Συνάντηση με τους προέδρους της ΓΣΕΒΕΕ και της ΚΕΕΕ – «Η “Νέα Αρχή” στην πραγματική οικονομία περνά μέσα από την ενίσχυση της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας»
Οι βασικοί άξονες των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για μία «Νέα Αρχή» στην οικονομία και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, όπως αυτοί ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ -σε αντιπαραβολή με το κυβερνητικό δόγμα «συγχωνεύσεις ή λουκέτα»- βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνάντησης του Αλέξη Τσίπρα με τον πρόεδρο της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργο Καββαθά και τον πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, τόνισε ότι «συζητάμε σε μία περίοδο που το 1/3 των επιχειρήσεων είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας». Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε ο ίδιος ότι «παρά τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης η οικονομία βρίσκεται σε τέλμα για μία σειρά από λόγους», απαριθμώντας χαρακτηριστικά: Το άλμα στο εμπορικό ισοζύγιο, το τεράστιο κύμα ακρίβειας που πλήττει και τα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις και τη «δομική αδυναμία χρηματοδότησης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, που αποτελούν το 95% του ελληνικού επιχειρείν».
«Η “Νέα Αρχή” στην πραγματική οικονομία περνά μέσα από την ενίσχυση της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας» τόνισε ο Αλ. Τσίπρας, καταλογίζοντας στην κυβέρνηση πως «κινείται στην πεπατημένη και αρνείται ριζοσπαστικές τομές που θα μπορούσαν να δώσουν ανάσα».
Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην άρνηση της κυβέρνησης για ρύθμιση των πανδημικών χρεών με πρόβλεψη διαγραφής μέρους τους, τον σχεδιασμό του Ταμείου Ανάκαμψης με διοχέτευση των πόρων μόνο μέσω των συστημικών τραπεζών που θεωρούν αναξιόχρεες και δεν δανείζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
«Η στρατηγική της κυβέρνησης είναι συγχωνεύσεις ή λουκέτο για τις ΜμΕ», σημείωσε ο Αλέξης Τσίπρας, χαρακτηρίζοντας τη «λανθασμένη».
Δείτε επίσης: Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: Κυβερνητική γραμμή οι συγχωνεύσεις ή «λουκέτο»
Ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρέθεσε τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΔΕΘ για «μία “Νέα Αρχή” στην οικονομία, μέσα από ένα πακέτο λύσεων και ρεαλιστικών αλλά και ριζοσπαστικών τομών με στόχο την ενίσχυση των ΜμΕ».
Συγκεκριμένα τόνισε πως:
- Η πρώτη αφορά τη διαγραφή μέρους των χρεών που δημιουργήθηκαν μέσα στην πανδημία, 40 ως 60% μεσοσταθμικά και 120 δόσεις για το υπόλοιπο.
- Η δεύτερη αφορά τον ανασχεδιασμό των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και την αξιοποίηση της Αναπτυξιακής τράπεζας ώστε να μην είμαστε ουραγοί στους πόρους στις ΜμΕ αλλά να υπερβούμε και το μέσο όρο γιατί οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της οικονομίας μας.
- Η τρίτη αφορά στις παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του κύματος της ακρίβειας, με τη ριζική μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, στα κατώτατα όρια που επιτρέπει η ΕΕ.
- Η τέταρτη είναι η αντικατάσταση του πτωχευτικού που σήμερα αίρει το καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας
- Και η πέμπτη είναι κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος που είναι «ένα οριζόντιο χαράτσι, ασχέτως εισοδήματος, που πλήττει κυρίως τους μικρούς και μεσαίους».
Χατζηθεοδοσίου: Χωρίς παρέμβαση, οι ανατιμήσεις θα είναι πολύ υψηλότερες από τις σημερινές
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος της ΚΕΕΕ, κ. Χατζηθεοδοσίου, σημείωσε πως «ακούσαμε τις προτάσεις σας στη ΔΕΘ με μεγάλη ανακούφιση», σημειώνοντας πως «συμπεριλάβατε όλα τα θέματα που έχουμε σε πρώτη προτεραιότητα».
Αναφερόμενος στο θέμα της ακρίβειας, προειδοποίησε πως «εάν δεν υπάρξει παρέμβαση της Πολιτείας, είναι δεδομένο πως οι ανατιμήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα είναι πολύ μικρές σε σχέση με αυτές που θα γίνουν στο άμεσο μέλλον που θα είναι πολύ μεγαλύτερες», εξηγώντας πως ακόμα δεν έχουν καταγραφεί οι αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο «που θα επηρεάσουν πάρα πολύ», γιατί εξαιτίας και των αυξημένων τιμών στις πρώτες ύλες «οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να απορροφήσουν και αυτό το βάρος».
Αναφερόμενος στο ζήτημα της διαγραφής μέρους του πανδημικού χρέους, υπενθύμισε πως οι επιχειρήσεις «δεν έκλεισαν επειδή το ήθελαν αλλά επειδή η Πολιτεία τις έκλεισε, με αποτέλεσμα να φορτωθούν ένα χρέος που δεν ήταν μέσα σε αυτό που λέμε επιχειρηματικός κίνδυνος».
Τέλος, για το Ταμείο Ανάκαμψης και την έλλειψη ρευστότητας προς τις ΜμΕ σημείωσε πως «η ίδια η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών αναφέρει πως το 85% των επιχειρήσεων δεν μπορούν να πάρουν καμία μορφή δανεισμού».
Υπενθύμισε ενδεικτικά πως το 2020 «μόλις 40.000 επιχειρήσεις από τις 840.000 μπόρεσαν να πάρουν κάποια μορφή δανεισμού». Σε αυτό το πλαίσιο ο Πρόεδρος της ΚΕΕΕ, τόνισε την ανάγκη να δώσει το κράτος εγγυήσεις προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό οι ΜμΕ, προειδοποιώντας για « προσχεδιασμένο μεγάλο αφανισμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων» και συνόψισε πως πρόκειται «για πολιτική απόφαση να μιλάμε για μια οικονομία που θα ελέγχεται από τις μεγάλες επιχειρήσεις».
«Από το σύνολο των 840.000 επιχειρήσεων, 8.000 έχουν το 80% του χρέους προς τις τράπεζες» πρόσθεσε, εξηγώντας πως πρόκειται για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ οι ΜμΕ είναι αποκλεισμένες και τονίζοντας πως «αν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης δεν πέσουν στις ΜμΕ, τότε είναι πολιτική απόφαση να μιλάμε για μία οικονομία που αύριο θα ελέγχεται μόνο από τα μεγάλα τραστ πολυεθνικών.
Καββαθάς: Περιμέναμε από τον πρωθυπουργό ουσιαστική παρέμβαση για τη μείωση των ειδικών φόρων
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Καββαθάς στο ίδιο μήκος κύματος χαρακτήρισε το ιδιωτικό χρέος της πανδημίας «βαρίδι που προστίθεται σε αυτά της προηγούμενης κρίσης», καθώς σήμερα το ιδιωτικό χρέος ξεπερνά τα 260 δισ. ευρώ.
Ο ίδιος έκανε αναφορά και στις εργασιακές σχέσεις και εξέφρασε την πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ ότι «φτωχοί εργαζόμενοι, σημαίνει φτωχή οικονομία».
Ως «τεράστιο θέμα» χαρακτήρισε το νέο πτωχευτικό δίκαιο για «την οικονομία και την κοινωνική συνοχή», κάνοντας λόγο για «ψευδεπίγραφη δεύτερη ευκαιρία».
Καταλήγοντας, ανέφερε σχετικά με τις ανατιμήσεις ότι περίμενε από τον πρωθυπουργό «ουσιαστική παρέμβαση για τη μείωση των ειδικών φόρων» και τόνισε την ανάγκη για μια «γενναία μείωση του ΦΠΑ» προκειμένου να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να «ισορροπήσουν».
Τέλος, αναφέρθηκε στις εταιρείες παροχής ενέργειας, υποστηρίζοντας πως ενώ έχουν «υπερκέρδη», δεν υπάρχει καμία υπουργική απόφαση που να δίνει έστω «κατευθυντήριες γραμμές» ενόψει των ανατιμήσεων.