Σε κάθε έκφανση του κράτους, της κοινωνίας, της ζωής
Της Ελευθερίας Μηλάκη
Είχα διαβάσει ένα δημοσίευμα που μιλούσε για τη σκοτεινή πλευρά του δυτικού κόσμου, πίσω από τη βιτρίνα της ευημερίας, της ευφορίας, του πολιτισμού. Εδώ στην Ελλάδα οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, ενδιαφέρονται για τα πολιτικά, για τα κοινά. Παρακολουθούν την επικαιρότητα, συζητάνε, εκφράζουν απόψεις. Δεν είναι σαν κάποιους χωρικούς από μακρινές χώρες της Ασίας, που δεν τους ενδιαφέρει τι συμβαίνει πέρα από τη φάρμα τους, ενώ αν έχουν τηλεόραση, τη στολίζουν με ωραία «σεμεδάκια» και τη χρησιμοποιούν μόνο ως κομμάτι του ντεκόρ. Έχω διαβάσει ότι αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στο Μπαγκλαντές και ξέρω σίγουρα ότι συμβαίνει και στο Πακιστάν. Δεν δίνουν δεκάρα για τους πολιτικούς, γιατί έτσι και αλλιώς είναι διεφθαρμένοι και ο κόσμος το ξέρει. Φυσικά οι νέοι μπαίνουν στο ίντερνετ, αλλά και αυτοί έχουν άλλα ενδιαφέροντα. Έτσι και αλλιώς ξέρουν πως για κάθε τι πρέπει να βρουν ατομικές λύσεις, από το κράτος, το δημόσιο, δεν έχουν να περιμένουν τίποτα. Ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες ο καθένας μπορεί να μεταναστεύσει, να σπουδάσει, να πάει στο νοσοκομείο και ούτω κάθε εξής.
Στο δυτικό κόσμο υπήρχε ευημερία, πίσω από τη σκοτεινή πραγματικότητα των αυτοκτονιών, του αλκοολισμού, των ψυχικών ασθενειών, των ναρκωτικών, της μοναξιάς, των κατεστραμμένων οικογενειακών σχέσεων. Αρκεί να μείνει κανείς ένα διάστημα στη Γερμανία, για να αντιληφθεί ότι πλέον ούτε η ευημερία είναι επιχείρημα. Στρατιές ανέργων, αργόσχολων, «ελαστικές μορφές απασχόλησης», σπίτια – κοτέτσια που για να βρεις ένα να νοικιάσεις πρέπει να περάσεις από κάστινγκ… Η ευημερία λοιπόν είναι για ένα μέρος του πληθυσμού, ενώ για τους υπόλοιπους ισχύει ότι είναι σκοτεινά όλα. Το έζησα αυτό η ίδια, όταν χρειάστηκα επειγόντως γιατρό στο Βερολίνο και ρώτησα μια φαρμακοποιό, η οποία με ενημέρωσε ότι ή θα πάω σε ιδιωτικό ιατρείο να πληρώσω ελάχιστη χρέωση 40,26 ευρώ συν 10 ευρώ για το συνταγογραφούμενο αντιβιωτικό που τότε στην Ελλάδα τα αγοράζαμε χωρίς συνταγή, ή θα πάω να περιμένω επί ώρες στο δημόσιο εφημερεύον νοσοκομείο – πτωχοκομείο μαζί με πρόσφυγες, ανέργους και φτωχούς. Η σκοτεινή πλευρά της δύσης τελικά δεν είναι πια μόνο οι ψυχικές ασθένειες, ο αλκοολισμός, η μοναξιά και η «αλλοτρίωση»…
Στην ελληνική κοινωνία η σκοτεινή πλευρά υπήρχε και υπάρχει. Δεν μας την έφερε η «ευμάρεια», «οι κομμουνιστές», «οι σοσιαλιστές», «ο καπιταλισμός», τα «ελληνικά γονίδια» κτλ Ειδικά εδώ στην Κρήτη η σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας και της οικογένειας υπήρχε από τα παλιά χρόνια, από τους παππούδες και τους προπαππούδες των σημερινών γονιών και παππούδων. Το γιατί δεν γινόταν θέμα παλιά, είναι ένα άλλο θέμα. Δεν ήταν μόδα. Ήταν «μόδα» η ομερτά, να μην αναδεικνύονται θέματα «οικογενειακά». Όπως για παράδειγμα αν σε μία μακρινή χώρα, π.χ. στο Αφγανιστάν, ένας σκοτώσει την κόρη του, τη γυναίκα του ή την αδερφή του, η αστυνομία μπορεί και να αδιαφορήσει, γιατί αυτά είναι «οικογενειακά ζητήματα». Δεν θα λύσουμε εδώ τα οικογενειακά σας προβλήματα! Να πάτε να πνιγείτε όπως τόσοι άλλοι! Δεν μπορεί να ασχολείται μια εκφασισμένη κοινωνία και ένα εκφασισμένο κράτος με τα προβλήματα του καθενός, είτε προσωπικά, είτε ψυχολογικά, είτε οικογενειακά. Ο άντρας της είχε πεθάνει χρόνια πρίν από την ίδια. Πολλά χρόνια. Όμως μέχρι το τέλος της ζωής της συνήθιζε να λέει «με φάγανε εκείνος και η μάνα του». Και ήταν αλήθεια. Γιατί η μάνα του, που είχε απόλυτη εξουσία πάνω στο γιό της, θεώρησε τη νύφη «ιδανική», επειδή είχε κάποια προίκα. Ούτε καν που τον ρώτησε. Όσο σκληρά και αν εργαζόταν για να φέρει το ψωμί στο σπίτι, δεν ήταν ποτέ αρκετό. Δεν μπορείς να ικανοποιήσεις γενιές γυναικών που έχουν γαλουχηθεί με την ιδέα ότι ο άντρας πρέπει να είναι ο κουβαλητής. Η ιδέα αυτή είναι πολύ συγκεκριμένη. Τόσο συγκεκριμένη που και δεινόσαυρο να βρει να τους τον κουβαλήσει στο σπίτι δεν θα είναι αρκετός.
Δεν είναι έντιμη αυτή η νοοτροπία και συμπεριφορά. Αλλά δυστυχώς δεν είναι καν συνειδητή. Τίποτα σχετικά με τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά των δήθεν καλών χριστιανών «πατριωτών» δεν είναι έντιμο. Μαθαίνουν στις κόρες τους να ζηλεύουν τις τύχες των άλλων γυναικών (εκτός αν η άλλη έχει «ένα τεμπέλη που τον συντηρεί») και αν οι κόρες το μάθουν το μάθημα και γίνουν αποτυχημένες, φθονερές και τρελές, τότε γίνεται και κήρυγμα: «Τη ζηλεύσεις την ΑΒ. Την ΑΒ. τη ζηλέψανε πολλές». «Τη ζηλεύεις τη ΓΔ. Γιατί δεν είναι παραδουλεύτρα νοικοκυρά και εργαζόμενη σαν εσένα, αλλά έγινε με το γάμο της κυρία και της πληρώνει ο σύζυγος και υπηρεσία. Αυτοί είναι οι καλοί σύζυγοι». «Η σουλτάνα η Φωφώ» είχε βρει «καλό γάιδαρο». Αντίθετα οι γεροντοκόρες, η μία πήγε κατά διαόλου και η άλλη έγινε δούλα στα ξενοδοχεία των χουντικών, για να μην καταλήξει ζητιάνα και κακοποιημένη στα γηρατειά της…
Αυτή είναι η ακτινογραφία της αγίας ελληνικής οικογένειας και η κοινωνία είναι απλά «ο οργανισμός που κύτταρό του είναι η οικογένεια». Έτσι δεν είχαμε μάθει στην Αγωγή του Πολίτη; Και αν ένα μέλος της αρρωστήσει; Θα μυριστούν το φόβο και την αδυναμία του οι «αγαπημένοι» και αλίμονο τότε. Και στο κάτω κάτω της γραφής, παλέψαμε και εμείς οι νέοι, έστω και σε συνθήκες καλύτερες. Eπί χούντας, αν δεν ενδιαφερόσουν καθόλου για τα πολιτικά ή αν δεν ήσουν αριστερός ή απλά και αν ήσουν φασίστας, μπορούσες να βρεις αξιοκρατικά με διαγωνισμό μια καλή δουλειά… Ό,τι αριστερό και αν έμαθα από μυθιστορήματα, από καθηγητές ή από το μπαμπά, είχα φτάσει στο τρίτο έτος στο πανεπιστήμιο και δεν ήξερα γιατί το ραδιόφωνο έλεγε «902 στα fm αριστερά»… Έβλεπα όμως συμφοιτήτριές μου να διορίζονται σε καλές θέσεις πριν καλά καλά πάρουν το πτυχίο, χωρίς διαγωνισμό, χωρίς τίποτα. Σε περιφέρειες, δήμους κτλ. Με ψυχολογικούς και συναισθηματικούς εκβιασμούς μπορούσες να πείσεις ένα καλό παιδί να σε παντρευτεί, γιατί τότε «τα καλά παιδιά» αν είχαν μια σχέση ήταν άτιμο να την εγκαταλείψουν! Αλλιώς, είχες δικαίωμα να τους φτύσεις κατά πρόσωπο οικογενειακώς και φυσικά «θα τους έφτυναν και οι αθρώποι»… Τα κορίτσια των 80s βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση, γιατί το σκοτάδι του παρελθόντος συνάντησε το σκοτάδι του μέλλοντος. Τη σκοτεινή πλευρά της παλιάς ζωής με τη σκοτεινή πλευρά της νέας εποχής. Για να μην τα πολυλογώ, λίγο πολύ αυτό ήταν και είναι το επίπεδο και ας πέρασαν χρόνια και ας άλλαξαν πολλά. Η στενοκεφαλιά και η σκληρότητα υπήρχε, δεν ήρθε με την ευημερία, ούτε χάθηκε με την ευημερία, ούτε επανήλθε όταν χάθηκε η ευημερία με την οικονομική κρίση και άλλες περιπέτειες. Το επίπεδο είναι πάρα πολύ χαμηλό. Ένας καθηγητής ψυχιατρικής το έχει θέσει το θέμα πιο συνοπτικά «εδώ στην Κρήτη, σύμφωνα με τις μελέτες μου, πάσχουν ολόκληρες οικογένειες»…Η σκοτεινή πλευρά της ευμάρειας ή της μη ευμάρειας ήταν πάντα εδώ. Η ευμάρεια ήρθε, έφυγε, όμως η σκοτεινή πλευρά υπήρχε με ή χωρίς την ευμάρεια. Κάθονται οι έλληνες συνταξιούχοι σε καφενείο φούρνου, με τα μπαστούνια και τα δεκανίκια. Όλοι φαίνεται να είναι γύρω στα ογδόντα, αλλά δεν τους έχει εγκαταλείψει η διάθεση για ζωή. «Ζηλόφθονες οι άνθρωποι…» «Εμένα οι γονείς μου δεν μου άφησαν τίποτα»… «Τα παιδιά μου δεν έκαναν τίποτα, ό,τι τους άφησα εγώ, δεν έτρωγα, για να τους αφήσω κάτι και αυτοί δεν κατάφεραν τίποτα…» (έδειξε με περηφάνεια και πίκρα την πολυκατοικία του) «Μέχρι και στην Αυστραλία πήγα μετανάστης…» «Οι κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές φταίνε για όλα. Τσι παντέρμους… Θέλουν και να ξαναβγούν»… Γεια σας τώρα, λείπω ώρες και θα με πετάξει όξω η «γυναίκα»… Καλό μεσημέρι…