Εισήγηση Α. Ξανθού για τον Προϋπολογισμό 2022
Όπως πέρυσι, έτσι και φέτος τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2022 επικαθορίζει η συνθήκη της πανδημικής κρίσης, που αυτή την περίοδο έχει επιδεινωθεί δραματικά. Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, όσο και αν το αρνείται ο Πρωθυπουργός πεισματικά. Ο πολύ υψηλός αριθμός ημερήσιων κρουσμάτων, η αυξημένη πίεση στο ΕΣΥ για νοσηλεία και εισαγωγή σε ΜΕΘ, η αδυναμία των δημόσιων δομών να καλύψουν τις υπόλοιπες υγειονομικές ανάγκες (η πλήρης «κοβιντοποίηση» των νοσοκομείων είναι αδιαμφισβήτητη, ειδικά μετά την πρόσφατη απόφαση για περιορισμό των τακτικών χειρουργείων έως 80%) και οι καθημερινές απώλειες 90-100 ανθρώπων, συνιστούν μια υγειονομική τραγωδία που είναι σε εξέλιξη. Και η οποία επηρεάζει όλη την κοινωνία. Δεν έχουμε «πανδημία ανεμβολίαστων», όπως είναι το κυβερνητικό αφήγημα αλλά κορύφωση μιας σοβαρής κρίσης Δημόσιας Υγείας, που θέτει προφανώς σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο τα ανεμβολίαστα άτομα (και αυτή είναι η τεράστια αξία του μαζικού και όχι επιλεκτικού εμβολιασμού), αλλά δεν επιτρέπει συνθήκες «κανονικότητας» και «ελευθερίας» για κανένα.
Η κρισιμότητα της κατάστασης επιβάλλει αναστοχασμό για το τι δεν πήγε καλά και, κυρίως, αναπροσαρμογή της υγειονομικής στρατηγικής για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα τα δομικά προβλήματα στη μέχρι τώρα διαχείριση. Ποια ήταν αυτά: 1. Η αίσθηση προσωρινότητας που είχε μονίμως η κυβέρνηση για την πορεία της πανδημίας 2. Το έλλειμα πολιτικής αξιοπιστίας και η κρίση εμπιστοσύνης μεγάλου τμήματος της κοινωνίας απέναντι στην κυβέρνηση, στην Πολιτεία και στους θεσμούς της, με συνέπεια το «βάλτωμα» του εμβολιαστικού προγράμματος και 3. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης για σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ και καλή προετοιμασία του με εμπλοκή της ΠΦΥ, επιμερισμό περιστατικών covid και στα ιδιωτικά θεραπευτήρια-στρατιωτικά νοσοκομεία, μέριμνα για την μετανοσοκομειακή φροντίδα-αποκατάσταση των περιστατικών με σύνδρομο long covid.
Τώρα λοιπόν που έχει καταρρεύσει όλο το κυβερνητικό success story, τώρα που αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο ότι ούτε είμαστε στις καλύτερες θέσεις της Ευρώπης( το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει-συγκρινόμαστε μόνο με τις χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης ), ούτε έχουμε το καλύτερο εμβολιαστικό πρόγραμμα της ΕΕ, ούτε το ΕΣΥ είναι «θωρακισμένο», ούτε καν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η γνώμη των ειδικών, τώρα είναι η ώρα μιας ολοκληρωμένης και αξιόπιστης παρέμβασης που θα αλλάξει το κοινωνικό κλίμα και θα αποσυμπιέσει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Με αναγνώριση της κρισιμότητας της κατάστασης, ειλικρίνεια, διαφάνεια, δημόσια πρόσβαση στα δεδομένα, επιστημονική τεκμηρίωση των αποφάσεων και κοινωνική συστράτευση. Με πειστικό εμβολιαστικό restart, αναβαθμισμένη επιδημιολογική επιτήρηση στην κοινότητα, καλή ιχνηλάτηση των κρουσμάτων (η οποία έχει εγκαταλειφθεί), έμφαση στην προνοσοκομειακή διαχείριση, στην κατ’ οίκον παρακολούθηση και πρόβλεψη των ασθενών που κινδυνεύουν να νοσήσουν βαρύτερα και άρα χρειάζεται έγκαιρη ιατρική και φαρμακευτική παρέμβαση. Και, κυρίως, με έμπρακτη στήριξη του ΕΣΥ και των «ανθρώπων της πρώτης γραμμής», οι οποίοι κινδυνεύουν από «κατάρρευση ηθικού».
Προκύπτει αυτή η νέα και αναγκαία υγειονομική στρατηγική από τις προτεραιότητες της κυβέρνησης και τα μεγέθη του προϋπολογισμού για το 2022; Προφανώς όχι. Ούτε από το πρόσφατο «αναμνηστικό» διάγγελμα του Πρωθυπουργού, ούτε από τις εξαγγελίες του Υπουργού Υγείας. Με την ίδια συνταγή, το αδιέξοδο δεν πρόκειται να ξεπεραστεί, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές θα αυξάνονται και η αποδιοργάνωση στο ΕΣΥ κινδυνεύει να είναι μη αναστρέψιμη.
Το «αποτύπωμα» του προϋπολογισμού στον τομέα Υγείας, με τη δραστική μείωση του ορίου δαπανών του Υπουργείου Υγείας κατά 560 εκ. ευρώ (από 5.217 δισ. σε 4.657) και ειδικότερα με την περικοπή κατά 821 εκ. ευρώ του τακτικού προϋπολογισμού (από 5.162 δισ. σε 4.341), είναι πολύ αποκαλυπτικό. Σε πλήρη αντίθεση με τις διεθνείς προβλέψεις και παρά την ιδιαίτερα άσχημη επιδημιολογική εικόνα της χώρας (κρούσματα, νοσηλείες, διασωληνώσεις , θάνατοι, ποσοστά εμβολιασμού), η κυβέρνηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την πανδημία ως μια «παροδική μπόρα» που δεν απαιτεί μακροπρόθεσμη και γενναία επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Δυστυχώς όμως για την κυβέρνηση, αλλά και για όλους μας, η πανδημία θα είναι παρούσα και το 2022, ενώ οι μεγαλοστομίες και οι καθησυχαστικές δηλώσεις του κ.Μητσοτάκη για το «τελευταίο μίλι προς την Ελευθερία», έχουν διαψευστεί με παταγώδη τρόπο. Στην αιχμή του 4ου επιδημικού κύματος και με το ΕΣΥ να πιέζεται αφόρητα, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, η εικόνα ενός προϋπολογισμού που προσεγγίζει την πανδημία ως μια κρίση σε αποδρομή, είναι υγειονομικά και κοινωνικά εγκληματική. Είναι λάθος πολιτικό «σήμα» και προς την κοινωνία, προς το προσωπικό του ΕΣΥ, αλλά και προς τη διεθνή κοινότητα (ΠΟΥ, ΕΕ, ΟΟΣΑ, ECDC) που προτρέπει σε ενδυνάμωση των δημόσιων συστημάτων υγείας ως «παρακαταθήκη» από την πανδημία. Και αποδεικνύει ότι το πραγματικό πολιτικό σχέδιο για την επόμενη μέρα μετά την πανδημία, είναι να κλείσει οριστικά το «διάλλειμα κρατισμού» στο οποίο κατέφυγε αναγκαστικά η κυβέρνηση για να μην καταρρεύσουν ολοσχερώς οι δημόσιες δομές υγείας. Και να υλοποιηθεί το βασικό σενάριο των ΣΔΙΤ, δηλαδή του ανοίγματος του ΕΣΥ στους επιχειρηματίες υγείας ( και όχι γενικά στον ιδιωτικό τομέα).
Ακόμη όμως και όταν υποχωρήσει πλήρως η πανδημία το 2022, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του συστήματος υγείας θα είναι αυξημένες, επειδή ακριβώς η «μονοθεματική» λειτουργία του ΕΣΥ εδώ και 1,5 χρόνο έχει δημιουργήσει ακάλυπτες υγειονομικές ανάγκες. Έχει υπολογιστεί ότι στο 1ο 10μηνο της πανδημίας (Μάρτιος-Δεκέμβριος 2020) πραγματοποιήθηκαν 3,9 εκ. λιγότερες επισκέψεις στα τακτικά εξωτερικά-απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων, 2,3 εκ. λιγότερες στα Κέντρα Υγείας και 108.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο. Το ΕΣΥ δηλαδή ανέστειλε σε μεγάλο βαθμό την τακτική του λειτουργία, ενισχύοντας τον ιδιωτικό τομέα, αυξάνοντας υπερβολικά την ιδιωτική δαπάνη υγείας και αφήνοντας χωρίς συστηματική παρακολούθηση και φροντίδα ασθενείς που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αναζητήσουν υπηρεσίες εκτός ΕΣΥ. Αυτό έχει προκαλέσει «παράπλευρες απώλειες» και η «πλεονάζουσα θνησιμότητα» στη χώρα έχει αυξηθεί σημαντικά (8,4% το 2020 , 8405 θάνατοι περισσότεροι από το μέσο όρο της 5ετίας 2015-2019 , εκ των οποίων το 45% δεν αφορά περιστατικά covid-19).
Τι προβλέπει επίσης ο κρατικός προϋπολογισμός του 2022 για την Υγεία: Τα έσοδα των νοσοκομείων θα είναι μειωμένα κατά 197 εκ. ευρώ, αυξάνοντας έτσι τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους, οι μεταβιβάσεις από τον τακτικό προϋπολογισμό σε νοσοκομεία και ΥΠΕ εμφανίζονται μειωμένες κατά 280 εκ. ευρώ, οι δαπάνες στην ΠΦΥ είναι μειωμένες κατά 124 εκ. ευρώ (-34%), ενώ οι δαπάνες προσωπικού συνολικά στο ΕΣΥ είναι μειωμένες κατά 61 εκ. ευρώ, δημιουργώντας εύλογη ανησυχία για την ανανέωση των συμβάσεων που λήγουν στις 31-3-2022. Με την εικόνα αυτή, η προοπτική των δημόσιων δομών υγείας δεν είναι η ενίσχυση και ανάπτυξη τους αλλά η απαξίωση, η αδυναμία κάλυψης ζωτικών υγειονομικών αναγκών και η δημιουργία ευνοϊκού πεδίου για την είσοδο ιδιωτών στο «σκληρό πυρήνα» του ΕΣΥ.
Το ίδιο ισχύει και για τον ΕΟΠΥΥ. Ενώ τα έσοδα του προβλέπεται να αυξηθούν ( + 310 εκ. ευρώ), οι δαπάνες του για παροχές ασθένειας θα είναι μειωμένες κατά 245 εκ. ευρώ και ο κλειστός προϋπολογισμός για τους ιδιώτες παρόχους θα μειωθεί κατά 16 εκ. σε σχέση με το 2021. Η μόνη δαπάνη του ΕΟΠΥΥ που θα αυξηθεί, και μάλιστα σημαντικά, είναι η φαρμακευτική (κατά 100 εκ. ευρώ). Επίσης, δεν έχουν προβλεφθεί καθόλου έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση της covid-19. Όλα τα παραπάνω πρακτικά σημαίνουν ότι τη νέα χρονιά θα συνεχιστεί η μετακύλιση κόστους περίθαλψης στην τσέπη των πολιτών, θα αυξάνεται η επιβάρυνση των ιδιωτών παρόχων (διαγνωστικά εργαστήρια, φυσικοθεραπευτήρια κλπ) με αυξημένο clawback, δεν θα μπορέσει ο ΕΟΠΥΥ να καλύψει νέες ανάγκες (υγειονομικό υλικό ανασφάλιστων πολιτών, οδοντιατρική περίθαλψη, γηριατρική φροντίδα), ούτε θα μπορέσει να συμβάλλει στη μείωση των υψηλών ιδιωτικών δαπανών υγείας (40% του συνόλου) που είναι σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα του συστήματος υγείας στη χώρα μας. Μόνο η φαρμακοβιομηχανία αναμένεται να ευνοηθεί από αυτόν προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ. Η «κοινωνική μεροληψία» αυτής της κυβέρνησης είναι πολύ ορατή και σ’αυτόν τον προϋπολογισμό .
Όσον αφορά δε την εξαγγελία του κ. Μητσοτάκη για έκτακτο επίδομα ύψους 90 εκ. ευρώ στους εργαζόμενους στο ΕΣΥ και στο ΕΚΑΒ , αποτελεί πραγματικά μια κίνηση αναντίστοιχη της -ευρύτατα αναγνωρισμένης – ανάγκης για σοβαρή και μόνιμου χαρακτήρα αναβάθμιση του ιατρικού μισθολογίου και των τακτικών αποδοχών του υπόλοιπου προσωπικού, ένταξης στα ΒΑΕ και θέσπισης ειδικών κινήτρων για άγονες-δυσπρόσιτες περιοχές και άγονες ιατρικές ειδικότητες. Η πανδημία είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία να δρομολογηθεί η σύγκλιση με την Ευρώπη στις συνθήκες εργασίας, αμοιβής και εκπαίδευσης των γιατρών και των άλλων επαγγελματιών υγείας. Μόνο έτσι θα περιοριστεί to brain drain, θα ανακοπεί το κύμα παραιτήσεων ειδικευμένων και ειδικευόμενων γιατρών από τα νοσοκομεία και θα διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ΕΣΥ.
Βεβαίως το κυβερνητικό επιχείρημα είναι ότι υπάρχει πρόβλεψη για 600 εκ. ευρώ, επιπλέον των προϋπολογισθέντων ποσών, που μπορούν να εκταμιευθούν «αν χρειαστεί». Η λογική αυτή του «αν χρειαστεί» είναι το πρόβλημα στη διαχείριση της πανδημίας. Και εξηγεί τα απολύτως προβληματικά αντανακλαστικά της κυβέρνησης. «Θα ενισχύσουμε το ΕΣΥ αν χρειαστεί», «θα στελεχώσουμε τα επιπλέον κρεβάτια ΜΕΘ αν χρειαστεί», «θα επιτάξουμε τον ιδιωτικό τομέα αν χρειαστεί». Και συνήθως ότι γίνεται, γίνεται «κατόπιν εορτής», όταν έχει χαθεί ο έλεγχος και έχουν εξαντληθεί οι αντοχές του ΕΣΥ και των ανθρώπων του.
Η κυβέρνηση λοιπόν δεν κατάλαβε τίποτα από την πανδημία ούτε από τις προτεραιότητες που έχουν αναδειχθεί σε διεθνές επίπεδο. Αντί να στηρίξει με επιπλέον πόρους (ανθρώπινους και υλικούς) το Δημόσιο Σύστημα Υγείας για να καλύψει καθολικά, ισότιμα και ποιοτικά τις σύγχρονες απαιτήσεις φροντίδας, επιμένει να το υποχρηματοδοτεί σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης και αυξημένων αναγκών. Επειδή το πραγματικό της σχέδιο είναι η ιδιωτικοποίηση «κερδοφόρων» τμημάτων του ΕΣΥ και η δημιουργία «ζωτικού χώρου» για τις μεγάλες εταιρείες στο χώρο της διάγνωσης-θεραπείας-αποκατάστασης, αλλά και για την ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Είναι δυστύχημα για την κοινωνία και τη χώρα που αυτή την υγειονομική-οικονομική-κοινωνική κρίση διαχειρίζεται μια συντηρητική και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που δεν πιστεύει στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας, στο ισχυρό κοινωνικό κράτος, στον κρατικό παρεμβατισμό στην αγορά, στη μείωση των ανισοτήτων. Και κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας των κοινωνικών, προγραμματικών και πολιτικών προϋποθέσεων για αλλαγή πορείας στα πολιτικά πράγματα και για εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση με όρθιο το ΕΣΥ και τους ανθρώπους του, με κοινωνική συνοχή και αξιοπρέπεια, με αποκατάσταση των δημοκρατικών και εργασιακών δικαιωμάτων που αυτή η κυβέρνηση έχει συστηματικά υπονομεύσει.