Ο φίλος μου ο Αγγελής από το Λιβαδάκι Γορτυνίας κινδύνεψε να καεί κι αυτός ζωντανός

Του Μιχάλη Τζανάκη

Πάνω από τριάντα χρόνια, όχι γνωριμίας, αλλά φιλίας και αγάπης. Από τα φοιτητικά χρόνια κολλητοί. Ολυμπιακός αυτός, Παναθηναϊκός εγώ! Από την «Παλαιά Ελλάδα» -όπως συνήθιζε και συνηθίζει να λέει-  εκείνος, από την Κρήτη εγώ. Άλλη πολιτική «οπτική» εκείνος, διαφορετική εγώ. Κάθε φορά που βρισκόμαστε ατέλειωτες ώρες κουβέντας και άφθονου γέλιου. Ξεσηκώνουμε τη γειτονιά –τη δική του ή τη δική μου- απ’ τις φωνές και τα γέλια κάθε φορά που βρισκόμαστε.

Κάθε φορά που επισκέπτεται την Κρήτη έρχεται όχι σαν επισκέπτης, αλλά σαν «προσκυνητής». Κάθε φορά που εξυμνούσε την Κρήτη ο Αγγελής μου εξέφραζε το παράπονο του: «Πότε θα έρθεις στο Λιβαδάκι; Η πατρίδα σου είναι υπέροχη, αλλά όταν θα έρθεις στο χωριό θα δεις μια άλλη Ελλάδα! Εξίσου εκπληκτική, εξίσου όμορφη!»

Το ίδιο πράγμα μου το έλεγε όσα χρόνια γνωριζόμαστε. Πριν τέσσερα χρόνια το «παράπονό» του έγινε μεγαλύτερο: «Καλά ήρθες Πελοπόννησο με γκρουπ; Απαράδεκτος είσαι! Έχεις το φίλο σου και περιμένεις τον ξεναγό να σου δείξει την «Παλαιά Ελλάδα»;

Αυτό το χωριό το αγαπούσα χωρίς να το έχω δει ποτέ. Μόνο και μόνο γιατί σ’ αυτό γεννήθηκε και μεγάλωσε ο φίλος μου ο Αγγελής. Κι ήθελα να πάω να το δω. Μου μιλούσε ο φίλος μου για τα κτήματά του, για τα λιόφυτά του, για τις βελανιδιές, τις οξιές, για τα δέντρα 600 ή 700 ετών όπως τα χρονολογούσαν οι γεωπόνοι. Είχε φυτέψει πρόσφατα άλλα τριακόσια δέντρα για να ξεφεύγει από την πρωτεύουσα που ζει.

Το Λιβαδάκι το συνάντησα στον τηλεοπτικό δέκτη πριν λίγες μέρες. Το Λιβαδάκι καιγόταν! Ο φίλος μου ο Αγγελής διέκοψε τις διακοπές του για να πάει να σβήσει φωτιές. Τις φωτιές που έκαψαν τα πάντα στον τόπο του, το σπίτι του, τα λιόφυτά του, τα αιωνόβια δέντρα του, τις κατάφυτες πλαγιές ως τον Λάδωνα, τα πουλιά, τα ζώα. Οι γονείς του φίλου μου ακολούθησαν τις οδηγίες για «εκκένωση». Ο πατέρας του, ιερέας για δεκαετίες στο Λιβαδάκι έφυγε, αλλά η «εκκένωση»  δεν αφορά τις μνήμες, τα όνειρα, ζωές που ήρθαν που έφυγαν, αγάπες, χαρές, λύπες. Αυτά δεν «αδειάζουν» τον τόπο. Μένουν εκεί, μέσα σε στάχτες και στ’ αποκαΐδια ζωντανές.

Ο Αγγελής κινδύνεψε να καεί κι αυτός ζωντανός. Τον είχαν κυκλώσει φλόγες στην προσπάθειά του να σβήσει τις φλόγες μ’ ένα κλάδο ελιάς, ίσως από κάποιο λιόφυτό του. Μιλάμε διαρκώς. Άργησα να επισκεφτώ το Λιβαδάκι. Ο Αγγελής μου στέλνει γραπτά μηνύματα. Όποιος τα διαβάσει, αν και δεν ξέρει τον Αγγελή, αν και δεν έχει ακούσει ποτέ για το Λιβαδάκι, θα κλάψει∙ θα κλάψει πολύ, αλλά και θα νιώσει πως όσο υπάρχουν «Αγγελήδες», η Ελλάδα θα αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της!

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί