Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε πως το υποχρεωτικό self test στον Δημόσιο τομέα και η ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματός του, εκτός από συνταγματικό και σύμφωνα με την Ελληνική αλλά και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν παραβιάζει ούτε τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας. Έτσι το ΣτΕ απέρριψε αίτηση εργαζόμενης στις Ένοπλες Δυνάμεις, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Η εργαζόμενη, είχε προσφύγει στο ΣτΕ με αφορμή την απαγόρευση εισόδου στον χώρο εργασία της επειδή αρνήθηκε να υποβληθεί σε τεστ, και ζητούσε να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική, παράνομη και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία, η 24.4.2021 ΚΥΑ για την εφαρμογή του υποχρεωτικού μέτρου του διαγνωστικού ελέγχου νόσησης από κορονοϊό σε υπαλλήλους του Δημοσίου τομέα.
Η (πολιτική) υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, υποστήριζε ότι η επίμαχη ΚΥΑ προβλέπει το υποχρεωτικό self test μια φορά την εβδομάδα και την ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματος, χωρίς ωστόσο να ερωτηθεί αν συναινεί σε αυτό, με αποτέλεσμα να υπόκεινται σε επεξεργασία τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας της. Την ίδια ώρα, υποστήριζε ότι η προηγούμενη συγκατάθεση για την επεξεργασία των προσωπικών ευαίσθητων δεδομένων υγείας αποτελεί αναγκαίο όρο για την επεξεργασία τους, όπως αυτό κατοχυρώνεται από την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Έτσι, υποστήριζε ότι παραβιάζεται ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συνθήκη λειτουργίας της Ε.Ε., τα άρθρα 3, 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μια σειρά άρθρων του Συντάγματος (2, 4, 5, 9Α και 22), ενώ παράλληλα έκανε λόγο για προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς και των δικαιωμάτων προστασίας των προσωπικών δεδομένων της, κ.λπ.
Το ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 1386/2021 απόφαση του απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της υπαλλήλου και έκρινα πως σύμφωνα με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη».
Επιπρόσθετα, το ΣτΕ έκρινε, ότι «το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητα» και πως:
«Η συγκατάθεση δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας (σ.σ.: των προσωπικών δεδομένων). Αντίθετα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας».