«Δεν ξέρω αν κάποιος δήμος σκέφτηκε ποτέ να αποδώσει τ’ όνομά του σε κάποια οδό, σε κάποιο ταπεινό αδιέξοδο. Περιττό θα ‘ταν άλλωστε. Τίποτε δεν σώζουν οι τελετές της υποκρισίας, εκτός ίσως από την ιδιοτέλεια των υποκριτών» είχε γράψει ο Παντελής Μπουκάλας για τον Κώστα Γεωργάκη.
Και είχε απόλυτη αλήθεια. Οι σελίδες της ιστορίας αυτής της χώρας δεν χώρεσαν ποτέ τους πραγματικά ένδοξους, μόνο το περιθώριό τους.
Γεννημένος το 1948 ο φοιτητής Γεωλογίας από την Κέρκυρα που σπούδαζε στην Ιταλία την εποχή της Χούντας κατευθύνεται το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου του 1970 στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας. Από το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του βγάζει τρία μπουκάλια γεμάτα βενζίνη και ύστερα κατευθύνεται προς τα σκαλιά του Παλάτσο Ντουκάλε, στα δικαστήρια της πόλης. Εκεί περιλούζεται με βενζίνη και ανάβει το σπίρτο. Τυλιγμένος στις φλόγες φωνάζει: «Κάτω η τυραννία». Οι εργάτες που βρίσκονται στην πλατεία τρέχουν να τον βοηθήσουν, ο ίδιος απομακρύνεται για να μην τον βοηθήσουν. Η τελευταία του φράση ήταν «Ζήτω η Ελεύθερη Ελλάδα». Μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου ξεψυχά.
Ο Γεωργάκης ήταν μέλος της Νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου και είχε αποκαλύψει ανώνυμα ότι η Χούντα του Παπαδόπουλου είχε διεισδύσει και διαβρώσει τις ελληνικές φοιτητικές ενώσεις στην Ιταλία. Το όνομά του διέρρευσε. Ο ίδιος μην αντέχοντας την ξενιτιά, την ανελευθερία, και την τρομοκρατία και θέλοντας να δώσει ένα μήνυμα στην διεθνή κοινότητα για την τυραννία στην Ελλάδα και να σώσει την οικογένειά του από τυχόν αντίποινα αποφάσισε να αυτοπυρποληθεί.
Η πράξη του συντάραξε την διεθνή κοινή γνώμη ενώ η Χούντα προσπάθησε με κάθε τρόπο να καλύψει το γεγονός αλλά και κάθε αντίδραση.
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα στο πατέρα του έγραφε:
«Αγαπημένε μου πατέρα συγχώρεσέ με για αυτή μου την πράξη, χωρίς δάκρυα. Ο γιος σου δεν είναι ήρωας. Είναι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους ίσως λίγο περισσότερο φοβισμένος. Φίλα την γη μας για μένα. Μετά από τρία χρόνια βίας δεν μπορώ άλλο. Δεν θέλω να σας βάλω σε κίνδυνο εξαιτίας των δικών μου πράξεων. Αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς από το να πράττω σαν ελεύθερο άτομο. Κάτω οι τύραννοι, Ζήτω η Δημοκρατία. Η γη μας που γέννησε την Ελευθερία θα κατατροπώσει την τυραννία. Άμα μπορείς συγχώρεσέ με. Ο Κώστας σου.»
Ενώ σε έναν φίλο του είχε γράψει τα εξής επίκαιρα ειδικά σήμερα λόγια: «Είμαι σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα οι άνθρωποι στην Ευρώπη θα καταλάβουν ότι το φασιστικό καθεστώς στην Ελλάδα είναι απειλή για την αξιοπρέπειά μας σαν άνθρωποι αλλά και απειλή για την Ευρώπη. Δεν θέλω η πράξη μου να ληφθεί σαν ηρωική αλλά ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Από την άλλη μπορεί κάποιοι άνθρωποι να ξυπνήσουν και να δουν σε τι καιρούς ζούμε.»
Η ιστορία τελικά κάνει κύκλους.
Κατερίνα Καραβία – 3pointmagazine
Ο Κώστας Γεωργάκης ήταν από την Κέρκυρα και όσο σπούδαζε στην Ιταλία, ο ίδιος και η οικογένειά του δεχόταν απίστευτες πιέσεις από τους φασίστες στην Ελλάδα. Σπούδασα στην Κέρκυρα, στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Οι δικοί μου έζησαν λιτά για να μας σπουδάσουν, ούτε διακοπές πηγαίναμε, ούτε τίποτα. Την “επίπλαστη ευμάρεια” που όλο λένε, δεν τη ζήσαμε πάντως εμείς. Όταν τελικά κατάφερα να βρω ένα σπίτι στην πόλη (ήταν δισεύρετα) αυτό ήταν απέναντι από τη μικρή πλατεία με το άγαλμα του Κώστα Γεωργάκη. Το στενό, όπου έμενα, λεγόταν Εβραίων Θυμάτων Ναζισμού. Ήταν η “Οβριακή”, η λεγόμενη “εβραϊκή” συνοικία, μόνο που Εβραίοι πια δεν υπήρχαν, γιατί τους εξόντωσε ο Χίτλερ. Κάθε πρωί, έπαιρνα ένα καφέ φραπέ από το καφέ στη μικρή πλατεία. Μέχρι να ετοιμαστεί ο καφές κοιτούσα το άγαλμα και σκεφτόμουν… Μια φορά φιλοξένησα για ένα διάστημα την ηλικιωμένη θεία μου και όταν αυτή έχασε το δρόμο, είπε σε ένα αστυνομικό “θέλω να πάω εκεί που είναι αυτός που κάηκε”. Ο Κώστας Γεωργάκης της έδειξε το δρόμο… Πού να το φανταστώ, ότι είκοσι χρόνια μετά, θα έπαιρνα μια γεύση της φασιστικής τρομοκρατίας εκ μέρους του κράτους με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη…