Από τη γραφομηχανή στα smartphones: Η ανθρώπινη ψυχή δεν αντικαταστάθηκε ακόμα

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Μια μετάθεση έστειλε την οικογένειά μου στα Χανιά…  Ήταν 1992 και θα πήγαινα δευτέρα γυμνασίου. Το ότι τρία παιδιά έπρεπε να αλλάξουν σχολεία και φροντιστήρια ήταν ένα ασήμαντο θέμα. Έτσι και αλλιώς ο μπαμπάς ήταν ο τύπος του ανθρώπου που ζούσε μόνο για να δίνει, μόνο αυτό του έδινε χαρά και δύναμη. Αυτός θα έσβηνε φωτιές στα Χανιά και εμείς θα ξεκινούσαμε μια νέα ζωή. Στην αρχή ούτε λυπήθηκα, ούτε χάρηκα, ένιωθα ουδέτερα ως προς το θέμα της μετακόμισης. Είχα τα δικά μου ενδιαφέροντα τότε και η μετακόμιση ελάχιστα με απασχολούσε. Μετά όμως συνειδητοποίησα ότι και τα Χανιά είχαν τα καλά τους.

Στο γυμνάσιο στα Χανιά όχι μόνο κάναμε μάθημα Πληροφορικής, αλλά είχε και αίθουσα υπολογιστών. Ήταν οι υπολογιστές εκείνοι οι παλιοί, με τις όχι επίπεδες οθόνες και τις κεντρικές μονάδες επεξεργασίας. Ως προς τη θεωρία, όλα καλά, μάθαμε τα μέρη του υπολογιστή, τι είναι το bit και το byte, τι είναι το πρόγραμμα, τι είναι το λογισμικό, το υλικό και ποια είναι η ιστορία των υπολογιστών. Το πρόβλημα για μένα ήταν, όταν από τη θεωρία περνούσαμε στην πράξη και πηγαίναμε στην αίθουσα των υπολογιστών, η οποία ήταν στο υπόγειο. Καθόμασταν τρεις τρεις σε κάθε υπολογιστή και έκανα τα πάντα για να μπορώ να ασχολούμαι με κάτι άλλο χωρίς να τραβάω την προσοχή. Δεν ήθελα να συμμετέχω στην πρακτική εξάσκηση, είχα μια φοβία. Συμπεριφερόμουν ακριβώς όπως στο μάθημα της γυμναστικής, που περίμενα να «πάρουμε απουσίες», να δει ο γυμναστής ότι φορούσαμε φόρμες και μετά να πάω να κρυφτώ στην τάξη και να διαβάσω κάτι άλλο. Και μετά αναρωτιόμουν γιατί η γυμναστές «μου έβαζαν» κακό βαθμό, ενώ σε όλα τα μαθήματα «έπαιρνα» άριστα… Οι πρόγονοι των υπολογιστών, κατά μία έννοια, ήταν οι γραφομηχανές. Ήμουν εξοικειωμένη με αυτές και πολλές φορές είχα δοκιμάσει να γράψω με τη γραφομηχανή στο γραφείο του μπαμπά. Στης μαμάς είχαν ήδη ηλεκτρικές. Η παλιάς τεχνολογίας γραφομηχανή, όχι μόνο δεν μου προκαλούσε φόβο, αντίθετα μου φαινόταν πολύ ελκυστική.

Σε δύο χρόνια επιστρέψαμε στο Ηράκλειο. Στο λύκειο πια, ευτυχώς δεν χρειάστηκε να ασχοληθώ με κομπιούτερς. Όταν όμως πέρασα στο πανεπιστήμιο, ο εφιάλτης επανήλθε. Από το πρώτο κιόλας εξάμηνο μας ζήτησαν να παραδόσουμε εργασίες δακτυλογραφημένες. Πήγα σε ένα φωτοτυπάδικο, όπου υπήρχε μια κοπέλα που έκανε δακτυλογραφήσεις. Η πρώτη μου εργασία ήταν γεμάτη ορθογραφικά λάθη, που δεν ήταν δικά μου! Στη συνέχεια ανέλαβε τις δακτυλογραφήσεις η μητέρα μου, που ήταν ήδη μια έμπειρη υπάλληλος που έκανε γραμματειακή εργασία. Έγραφα σε χειρόγραφα, τα έστελνα με το ταχυδρομείο και μου επέστρεφε τις εργασίες εκτυπωμένες ή σε δισκέτα. Έγινα συχνή «πελάτισσα» στο ταχυδρομείο, όπου μια φορά ήμουν λίγο ανυπόμονη, γιατί δεν είχε έρθει το πακέτο μου. «Τα παράπονά σας στον κύριο Παγκράτη», μου είπε η υπάλληλος στο ταμείο. Ωραία λοιπόν, θα πάω στο διευθυντή, σκέφτηκα. Μπαίνω στο γραφείο του διευθυντή, τον ενημερώνω ότι από το ταμείο μου είπαν να πάω στον διευθυντή, τον κύριο Παγκράτη… Μόνο που ο κύριος Παγκράτης ήταν ο… δήμαρχος. Μου είχαν πει δηλαδή «τα παράπονά σου στο δήμαρχο» και εγώ δεν κατάλαβα από… κερκυραϊκό χιούμορ!

Και μετά τα πράγματα χειροτέρεψαν. Έπρεπε να περάσω τα μαθήματα Πληροφορική 1 και Πληροφορική 2, στο πρώτο και στο δεύτερο εξάμηνο αντίστοιχα. Τα μαθήματα γίνονταν σε μια αίθουσα υπολογιστών σε άλλο κτίριο και δεν καταλάβαινα τίποτα απολύτως. Στο πρώτο εξάμηνο οι εξετάσεις ήταν προφορικές και βγαίνοντας από την αίθουσα ξέσπασα στα δάκρυα που με τόσο κόπο προσπαθούσα να συγκρατήσω. Στο δεύτερο εξάμηνο δεν πήγα ούτε στα μαθήματα, ούτε στις εξετάσεις. Μέχρι που ήρθε η ώρα για το υποχρεωτικό εξάμηνο του εξωτερικού, στη Γερμανία. Αυτή τη φορά η μητέρα μου αναγκάστηκε για μένα να γράψει στα… γερμανικά! Ήξερε μόνο το λατινικό αλφάβητο και βασικά αγγλικά. Όταν ήρθε η ώρα της βαθμολογίας, ο γερμανός καθηγητής με κάλεσε στο γραφείο του. Είχα κάνει μια εργασία για το λογοτεχνικό βιβλίο Am Beispiel meines Bruders (με το παράδειγμα του αδερφού μου). Μιλούσε για ένα παιδί που οι γονείς του ζούσαν με την ανάμνηση του νεκρού γιού τους που είχε πεθάνει στον πόλεμο και που έτσι και αλλιώς ήταν το αγαπημένο τους παιδί. Ο άλλος αδερφός ένιωθε άβολα με όλο αυτό, ζήλευε, κατά κάποιο τρόπο, το νεκρό αδερφό του… «Γενικά είμαι ευχαριστημένος με τη δουλειά σας», ξεκίνησε ο καθηγητής. «Έχετε όμως σημαντικές δυσκολίες ακόμα με τα γερμανικά»… Αλίμονο! Είχα παραδώσει την εργασία όπως ήταν, δεν υπήρχε δυνατότητα για διορθώσεις των λαθών της… μητέρας μου, αφού ούτε ήξερα «κομπιούτερ», ούτε είχα, οπότε παρέδωσα την εργασία με την ελπίδα να είναι εντάξει, πού να έψαχνα τώρα κάποιον να του δώσω τη δισκέτα να κάνει τις διορθώσεις, να τα εκτυπώνω ξανά κτλ… Ποτέ δεν έμαθε ο συγκεκριμένος καθηγητής ότι τα γερμανικά μου ήταν πολύ καλύτερα από όσο νόμιζε, αν και από τότε τα βελτίωσα περισσότερο. Μερικοί ήταν και να τους φοβάσαι, δεν ήταν να αντιμιλάς. Ρατσιστές. Ήταν δυο κοπέλες από τη Σερβία. Μια μέρα μία από αυτές δεν ήξερε να απαντήσει σε μία ερώτηση στο μάθημα και ο καθηγητής είπε «δεν περιμέναμε να μας έρθει το φως από τη Σερβία», «ξέρετε, λένε ex oriente lux». Τώρα ακούγεται απίστευτο, τότε όμως ειπώθηκε στο αμφιθέατρο. 

Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα, είχαν μείνει λίγα μαθήματα που χρωστούσα πια. Έπρεπε να γίνει κάτι με την Πληροφορική. Πήγα τελικά σε μια σχολή υπολογιστών στην Αθήνα, όπου απέκτησα τις γνώσεις που χρειαζόμουν. Ο κύριος Ι.Σ., υπεύθυνος της σχολής, είχε μεγάλο ζήλο με τη δουλειά του και φρόντιζε πάντα στο διάλειμμα να υπάρχουν καφέδες για όποιον ήθελε. Πέρασα ευχάριστα εκεί, ξεπέρασα ως ένα βαθμό το φόβο μου για τα κομπιούτερ, πέρασα τα μαθήματα της Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο και άρχισα να γράφω πια μόνη τις εργασίες μου για το μεταπτυχιακό. Όταν δεν πήγαινα στην αίθουσα υπολογιστών της σχολής, σύχναζα σε ένα ίντερνετ καφέ στην πλατεία του «Αγίου». Ήταν ένα ίντερνετ καφέ πολύ σοβαρό, με επίπεδο, καμία σχέση με συνάξεις από gamers που βρίζουν και φωνασκούν. 

Στα πρώτα χρόνια στο πανεπιστήμιο απέκτησα και το πρώτο μου κινητό. Ήταν 2000. Από τότε μέχρι σήμερα, τέτοια κινητά χρησιμοποιώ! Μια μέρα είχα μάθημα με ένα παιδάκι πρώτης δημοτικού. Τα παιδιά είναι πολύ έξυπνα. Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου και αποφάσισα να απαντήσω. Είχα ένα προαίσθημα ότι ο μικρός κάτι θα πει για το κινητό μου και προσπαθούσα να το κρύβω, να μην το δει. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, ο μικρός είπε «κυρία τέτοιο κινητό έχεις; Εγώ κυρία έχω καλύτερο κινητό από το δικό σας»! Για μένα το πρότυπο καθηγήτριας αγγλικών ήταν η Μ.Χ. από τα Χανιά, η οποία έδινε πολύ μεγάλη έμφαση στη φωνητική (προφορά), στη γραμματική και στην παραγωγή λέξεων. Ναι, ήταν καθηγήτρια της παλιάς σχολής, χωρίς κομπιούτερς και  φαντασμαγορικά εφέ. Στα γερμανικά ξεκίνησα με μία καθηγήτρια που δίδασκε με βάση τα βιβλία που χρησιμοποιούνταν στη Γερμανία για τους μετανάστες, Έλληνες και άλλους. Είχα προσέξει ότι οι παραδοσιακοί δάσκαλοι και οι καθηγητές, οι παλιοί, είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Είχα παρατηρήσει ότι αυτοί που έκαναν μάθημα σε μένα και μετά στην αδερφή μου, έλεγαν τα ίδια αστεία, τις ίδιες ιστορίες, τις ίδιες συμβουλές. Σαν μια κασέτα που έμπαινε στο κασετόφωνο. Είναι ωραίο να συνδυάζεις το παλιό με το νέο, να χρησιμοποιείς τις δυνατότητες της τεχνολογίας για να κάνεις τη ζωή πιο απλή, αλλά όχι λιγότερο ανθρώπινη.

Πού να το φανταστώ, ότι θα ερχόταν μια μέρα, που αυτό που μισούσα, η τεχνολογία, θα ήταν όλη μας η ζωή… Ότι επίσημα πλέον και υποχρεωτικά, λόγω της πανδημίας, θα δουλεύαμε ονλάιν, θα σπουδάζαμε ονλάιν, θα κρατούσαμε επαφή με φίλους και συγγενείς ονλάιν, θα ψωνίζαμε ονλάιν, θα βλέπαμε πολιτιστικές εκδηλώσεις, σεμινάρια κτλ μόνο ονλάιν… Θα ταξιδεύαμε; Ονλάιν. Θα μαγειρεύαμε; Ονλάιν. Θα συγκινιόμασταν; Ονλάιν. Θα γινόμασταν, αυτό που λέγανε στα αγγλικά… couch potatoes (πατάτες του καναπέ). Θα γιατρευόμασταν; Ονλάιν. Θα θυμώναμε; Ονλάιν. Θα σκεφτόμασταν; Ονλάιν. Είμαι από αυτούς που, θέλοντας και μη, απρόθυμα, με το ζόρι, προσαρμόστηκαν με τη νέα εποχή της χρήσης της τεχνολογίας. Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για τους πιο παλιούς. Η θεία μου, περασμένα τα ογδόντα, αγαπάει πολύ την κουβέντα. Της αρέσει να μιλάει στο τηλέφωνο για τα δικά της ενδιαφέροντα, που είναι κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι αν έπαιρνε ένα κινητό, ή τάμπλετ, ή υπολογιστή, θα μπορούσε να βρίσκει φίλους και να κάνει τσατΉταν 2011 και σε ένα μάθημα μετάφρασης, συνάντησα τη λέξη… tablet! Πανικός. Ψάχναμε με τη μαθήτριά μου να βρούμε πώς μεταφράζεται αυτό και κυρίως ΤΙ ΕΙΝΑΙ! Ο καθηγητής Χ.Κ. που επίσης ήταν της παλιάς σχολής, έκοβε κείμενα από εφημερίδες, τα κολλούσε σε μια λευκή κόλλα, έγραφε πάνω τις ερωτήσεις χειρόγραφα και μοίραζε στην τάξη φωτοτυπίες από αυτό.

Όταν πήρα το πτυχίο μου, οι γονείς μου μου αγόρασαν ένα πανάκριβο λάπτοπ, το πρώτο μου λαπτοπ. Ήταν γύρω στο 2004. Με αυτό έκανα το μεταπτυχιακό μου και τις πρώτες μου δουλειές. Είχε κακή τύχη, καθώς μια μέρα έπεσε πάνω του ένα ποτήρι νερό και από τότε άρχισε η αρχή του τέλους του. Στα τελευταία του χρόνια, το είχε δει ένας φίλος, παιδί των αρχών του ’90, μονολόγησε «ουάου, ένα παλαιολιθικό λάπτοπ». Για έναν ειδικό στην Πληροφορική, το χθεσινό φαντάζει πάντα ξεπερασμένο. Πάντα έρχεται κάτι νέο, κάτι πιο σύγχρονο. Τελικά οι γεννημένοι από το ’60 ως τις αρχές του ’90 είναι οι τελευταίοι της «παλιάς σχολής». Οι τελευταίοι που πρόλαβαν να ζήσουν χωρίς κινητά, λάπτοπ κτλ. Οι τελευταίοι που αντιστάθηκαν στην τεχνολογική επανάσταση. Μια φορά, πριν από πολλά χρόνια, διάβαζα μια εφημερίδα και συνάντησα τη λέξη «κοινωνικά δίκτυα». Έψαχνα να βρω τι στο καλό είναι πάλι αυτό, τι να σημαίνει… Τώρα είμαστε «συνδεδεμένοι», τόσο πολύ που συζητιέται το… «δικαίωμα στην αποσύνδεση». Σε μια εποχή που τα smartphones και τα κοινωνικά δίκτυα δημιούργησαν τη «δημοσιογραφία των πολιτών», είναι όσο ποτέ άλλοτε σημαντικό η επαγγελματική δημοσιογραφία να παραμένει ανεξάρτητη και να λέει την αλήθεια, αλλά και να στηρίζει το δίκιο και να προωθεί την πραγματική συμπόνια για τους αδικημένους. Ουσία και όχι πόζα, αυτό είναι το κλειδί.

Πού να το φανταστώ ότι θα ερχόταν μια μέρα που σε απολύουν ονλάιν, βγάζεις με ένα κλικ κάρτα ανεργίας ονλάιν, δέχεσαι συμβουλευτική για να βρεις δουλειά ονλάιν, βρίσκεις δουλειά σε Ελλάδα και εξωτερικό ονλάιν και μπορείς να πάρεις το λάπτοπ σου να δουλεύεις από όπου θέλεις, από όποια χώρα θέλεις ή ακόμα και από το σπίτι σου ή το εξοχικό σου. Από το ίντερνετ, ακούω την αγαπημένη μου μουσική, διαβάζω τις ειδήσεις και τα άρθρα που με ενδιαφέρουν, μαθαίνω, είμαι σε επαφή με φίλους και συγγενείς, μέχρι και με φίλους των γονιών μου! Υπάρχουν και μεγαλύτεροι που αγαπούν τις νέες τεχνολογίες. Νομίζω πως τα θετικά είναι περισσότερα από τα αρνητικά, όσον αφορά την τεχνολογία. Αρκεί να μπορείς να βγεις και μια βόλτα χωρίς να μπεις στο ίντερνετ. ‘Η να μπορείς να δώσεις πλήρη προσοχή στους γύρω σου, να μην είσαι αλλού. Πριν από λίγα χρόνια αν ήθελες για παράδειγμα να έχεις ίντερνετ στο εξοχικό, σου πουλούσαν πενήντα ευρώ ένα πράγμα σαν στικάκι, το οποίο συχνά δεν δούλευε μέσα στο σπίτι και για  έπρεπε να βγεις στη βεράντα για να βγάλει το μπλε ή το πράσινο φως, που σήμαινε ότι έχει ή δεν έχει σύνδεση… Ποιος ξέρει τι άλλο θα ζήσουμε; Ήδη συζητιέται ότι η άνοδος της ρομποτικής θα καταστήσει περιττή (!) την εργατική τάξη και πρέπει να… επαναπροσδιορίστουν οι αξίες του… πολιτισμού, ώστε η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή να είναι… δίκαιη και… ηθική… Νομίζω πως ήδη παίρνουμε μια πρόγευση της νέας «ηθικής» και «οικολογικής» ψηφιακής εποχής… Για παράδειγμα να, όταν ένας μεγιστάνας ή πρίγκιπας χρησιμοποιεί ιδιωτικό αεροπλάνο, πληρώνει το αντίτιμο του ενεργειακού του αποτυπώματος σε μια περιβαλλοντική οργάνωση. Τι άλλο θέλουμε δηλαδή; Το μόνο που μένει πια είναι να δημιουργηθούν υβριδικοί κομπιουτεράνθρωποι, οι οποίοι θα είναι τέλειοι, δεν θα αισθάνονται τίποτα, θα σκέφτονται «σωστά» και «έξυπνα». Έτσι δεν πρέπει να είμαστε; Σε ένα μέλλον που δεν θα μοιάζει καν με επιστημονική φαντασία.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί