Πραγματοποιήθηκε η πολιτική συγκέντρωση της ΤΕ Ηρακλείου του ΚΚΕ με θέμα “Ανοίγουμε μαζί το δρόμο της πάλης, της ελπίδας, της ανατροπής. Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό.”, χθες Παρασκευή 3 Δεκέμβρη, στο κέντρο «Άνοδος» στο Γάζι με ομιλητή τον Κύριλλο Παπασταύρου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το μέλος του ΠΓ ανέφερε μεταξύ άλλων στην ομιλία του:
«Φίλες και φίλοι,
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Απευθύνουμε Κάλεσμα αγωνιστικής συμπόρευσης με το ΚΚΕ και την ΚΝΕ σε όλους τους εργαζόμενους και τους νέους, τους ανθρώπους του μόχθου σε όσους αγωνιούν, προβληματίζονται και δεν συμβιβάζονται με τη σημερινή κατάσταση με την ζωή που ζούμε, με τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουμε με όσους τους απασχολεί η ανάγκη αλλαγής αυτής της κατάστασης.
Τη απάντηση σε όλα αυτά δεν θα τη βρουν από ανακυκλώσεις και ανανεώσεις δυνάμεων που έχουν υπηρετήσει το σύστημα απ’ όλα τα πόστα, απ’ όσους έχουν βάλει το χεράκι τους για να γίνεται η σημερινή κατάσταση όλο και χειρότερη, από διάφορες εκδοχές του συμβιβασμού με τη σημερινή κατάσταση, με το σημερινό σύστημα που θυσιάζει εργατικές λαϊκές ανάγκες και δικαιώματα στο βωμό του κέρδους.
Την απάντηση την διέξοδο θα την βρουν συμπορευόμενοι με αυτούς που δεν συμβιβάζονται, με που δεν τα δίπλωσαν ποτέ ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές, με αυτούς που μπαίνουν μπροστά για να οργανωθεί η εργατική – λαϊκή πάλη , που έχουν σχέδιο και πρόγραμμα για την πραγματική ανατροπή που έχουν ανάγκη σήμερα οι εργαζόμενοι ο λαός μας. Συμπόρευση λοιπόν με τους κομμουνιστές που έχουν σταθερή πυξίδα και σχέδιο για την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, για τη νέα κοινωνία, τον σοσιαλισμό!
Συζητάμε λοιπόν ανεξάρτητα πολιτικής καταγωγής και αφετηρίας που έχει ο καθένας και η καθεμία με κριτήριο την θέση μας στη κοινωνία. Με κριτήριο ότι ανήκουμε όλοι στην μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία των εργαζομένων, των βιοπαλαιστών αγροτών, των μικρών επαγγελματιών που όλους εμάς μας ενώνει ότι έχουμε κοινό, τον ίδιο αντίπαλο.
Και η αλήθεια είναι πως πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα προς τον ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ αν θέλουμε να δώσουμε απαντήσεις σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητα μας, την ζωή την δικιά μας και των παιδιών μας.
– Τι φταίει για παράδειγμα και είτε σε κρίση είτε ανάπτυξη η ανεργία παραμένει σταθερά υψηλή με χιλιάδες ιδιαίτερα νέους ανθρώπους να αγωνιούν για το μέλλον τους, να βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση δουλειάς, οι σπουδές τους να μην πιάνουν τόπο;
– Τι φταίει και όλο και λιγότεροι δουλεύουν με σταθερές εργασιακές σχέσεις, καταδικάζονται στην εργασιακή περιπλάνηση χωρίς δικαιώματα; Γιατί μαθαίνουμε να ζούμε με όλο και λιγότερες απαιτήσεις την ίδια στιγμή που γίνονται χοροί δισεκατομμυρίων καταγράφονται αμύθητα κέρδη;
– Γιατί σήμερα με βάση και τα σύγχρονα μέσα που διαθέτει η επιστήμη και η τεχνολογία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η πανδημία, κλείνουν ΜΕΘ, κλείνουν νοσοκομεία, ΚΥ;
– Γιατί το κράτος δείχνει μια απίστευτη επιλεκτικότητα να τρέχει γρήγορα να λύνει ζητήματα όταν αφορά επιχειρηματικούς ομίλους, να είναι αποτελεσματικότατο στη καταστολή λαϊκών κινητοποιήσεων και αφάνταστα ανίκανο και αναποτελεσματικό όταν πρόκειται για την προστασία της ζωής, την αντισεισμική και αντιπλημμυρική προστασία την αποκατάσταση και αποζημίωση ζημιών όπως βιώνουν οι κάτοικοι του Αρκαλοχωρίου ή οι αγρότες του νησιού.
Γιατί είναι «κόστος» για όλες τις κυβερνήσεις είναι τα αναγκαία έργα προστασίας της ζωής του λαού από τα φυσικά φαινόμενα, όπως οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες, οι σεισμοί.
Γιατί «κόστος» είναι για το κράτος και την εργοδοσία τα μέτρα προστασίας στους βασικούς χώρους διασποράς, όπως τα μέσα μεταφοράς και τα σχολεία, κόστος είναι για την εργοδοσία τα μέσα προστασίας στους χώρους δουλειάς, όπως τα επαναλαμβανόμενα τεστ για τον κορονοϊό. Και δεν είναι μόνο αυτά.
Γιατί «κόστος» για όλες τις κυβερνήσεις είναι η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος Υγείας, ακόμα και αυτές τις τραγικές στιγμές που πεθαίνει κόσμος εκτός ΜΕΘ.
(…) Αυτά και πολλά ακόμα φανερώνουν επιβεβαιώνουν ότι μια οικονομία, μια οικονομία και ένα κράτος και κάθε κυβέρνηση σε αυτά τα πλαίσια που λειτουργούν με κριτήριο τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων, με κριτήριο τα κέρδη τους τα προνόμια τους δεν μπορούν να υπηρετούν ταυτόχρονα και τις λαϊκές ανάγκες.
(…) Μέσα στους τόπους δουλειάς, στις γειτονιές, στα χωριά, στα σχολεία και τις σχολές, υπάρχουν άνθρωποι που είχαν ακολουθήσει άλλες πολιτικές επιλογές, είχαν υιοθετήσει τα συνθήματα και τις εξαγγελίες άλλων πολιτικών δυνάμεων. Σήμερα όμως προβληματίζονται τι φταίει, τι πρέπει να γίνει για το αν μπορούμε και πως θα αλλάξουμε τα πράγματα;
Δεν τους κουνάμε το δάχτυλο.
Τους λέμε και σήμερα αυτό που τους λέγαμε πάντοτε.
(…) Σήμερα μπορούν να δουν πιο καθαρά ότι τα κόμματα που στήριξαν παλιότερα, που πίστεψαν που ακολούθησαν, συμπορεύτηκαν μαζί τους παρά τις όποιες επιμέρους διαφορές τους, βαδίζουν στον ίδιο αντιλαϊκό δρόμο γιατί μοιράζονται τους ίδιους στρατηγικούς στόχους του κεφαλαίου.
Και αυτό είναι το κριτήριο για κάθε πολιτική δύναμη. Όχι τι λέει η ίδια για τον εαυτό της αλλά πως στέκεται απέναντι στον πραγματικό κοινό μας αντίπαλο και τα συμφέροντα του.
(…) ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ με αυτή την πολιτική που θυσιάζει διαρκώς εργατικές λαϊκές ανάγκες και δικαιώματα γιατί αυτός είναι ο μόνος δρόμος και μόνος τρόπος να κερδίζουν οι λίγοι, οι επιχειρηματικοί όμιλοι, το κεφάλαιο, δεν μπορεί να υπάρξει απ’ όσους υιοθετούν την στρατηγική του κεφαλαίου, της ΕΕ και υπόσχονται μια πιο ήπια, μια πιο light, πιο ευαίσθητη εκδοχή υλοποίησης τους.
Δεν μπορεί να υπάρξει απ’ όσους όπως ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν ψηφίσει ή ανεχτεί ένα μεγάλο μέρος των αντιλαϊκών αντεργατικών νομοσχεδίων της κυβέρνησης της ΝΔ.
Δεν μπορεί να υπάρξει απ’ όσους κλείνουν σε όλους τους τόνους την συναίνεση και την κοινωνική συνοχή δηλαδή την ανάγκη να υποταχθούν οι εργαζόμενοι στην αφαίρεση δικαιωμάτων, στην υποβάθμιση αναγκών τους.
Σε όσους προτείνουν κοινούς υπουργούς με την κυβέρνηση της ΝΔ.
Όσοι έχουν βάλει το χεράκι τους από θέση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης να περάσει αυτή η πολιτική.
Δεν μπορεί όμως να υπάρξει και από όσους όπως ο κ. Βαρουφάκης ξαναζεσταίνουν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για μια φιλολαϊκή μεταρρύθμιση του καπιταλισμού, όσους μας καλούν να ξαναπερπατήσουμε τον ίδιο και αποδεδειγμένα πια σε όλες του τις εκδοχές δρόμο του συμβιβασμού και της ενσωμάτωσης με το σύστημα.
Για να μην είναι λοιπόν οι εργαζόμενοι, οι νέοι, ο λαός αυτός που θα λογαριάζουν μονίμως απώλειες και χασούρα, ενώ οι όμιλοι κέρδη και προνόμια, μία επιλογή έχουμε:
Να βαδίσουμε στον δρόμο της ανατροπής.
(…) Αντί, λοιπόν, οι εργαζόμενοι να χάνουν χρόνο και να περιμένουν πάλι κάποιον νέο δήθεν «σωτήρα», ο οποίος μπορεί να φορά και μια δήθεν «προοδευτική» προβιά, να κάνουν δική τους υπόθεση το σύνθημα που γεννήθηκε μέσα στην πανδημία, μέσα στις φωτιές: «Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό».
Γιατί σήμερα υπάρχει πλούσια πείρα από την εναλλαγή την τελευταία δεκαετία κυβερνητικών σχημάτων κάθε είδους. Τα είδαμε όλα: Κυβερνήσεις μονοκομματικές και συνεργασίας, κεντροδεξιές και κεντροαριστερές, δεξιές και δήθεν αριστερές. Κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς κι υπουργούς τεχνοκράτες. Κυβερνήσεις ανάμεσα σε κόμματα που ήταν ορκισμένοι εχθροί, όπως η συγκυβέρνηση της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ και μπορεί να υπάρξει και συνέχεια.
Τους το εξασφαλίζει η συμφωνία τους στα στρατηγικά ζητήματα παρά τις επιμέρους διαφορές μεταξύ τους. Και το συμπέρασμα ποιο ήταν; Ότι κάθε νέα κυβέρνηση έπαιρνε τη σκυτάλη και συνέχιζε από εκεί που σταμάτησαν οι προηγούμενες.
(…) Προοδευτικό σήμερα δεν μπορεί να είναι ότι προσπαθεί να μασκαρέψει, να μακιγιάρει το σάπιο πρόσωπο του σημερινού εκμεταλλευτικού συστήματος που ζούμε.
Ότι προσπαθεί να καλλωπίσει τα σκουριασμένα ιδανικά και τις αξίες μιας κοινωνικής οργάνωσης, ενός κράτους, μιας οικονομίας που δεν έχει τίποτα να προσφέρει προς όφελος των εργατικών λαϊκών δυνάμεων.
Και αν κάποιοι έχουν ξεκινήσει τα βαφτίσια και ονομάζουν την αντιλαϊκή διακυβέρνηση που ονειρεύονται «προοδευτική», όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ορισμένοι άλλοι από το ΚΙΝΑΛ – το πρώην ΠΑΣΟΚ – που νομίζουν πως βρήκαν την ευκαιρία να «ξεπλυθούν» για τα αντιλαϊκά πεπραγμένα τους.
Οι εργαζόμενοι , ο λαός , οι φτωχοί αγρότες οι αυτοαπασχολούμενοι, οι γυναίκες και οι νέοι των λαϊκών οικογενειών πρέπει να πουν ένα μεγάλο φτάνει πια στα ψέματα, στις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες. Δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο.»