“Ετσούγκριζα το ποτήρι μου με τον Μουσταφά, τον Πακιστανό, τον Ξένο, τον Άνθρωπο. Τον σαν κι εμένα, τον σαν και όλους μας…”
Ένα εξαιρετικά διδακτικό κείμενο – εμπειρία του δημοσιοποίησε μέσω της σελίδα του στο facebook ο γνωστός Ηρακλειώτης δημοσιογράφος και συγγραφέας, Μιχάλης Στρατάκης, με αφορμή την άγρια ρατσιστική επίθεση που σημειώθηκε στο Οροπέδιο Λασιθίου σε βάρος Πακιστανών μεταναστών.
Δείτε: Κρήτη: Άγρια ρατσιστική επίθεση – Χτύπησαν, πυροβόλησαν και λήστεψαν μετανάστες
Εντόπισαν τους 7 “νταήδες” της ρατσιστικής επίθεσης σε βάρος των Πακιστανών εργατών στο Λασίθι
Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι γνωστός, πέραν από τη δημοσιογραφική του πορεία, και για τον καθαρό του ρόλο σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το προσφυγικό. Το 2016 είχε προσφέρει το πατρικό του σπίτι, στις Γκαγκάλες, για τη φιλοξενία προσφύγων και μεταναστών, ως απάντηση στην απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Γόρτυνας να μην τους δεχτεί στην περιοχή του, απόφαση απρόκλητη καθώς δεν είχε τεθεί καν θέμα!
Η πραγματική ιστορία που περιγράφει εξελίχτηκε επίσης στο Οροπέδιο, με “πρωταγωνιστές” τον ίδιο κι έναν Πακιστανό, τον Μουσταφά, όπως τον ονομάζει, αλλά και τους θαμώνες ενός καφενείου.
“Μετά και εξαιτίας των όσων έκαμαν στο Λασίθι μια πατούλια «παλικάρια τση φακής» σε βάρος μαυροκακομοίρηδων Πακιστανών φαμέγιων, το ανεβάζω”, γράφει.
“Με την πρώτη ελπίδα πως ίσως κάποιος από δαύτους κατέχει να διαβάζει, οπότε θα το πει και στους ποδέλοιπους του σερσελέ του. Και με τη δεύτερη ελπίδα, πως θα καταφέρουνε να καταλάβουνε τα όσα θ’ ακούσουνε. Αν και πολύ αμφιβάλλω και για τα δυό”.
“Ίσαμε την ώρα που φύγαμε, ετσούγκριζα το ποτήρι μου με τον Μουσταφά, τον Πακιστανό, τον Ξένο, τον Άνθρωπο.
Τον σαν κι εμένα, τον σαν και όλους μας…”
Δείτε την ανάρτηση:
“Μετά και εξαιτίας των όσων έκαμαν στο Λασίθι μια πατούλια «παλικάρια τση φακής» σε βάρος μαυροκακομοίρηδων Πακιστανών φαμέγιων, το ανεβάζω.
Με την πρώτη ελπίδα πως ίσως κάποιος από δαύτους κατέχει να διαβάζει, οπότε θα το πει και στους ποδέλοιπους του σερσελέ του. Και με τη δεύτερη ελπίδα, πως θα καταφέρουνε να καταλάβουνε τα όσα θ’ ακούσουνε. Αν και πολύ αμφιβάλλω και για τα δυό.
…Ξερά κουκιά, μισιριωτάκια καλόψητα, με τοματοπολτό που είχε φτιάξει μοναχή της και κρομύδι λασιθιώτικο που σου ‘φερνε δάκρυα στα μάθια, μου ‘φερε η κυρά Χαρούλα μεζέ για τη ρακή, στο ντουκιάνι της στον Άη Γιώργη του Οροπεδίου.
Μα την Παναγία, δεν ήθελα να τα καταπιώ, μόνο τα κράτουνα στη μπούκα μου όσο περσσότερο εμπόρουνα, για να μη τελειώσει η μαγεία τούτου του φαγητού που με μεγάλωσε.
Όλοι εμείς καθόμασταν γύρω από την ξυλόσομπα και κάναμε μουχαμπέτι, όταν εμπήκε στον καφενέ ένας νεαρός μετανάστης, μαυριδερός.
Έκατσε πίσω και μακρυά από εμάς, αμοναχός του, με σκυμένη την κεφαλή και τα μάθια του δεν εξεκολούσανε από το τραπέζι ομπρός του.
”Κέρασε τονε” είπα στην κυρά Χαρούλα.
Σα να μου φάνηκε πως ένας παγωμένος αέρας επέρασε απάνω από τις κεφαλές όσων καθότανε γύρω από τη σόμπα.
Εντάκαρα να μιλώ, προσπαθώντας να διώξω αυτόν τον αέρα όξω από το ντουκιάνι.
Πιάστηκα από τα όσα εκουβεντιάζαμε προτύτερα για τους αθρώπους που ζούνε αμοναχοί και είπα τούτη την κουβέντα:
”Άμα είσαι αμοναχός σου, εσύ κι ο απατός σου, ετούτη η μοναξά παλεύεται. Η μοναξά που δεν παλεύεται και σε σακατεύει, είναι να ‘σαι ολομόναχος και να θωρείς δίπλα σου αθρώπους να κάνουνε παρέα και να γελούνε ευτυχισμένοι, δίχως να σου δίνουνε σημασία. Αυτή δεν είναι μοναξά, είναι μαρτύριο”.
Αιστάνθηκα πως εκάηκε ο παγωμένος αέρας, μαζί με τα λιόκλαδα στη σόμπα.
Εφώναξα τον κακομοίρη τον ξένο να κάτσει σιμά μου.
Ίσαμε να ‘ρθει, επεράσανε λίγα δευτερόλεπτα, μα ήσανε αρκετά για ν’ αντιληφτώ πως με την κουβέντα μου είχα ανάψει φωθιές σε ψυχές, φωθιές που εζεσταίνανε, μα δεν εκαίγανε.
Ίσαμε την ώρα που φύγαμε, ετσούγκριζα το ποτήρι μου με τον Μουσταφά, τον Πακιστανό, τον Ξένο, τον Άνθρωπο.
Τον σαν κι εμένα, τον σαν και όλους μας…”
Δείτε ακόμα: Τρέμει τους πρόσφυγες, τρέμει τους αλλόθρησκους, τρέμει τους γείτονες, τρέμει όσους σκέφτονται διαφορετικά…