αμφιβολία ότι η επιταχυνόμενη και ανεπίστρεπτη φθορά της κυβέρνησης, η εντεινόμενη αντίθεση και αντίδραση της κοινωνίας στις καθεστωτικές πρακτικές, η κατάρρευση των μύθων της κυβερνητικής προπαγάνδας, φέρνουν όλο και πιο κοντά το τέλος του καθεστώτος τους. Και όλο και πιο κοντά μια νέα αρχή προόδου και κοινωνικής δικαιοσύνης, με την κοινωνία και για την κοινωνία.
Το σχέδιο του μέλλοντός μας είναι ήδη εδώ. Το 2022 μπορεί και πρέπει να γίνει και θα γίνει χρονιά της αλλαγής και μιας νέας αρχής. Αρκεί να φροντίσουμε για αυτό εμείς. Η τραυματισμένη αλλά όρθια κοινωνία, οι προοδευτικές δυνάμεις της πατρίδας μας».