Μεγάλο το ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού που δυσκολεύεται να καλύψει έξοδα, όπως κόστος στέγασης, θέρμανσης και άλλων βασικών αγαθών
Όχι μόνο στον φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού της χώρας αφορά η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών).
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα για την υλική στέρηση το 2020 της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα επίσης με την οποία:
Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής:
-το 6,2% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.),
-το 4,9% διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.),
-το 8,6% διαμένει σε ενοικιασμένη κατοικία,
-το 8,1% διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία.
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 29% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,8% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 43,9% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 43,2% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 38,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 61,2% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 45,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ανέρχεται σε 17,1%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 39,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12,4%.
Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,2% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 18,1% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 33,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 83,4% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 22,5%.
Το 43,7% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
Το 50,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
Το 71,6% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 2.000 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.915 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.018 ευρώ.
Το 19,7% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,5% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 8,8% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 9% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,8% των μη φτωχών και το 3% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
-Το 13,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 31,4% και 9,4%.
-Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 49% και 22,4%.
-Το 37,2% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 65,4% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 31,3% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
-Το 4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 12,3% και 2,3%.
Σχετικά με την υγεία του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, προκύπτουν τα εξής:
-Το 6,7% δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,7% μέτρια, ενώ το 78,6% πολύ καλή ή καλή υγεία.
-Το 23,7% έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
-Το 9,8% για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,6% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
-Το 25,6% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51,2% και 20,9%, αντίστοιχα.
-Το 36,9% ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 10% και 51,2%.
-Το 30,5% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 56,1% και 26,3%. Το 22,4% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.