Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Οργανισμού Ανάπτυξης Κρήτης κ. Άρης Παπαδογιάννης με αφορμή το θάνατο του τέως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και τέως Υπουργού, Κάρολου Παπούλια, προχώρησε στην ακόλουθη δήλωση:
«Ο Κάρολος Παπούλιας, ήταν ένας οραματιστής πολιτικός που εργάστηκε άοκνα για τα συμφέροντα, την θέση και την συνολική εικόνα της Ελλάδας, τόσο ως βουλευτής και υπουργός όσο στη συνέχεια και στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας, ως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Για την απώλειά του, εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους του»
Φοιτητής ων το 1974 στη ΝΕ Ιωαννίνων (εκ μέρους της ΠΑΣΠ – πριν τις διαγραφές μας) τότε του ΠΑΣΟΚ με τον “σύντροφο Κάρολο” γυρίσαμε με μια πράσινη (χρώμα λαδί) Μερσεντές όλα τα Ζαγοροχώρια, κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο, τρώγαμε και πίναμε από την ίδια λεκανίδα (που λέει ο λόγος) οργώσαμε όλους τους χωματόδρομους (με λάσπες και χιόνια και πολλές περιπέτειες) του Νομού Ιωαννίνων επί ένα ολόκληρο μήνα στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές. Κατορθώσαμε και εκλέχτηκε βουλευτής στο άντρο του φασίστα Αβέρωφ (Γιώργος Μωραΐτης ο δεύτερος και Θεμιστοκλής Λούλης, οι συνυποψήφιοί του τότε). Έκτοτε δεν τον ξανασυνάντησα, ούτε ξαναμιλήσαμε ποτέ. Τα “σοσιαλιστικά μας όνειρα και οράματα” μεταβλήθηκαν στην πράξη ουτοπίες (καλό μάθημα πήραμε) προδοθήκανε, ξεπουληθήκανε και όπως ήταν λογικό χώρισαν οι δρόμοι μας. Οι προδομένοι αλλάξαμε μετερίζια… Άλλοι δεν ξαναγυρίσανε ποτέ, άλλοι κατάπιαν χοντρές μπουκιές και ξαναγύρισαν. Αυτός έμεινε… Ποιος έχει δίκιο, ποιος άδικο; Η Ιστορία θα δείξει… Οι μεταθανάτιοι έπαινοι μου ακούγονται φοβερά υποκριτικοί και μου προκαλούν αηδία γιατί προσωπικά ποτέ δεν αποδέχτηκα ούτε την επιτάφια “αστική αβρότητα” ούτε το θεοκρατικό: “οι αποθανόντες δεδικαίωνται”! Δική μου πίστη είναι ότι και “οι αποθανόντες δεν-δικαίωνται” Κρίνονται για κι από τα έργα, τις αποφάσεις και τις θέσεις τους εν ζωή και από τίποτε άλλο!
Θέλω όμως να αποχαιρετήσω τον τέως σ. Κάρολο (μου είναι εντελώς αδιάφοροι οι άλλοι διακοσμητικοί τίτλοι του) με το παρακάτω ποίημα (του άρεσε πολύ τότε η ποίηση) του Καβάφη:
Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου,
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.