Μέλη των ένοπλων δυνάμεων της Αιθιοπίας και της Ερυθραίας βίασαν εκατοντάδες γυναίκες και κορίτσια στην εμπόλεμη επαρχία Τιγκράι, μετέτρεψαν πολλές σε σεξουαλικές σκλάβες και τις ακρωτηρίασαν, σύμφωνα με την Διεθνή Αμνηστία
Η έκθεση, που βασίζεται σε συνεντεύξεις με 63 θύματα, τεκμηριώνει σωρεία ωμοτήτων, για τις οποίες οι αιθιοπικές αρχές έχουν διαβεβαιώσει πως διενεργούν έρευνες· μέχρι σήμερα, τουλάχιστον τρεις στρατιωτικοί έχουν καταδικαστεί για βιασμούς και άλλοι 25 αντιμετωπίζουν διώξεις για «σεξουαλική βία και βιασμούς».
Γυναίκες που επέζησαν αφηγήθηκαν πως υπέστησαν ομαδικούς βιασμούς όσο κρατούνταν αιχμάλωτες, επί εβδομάδες, άλλες ότι βιάστηκαν μπροστά στις οικογένειές τους, κάποιες με τη χρήση αιχμηρών αντικειμένων, που τους προκάλεσαν σοβαρούς, «διαρκείς» τραυματισμούς στα γεννητικά τους όργανα, σε ορισμένες περιπτώσεις «ανεπανόρθωτους», τονίζει η Διεθνής Αμνηστία.
«Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούσαν πως είμαι άνθρωπος»
Ένα από τα θύματα αφηγήθηκε χαρακτηριστικά ότι «με βίαζαν ο ένας μετά τον άλλον (…). Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούσαν πως ήμουν έγκυος. Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούσαν πως είμαι άνθρωπος».
«Είναι σαφές ότι οι βιασμοί και η σεξουαλική βία χρησιμοποιήθηκαν ως πολεμικό όπλο, για να προκαλέσουν διαρκή σωματικά και ψυχολογικά τραύματα σε γυναίκες και σε κορίτσια στην Τιγκράι. Ορισμένες εξ αυτών υποβλήθηκαν σε βάρβαρη μεταχείριση με σκοπό να ατιμαστούν, να χάσουν την ανθρώπινη υπόστασή τους», συνόψισε η γενική γραμματέας της Αμνηστίας, η Ανιές Καλαμάρ.
«Η σοβαρότητα και το εύρος των σεξουαλικών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν προκαλούν ιδιαίτερο σοκ, πρόκειται πιθανόν για εγκλήματα πολέμου και πιθανόν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», πρόσθεσε η ίδια.
«Μας βίαζαν και μας στερούσαν την τροφή»
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, δράστες των φρικαλεοτήτων στην Τιγκράι φέρονται να είναι κυρίως άνδρες του στρατού της γειτονικής Ερυθραίας, η οποία στηρίζει τον αιθίοπα νυν πρωθυπουργό, μέλη των δυνάμεων ασφαλείας και παραστρατιωτικοί από την επαρχία Αμχάρα, που γειτονεύει με την Τιγκράι.
Πάνω από είκοσι γυναίκες είπαν στην Αμνηστία ότι βιάστηκαν μόνο από Ερυθραίους στρατιωτικούς, άλλες είπαν πως Ερυθραίοι και Αιθίοπες στρατιωτικοί δρούσαν μαζί.
«Μας βίαζαν και μας στερούσαν την τροφή», είπε στην οργάνωση ένα από τα θύματα, 21 ετών, τονίζοντας πως παρέμεινε κρατούμενη για 40 ημέρες. «Ήμασταν περίπου τριάντα γυναίκες· βιαστήκαμε όλες».
Σύμφωνα με την έκθεση, κέντρα περίθαλψης στην Τιγκράι κατέγραψαν 1.288 περιπτώσεις βιαιοτήτων με θύματα γυναίκες από τον Φεβρουάριο ως τον Απρίλιο του 2021. Στελέχη του ιατρικού προσωπικού εκτιμούν ότι πολλές γυναίκες προτίμησαν να μην πάνε να δουν γιατρούς.
Αντιμέτωποι με λιμό 400.000 άνθρωποι
Το Γαλλικό Πρακτορείο πήρε επιίσης τους τελευταίους μήνες συνεντεύξεις από πολλές γυναίκες που αφηγήθηκαν πως υπέστησαν ομαδικούς βιασμούς από Αιθίοπες και Ερυθραίους στρατιωτικούς.
Ο πόλεμος στην επαρχία Τιγκράι, στη βόρεια Αιθιοπία, ξέσπασε τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ο πρωθυπουργός Άμπι Άχμεντ έστειλε τον ομοσπονδιακό στρατό για να ανατρέψει την τοπική κυβέρνηση, που ανήκε στο Μέτωπο Απελευθέρωσης του Λαού της Τιγκράι (TPLF). Σύμφωνα με τον κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 2019, η επιχείρηση αποτελούσε αντίδραση στις επιθέσεις εναντίον βάσεων του ομοσπονδιακού στρατού από το TPLF.
Η γενίκευση της σύρραξης έχει τραγικό ανθρώπινο κόστος: σύμφωνα με τον ΟΗΕ, 400.000 άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με λιμό στην Τιγκράι, ενώ η ανθρωπιστική βοήθεια φτάνει με το σταγονόμετρο
Το μαυσωλείο της Ειρήνης
Είναι ένα σπίτι με μεγάλη αυλή, μέσα σε έναν ακόμα πιο μεγάλο κήπο. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν δέντρα στην κήπο, αν και το μεγαλύτερο τμήμα του έχει χτιστεί, έχουν χτιστεί σπίτια γύρω γύρω από την αυλή και τον κήπο. Αυτός ο κήπος, η αυλή και το σπίτι ήταν η προίκα του Ζαχαριού, ενός νέου που ήταν μοναχογιός και μοναχοπαίδι και χάθηκε στον Μικρασιατικό Πόλεμο το 1922. Χάθηκε κυριολεκτικά, δηλαδή δεν επέστρεψε, δεν βρέθηκε και μόνο κάποιοι είπαν διάφορες πληροφορίες για την τύχη του, ότι πέθανε, από τραύματα και κακουχίες, κάπου στα βάθη της Μικράς Ασίας. Έχει μείνει μια φωτογραφία του, μαζί έναν μεγαλύτερο συγγενή του, πρέπει να ήταν ο πατέρας του. Ο νεαρός ήταν λεπτός, με λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και φορούσε στρατιωτική στολή και ένα δίκοχο καπέλο. Επειδή δεν υπήρχαν άλλοι κληρονόμοι, αυτό το σπίτι με την αυλή και τον κήπο και ό,τι άλλο είχε, τα πήρε η ξαδέρφη του, Μαρία, η οποία ήταν ορφανή από μάνα, από μωρό, και μεγάλωνε με τη νέα οικογένεια που δημιούργησε ο πατέρας της.
Ένας άντρας ψηλός, δυνατός, με εντυπωσιακό και αυστηρό παρουσιαστικό ήταν ο πατέρας της μικρής Μαρίας. Ο λόγος του, συμβόλαιο. Η τιμή, η αυτάρκεια, η παλικαριά, αυτές ήταν οι αξίες του, οι παραδοσιακές «κρητικές» αξίες. Ήταν υπέρμετρα εγωιστής, με την καλή και με την κακή έννοια. Δεν ήθελε να δώσει σε κανένα το δικαίωμα να πει κάτι εναντίον του ίδιου ή της οικογένειάς του. Δεν ήθελε να είναι ο «τελευταίος» του χωριού, ήθελε να είναι άρχοντας. Ποιος θα το πίστευε ότι αυτός ο «άρχοντας» μέσα στο σπίτι επέτρεπε στη σύζυγό του, μια φαινομενικά καλή γυναικούλα, να τον κακοποιεί συναισθηματικά και ψυχολογικά. Πιστεύω πως ο λόγος που το ανεχόταν ήταν ότι δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα για κουτσομπολιά, σε μια μικρή κοινωνία, όπου τα πάντα συζητιούνταν και όχι απλά συζητιούνταν, αλλά και διαστρεβλώνονταν, ακόμα και με κακόβουλο τρόπο. Τίποτα δεν είχε σε αυτό το χωριό μεγαλύτερη απαξία, όσο το να κακοποιείς, να βρίζεις ή να δέρνεις τη γυναίκα σου. Αυτό το έκαναν μόνο οι πολύ φτωχοί, οι «μπεκρήδες», οι χασικλήδες, οι «περιθωριακοί». Αυτό το εκμεταλλευόταν η Μαρία, τι σύμπτωση, είχε το ίδιο όνομα με την κόρη του. Αυτό που είχε να του προσάψει ήταν ότι είχε παιδί όταν τον παντρεύτηκε, ένα μωρό, τη Μαρία. Με το κοπέλι σε πήρα. Αυτό του το υπενθύμιζε συνεχώς, ενώ ήξερε ότι τον πονούσε. Όχι τόσο γιατί του έλειπε η συγχωρεμένη, αλλά γιατί ήξερε πως η καινούρια του σύζυγος δεν θα τον παντρευόταν ποτέ, αν δεν κινδύνευε να μείνει γεροντοκόρη, δηλαδή την είχαν πάρει τα χρόνια, που λέγανε τότε… Και αντί να τον ευγνωμονεί, που μαζί του έγινε κυρία, «νοικοκερά», του «χτυπούσε» διαρκώς το γεγονός ότι έμεινε χήρος με ένα μωρό, γεγονός που έριχνε την αξία του ως περιζήτητου γαμπρού.
Τη μικρή Μαρία η μητριά την αντιμετώπιζε σαν ένα βάρος, ένα πρόβλημα, ένα αναγκαίο κακό. Την είχε μόνιμα στο εδώλιο του κατηγορούμενου. Σαν να έφταιγε που γεννήθηκε, που υπήρχε. Όμως ήταν καλό κορίτσι. Δεν αντιμιλούσε ποτέ στην κακία της μητριάς. Για χάρη του πατέρα μου. Σκεφτόταν. Φτάνει «τα όσα του αξιώνει αυτή». Η μικρή Μαρία έκανε όλες τις δουλειές. Πήγαινε στο πηγάδι να φέρει νερό, καθάριζε το σπίτι, φρόντιζε τις κότες και τα άλλα ζώα. Δηλαδή μαζί με τον σύζυγο η μητριά απέκτησε και μια κανονική οικιακή υπηρέτρια που ήταν πάντοτε στις διαταγές της και δεν της έφερνε ποτέ αντίρρηση, ακόμα και όταν της φερόταν άσχημα, την πρόσβαλλε, την απειλούσε ή σήκωνε ακόμα και χέρι πάνω της. Για χάρη του πατέρα μου. Σκεφτόταν και δεν τα έλεγε σε κανέναν αυτά που συνέβαιναν μέσα στο σπίτι και στην αυλή και στον κήπο, που περιβαλλόταν από ψηλούς, χτιστούς τοίχους για να μην υπάρχει καμία ελπίδα για τους περίεργους και τους κουτσομπόληδες. Ο πατέρας έχει καλό όνομα στο χωριό. Και πρέπει να το διατηρήσει. Αν μάθαιναν ότι τον κακοποιούσε η γυναίκα του και ότι κακοποιούσε και τη μικρή του κόρη, θα τον λυπούνταν, θα χαλούσε η εικόνα του, θα χαίρονταν ίσως οι εχθροί του. Στην πραγματικότητα ένας άνθρωπος που δεν αδικεί κανένα, δεν έχει εχθρούς, εκτός από εκείνους που λυπούνται για την προκοπή του άλλου, επειδή δεν είναι ικανοί να καταφέρουν κάτι οι ίδιοι. Δεν θα το άντεχε αυτό, να του βγάλουν τη «σούρα» του, όπως λέγανε, να τον «σουρεύουν». Δηλαδή να μιλάνε αρνητικά για εκείνον. Θα το έριχνε στο ποτό, θα ήθελε να πεθάνει. Γιατί μόνο για αυτό ζούσε. Για να λένε όλοι, «ο Νικολής είναι τίμιος». Για να σου βγει η «σούρα» σου δεν ήταν ανάγκη να είσαι θύτης κάποιων πράξεων. Αρκούσε να είσαι και θύμα.
Με την προίκα αυτή η Μαρία παντρεύτηκε. Μια από τις κόρες της, η Ειρήνη, γεννήθηκε γύρω στο 1935. Ήταν αυτή που έμοιασε περισσότερο στο περήφανο παράστημα του παππού της. Ψηλή, λεπτή, μελαχρινή, με τα σημερινά δεδομένα θα γινόταν μοντέλο. Είχε πολύ σκούροχρωμα, ίσια μαλλιά. Έχω ακούσει ότι μόνο οι Ασιάτες έχουν εντελώς μαύρα μαλλιά και ότι όλοι εμείς οι υπόλοιποι έχουμε απλά πολύ σκούρο καστανό που μοιάζει σαν μαύρο. Όποια και αν είναι η αλήθεια, τα σκουρόχρωμα μαλλιά της Ειρήνης και τα ελαφρώς αμυγδαλωτά μάτια της της έδιναν μια εξωτική ομορφιά, που με τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής κανείς δεν την εκτιμούσε. Ήταν έτσι και ο μοναδικός μικρός αδερφός της, ο Βενιαμίν της οικογένειας. Σαν Ινδιάνοι της Αμερικής περίπου. Σίγουρα η Ειρήνη δεν γεννήθηκε άρρωστη. Αντίθετα, ήταν πολύ έξυπνη και ικανή. Ζύμωνε ψωμιά, έψηνε παξιμάδια, ύφαινε κουβέρτες από μαλλιά κατσίκας ή προβάτου, έραβε, κεντούσε. Μα πιο πολύ από όλα της άρεσε να σκέφτεται και να διαβάζει, αν έπεφτε στα χέρια της κατά τύχη κανένα έντυπο, βιβλίο, εφημερίδα, οτιδήποτε. Στο σχολείο ήταν πολύ καλή μαθήτρια, αλλά όπως και οι άλλες αδερφές και όπως όλα τα κορίτσια του χωριού τότε, σταμάτησε στην έκτη του δημοτικού. Στο χωριό εξάλλου δεν υπήρχε γυμνάσιο. Οι άλλες δύο αδερφές της που ήταν κοντά ηλικιακά, ήταν άλλοι χαρακτήρες. Η πρώτη, ήξερε μόνο να στολίζεται και να καμαρώνεται στον καθρέφτη με την περίτεχνη κορνίζα που κρεμόταν στον τοίχο. Είχε μάθει κοπτική ραπτική και έραβε μόνη της ωραία φορέματα για να ντύνεται, να στολίζεται και να περιφέρεται καμαρώνοντας. Αυτή όντως ήταν τεμπέλα και «δεν έπαιρνε τα γράμματα», ούτε έκανε οικιακές δουλειές. Κάποια στιγμή παντρεύτηκε έναν νεαρό που την είχε βασίλισσα, ήταν πολύ εργατικός και εφευρετικός, έβρισκε χίλιους δυο τρόπους να βγάζει χρήματα και να της τα δίνει για να περνάει καλά και να τον αφήνει και αυτόν λίγο ήσυχο.
Η Ειρήνη ήταν η δεύτερη. Η τρίτη κόρη ήταν επίσης μέτρια μαθήτρια, αν και προσπαθούσε. Ήταν όμως απίστευτα εργατική, δούλευε σαν αγόρι και στην ουσία ήταν το αγόρι που η οικογένεια τόσο πολύ επιθυμούσε και δεν είχε. Στα χωράφια, η Κατερίνα. Χειμώνα καλοκαίρι. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολιόταν με το χόμπι της, την καθαριότητα. Της άρεσε να τρίβει μετά μανίας, να καθαρίζει να «ασπρίζει». Οποιαδήποτε υπόνοια βρωμιάς ήταν ικανή να την τρελάνει και τα μικρά παιδιά έπαιζαν με την εμμονή της και την απειλούσαν ότι θα ρίξουν κάτω ψίχουλα και άλλα σκουπίδια. Η Κατερίνα ήταν πάρα πολύ υπάκουη. Ό,τι λέγανε οι γονείς της το πραγματοποιούσε άμεσα. Όσο δύσκολη δουλειά και αν της ανέθεταν. Ήταν μια τόσο καλή εργάτρια που αργότερα βρήκε δουλειά στο Ηράκλειο, σε επιχειρήσεις. Με τον ίδιο τρόπο πίστευε στο Θεό και ήταν φανατική στη θρησκεία. Πίστευε και μη ερεύνα. Κάπου το άκουσαν αυτό, δεν ξέρω, και το υιοθέτησαν άκριτα. Μπορεί να τους το είπε κάποιος δάσκαλος ή παπάς, πάντως το πίστευε η Κατερίνα και η μητέρα της. Μακάρι τα μαθήματα της θρησκείας να τα εφάρμοζε η Κατερίνα και η οικογένειά της, όμως εφάρμοσαν μόνο το μάθημα της υποκρισίας.
Τα χρόνια περνούσαν και η Ειρήνη και η Κατερίνα δεν παντρεύονταν. «Επόμειναν απάντρευτες» και αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τις ίδιες, αλλά και για την οικογένειά τους. Σε μια εποχή που ο βασικός σκοπός ύπαρξης μιας γυναίκας ήταν να παντρευτεί και να φέρει στον κόσμο παιδιά, η Ειρήνη και η Κατερίνα ένιωθαν πολύ άσχημα. Ένιωθαν ακόμα πιο άσχημα έτσι όπως αντιλαμβάνονταν τον πόνο και την ντροπή που βίωναν οι γονείς τους εξαιτίας τους. Είναι περήφανοι οι Κρητικοί. Δεν θέλουν να τους λυπούνται. Δεν θέλουν να χαίρονται κρυφά οι κακοί άνθρωποι για το πρόβλημά τους. Και φανερά χαίρονταν, όχι μόνο κρυφά. «Ικάμε σου τη πάλι», πέταξε ο γερο – τσιφούτης Φραγκίσκος, όταν ο πατέρας των κοριτσιών επέστρεφε από τη δουλειά στα χωράφια και η γυναίκα του γέννησε άλλο ένα κορίτσι. Σου έκανε και άλλη κόρη… Οι δύο γεροντοκόρες έκαναν κακό η μία στην άλλη, όσο ήταν μαζί στο σπίτι. Η Κατερίνα, δεν ξέρω αν το έκανε συνειδητά ή ασυνείδητα, προσπαθούσε να στρέψει τους γονείς, αλλά και τα υπόλοιπα αδέρφια εναντίον της Ειρήνης. Τη συκοφαντούσε. Ζηλεύεις. Είσαι ζηλιάρα. «Εζήλεψες που επαντρεύτηκε η αδερφή μας». Εντάξει, και να είχε μια δόση αλήθειας αυτό, τι πείραζε; Μπορεί να στενοχωριόταν που η μεγάλη αδερφή παντρεύτηκε, που έδωσαν στο γαμπρό ό,τι είχαν και δεν είχαν, επειδή οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί και χάρηκαν που τους έκαναν συμπέθερους. Μπορεί να ένιωθε απόγνωση που τα χρόνια περνούσαν και η ίδια έμενε στο ράφι. Και τι έγινε δηλαδή, αν ζήλευε; Λέγε λέγε, η συκοφαντία έγινε πειστική. Η αλήθεια είναι πως αυτή που όντως ζήλευε ήταν η ίδια η Κατερίνα. Ήταν όμως αρκετά «έξυπνη», ώστε να μην εκδηλώνει τα πραγματικά της συναισθήματα, να μην μιλάει χωρίς να υπάρχει απόλυτα σημαντικός λόγος. Ζήλευε όχι μόνο την αδερφή της, ζήλευε και τα παιδιά της. Τα αντιπαθούσε. Όλη μέρα κατεβάζουν ζαχαρούχο γάλα, θα μείνουν χωρίς δόντια πολύ σύντομα. Σκεφτόταν. Τόση τρυφερότητα δεν δείξανε ποτέ στα δικά τους παιδιά. Σκεφτόταν βλέποντας τους γονείς της να ασχολούνται με τα εγγονάκια τους. Η ίδια είχε το δικαίωμα να αισθάνεται ό,τι ήθελε, γιατί απλά δεν το εκδήλωνε. Όταν όμως έλεγε έστω και μια λέξη η Ειρήνη, έσπευδε η Κατερίνα να τη στιγματίσει ως «ζηλιάρα». Με τον καιρό έμαθαν και οι άλλοι να την βλέπουν έτσι. Ως την προβληματική που ζηλεύει τη μεγάλη της αδερφή.
Άρχισε να πέφτει ψυχολογικά τόσο πολύ που δεν είχε πια διάθεση για τίποτα. Βαρέθηκε τα καυγαδάκια, βαρέθηκε τα πάντα. Έπεσε σε μια κατάσταση βαριάς κατάθλιψης (κατατονία), δεν κινιόταν, καθόταν στο κρεβάτι ή στην καρέκλα με το βλέμμα στο κενό και δεν μιλούσε. Για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι δεν μιλούσε έβγαλαν τη διάγνωση ότι «δεν ακούει, έχει προβλημα ακοής» και ότι πάσχει από… «θυροειδή»… Έτσι ηρέμησαν, συνέχιζαν όλοι να ζουν σαν να μην υπήρχε. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι, έκανε μια μικρή βόλτα στην αυλή και στον κήπο, ενώ στο χωριό δεν κυκλοφορούσε ποτέ. Είχε τη ρετσινιά της «απάντρευτης» και όχι μόνο. Είσαι «βαρεσάρα» (τεμπέλα), την κατηγορούσε η Κατερίνα αρχικά και μετά όλοι οι άλλοι. Δεν τους χρωστούσε κάτι. Αλλά αφού την κατηγορούσε ένας, την κατηγορούσαν και όλοι οι υπόλοιποι, έτσι, αυτόματα. Δέρναν ούλοι, αφέντες δούλοι. Και αν για τους γονείς υποθέσουμε πως ήταν βάρος, οι υπόλοιποι γιατί είχαν πρόβλημα; Τι τους ένοιαζε αν ήταν ζηλιάρα, κακή, «βαρεσάρα». Από την κακία σου τρελάθηκες. Της έλεγε η Κατερίνα. Μα δεν ήταν τρελή. Δεν υπήρξε ποτέ τρελή. Αντίθετα τα είχε τετρακόσια. Ίσως έκανε αρνητικές σκέψεις, ίσως δεν κατάφερε να ελέγξει τα αρνητικά της συναισθήματα, όμως σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσε να ηττηθεί μέχρι και ένας ατσάλινος γίγαντας, πόσο μάλλον μια νέα γυναίκα που μπορεί να ήταν λίγο παραπάνω ευαίσθητη και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη σαδιστική σκληρότητα των άλλων. Τη θυμάμαι από τότε που ήταν περίπου σαράντα. Από τότε έζησε άλλα σαράντα χρόνια. Τη θυμάμαι να ψιθυρίζει «πώς κατάντησα». Ζωντανή νεκρή. «Όπως θέλει καθένας καταντήζει τον εαυτό του», επέμενε με σκληρότητα η Κατερίνα. Η Κατερίνα ήταν και πρώτη στο να πετάει «μαργαριτάρια». Δολοφονούσε την ελληνική γλώσσα με κάθε επισημότητα, δεν της έφτανε να μιλάει απλά την κρητική διάλεκτο. Δεν είναι Παρίσιος, είναι Παΐσιος. Δεν είναι κάβος, είναι κάδος. Δεν είναι τσιμπούρα, είναι τσιπούρα. Υποτίθεται ότι και το πρόβλημα ακοής ήταν και αυτό οικογενειακό. Αυτό που δεν κατάφερε να καταλάβει η Ειρήνη, είναι ότι η αγάπη στην οικογένεια δεν είναι κάτι αυτονόητο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν να αγαπούν, που δεν μπορούν να αγαπήσουν, ούτε τους γονείς τους, ούτε τα παιδιά τους, ούτε τα αδέρφια τους. Συχνά αυτό είναι οικογενειακή ασθένεια, από την οποία πάσχουν όλοι οικογενειακώς. Ο άθρωπος με τσι γνώμες του μισιέται και αγαπιέται. Αυτή τη μπαρούφα την επαναλάμβαναν όλοι ανεξαιρέτως σαν να επρόκειτο για μία σπουδαία σοφία. Ήθελαν να πουν, δεν φταίω εγώ που δεν έχω αγάπη, φταίς εσύ που δεν είσαι καλόγνωμος ή που έχεις διαφορετική γνώμη. Έτσι και αλλιώς εγώ έχω πάντα δίκιο και είμαι άμεμπτος και άριστος.
Έτσι η Ειρήνη απέκτησε και το πιο ανεπιθύμητο στίγμα, αυτό της ψυχικής ασθένειας. Μόνη, χωρίς ποτέ να είναι κανείς με το μέρος της, κλεισμένη στο σπίτι, ακόμα και μετά το θάνατο των γονιών της, χρειαζόταν πάντα κάποιον να τη φροντίζει, να καθαρίζει, να μαγειρεύει, να ψωνίζει, να πληρώνει τους λογαριασμούς. Ευτυχώς το κράτος της έδινε αναπηρική σύνταξη, για να μην είναι και βάρος από οικονομική άποψη. Η ίδια ξεκίνησε σαν ένα πανέξυπνο και πανέμορφο κορίτσι και έγινε μια μεσήλικη και αργότερα μια ηλικιωμένη, η οποία παρόλο που δεν είχε κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια, δεν μπορούσε να ζήσει ανεξάρτητη, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται όλη μέρα με το βλέμμα στο κενό. Καμιά φορά μονολογούσε «ξεράθηκα». Μαράζωσε η Ειρήνη, έτσι έλεγαν παλιά την κατάθλιψη, μαράζι. Μαράθηκε σαν ένα φυτό που δεν ποτίζεται, έτσι ξεραίνεται ο άνθρωπος που δεν του δίνει κανείς αγάπη και δεν καταφέρνει να αντιληφθεί ότι ακόμα και να μην σε αγαπάει κανείς, δεν πρέπει να εγκαταλείψεις τον εαυτό σου, πρέπει εσύ να σε αγαπάς, ακόμα και αν δεν νιώθεις καλά να πεις θα ζήσω, ας νιώθω και άσχημα. Αν η Ειρήνη είχε καταφέρει να απομακρυνθεί από το σπιτικό περιβάλλον, αν είχε λάβει την κατάλληλη βοήθεια όσο ήταν καιρός, θα είχε σωθεί. Έμεινε με τους ηλίθιους ξερόλες που έκαναν τις δικές τους διαγνώσεις, σε ένα περιβάλλον με συμπεριφορές πρωτόγονες. Ακόμα και τα ζώα δείχνουν συμπόνια, αν και όχι πάντα. Κανείς δεν αγαπούσε την Ειρήνη, κανέναν δεν ενδιέφερε. Ούτε και εμένα με ενδιέφερε. Όπως ανέβαινα τη σκάλα για να πάω στο πάνω πάτωμα, κοιτούσα από το παραθυράκι, που είχε σιδερένια κάγκελα. Την έβλεπα να κάθεται όπως πάντα στο κρεβάτι ακίνητη. Αφού δεν την αγαπούσε κανείς, γιατί να την αγαπώ εγώ. Αν και καμιά φορά έμπαινα στο σπίτι της και καθόμουν λίγο μαζί της. Ποτέ δεν μου είπε κάτι κακό. Μόνο τα γνωστά. «Εξεράθηκα», «πώς κατάντησα», «ζωντανή νεκρή»…
Ήταν στη γειτονιά μου μια γάτα, λίγο διαφορετική από τις άλλες. Την ονόμαζα Σαν – Σιαμέζα, επειδή μάλλον ήταν διασταύρωση σιαμέζας. Μια μέρα την είδα άσχημα τραυματισμένη, από αμάξι ή από επίθεση σκύλου. Από τότε οι άλλες γάτες δεν την άφηναν να φάει, όταν ρίχναμε την τροφή. Έπρεπε να διώχνω τις άλλες γάτες και να παρακολουθώ, για να φάει κάτι και η Σαν – Σιαμέζα. Με τον καιρό βελτιώθηκε. Έτσι φέρονται και οι άνθρωποι στις οικογένειες. Όταν ένας είναι διαφορετικός, ευαίσθητος κτλ του φέρονται χωρίς αγάπη, σαν να είναι βάρος, σαν να είναι πρόβλημα. Μέχρι που να γίνει όντως βάρος, όντως πρόβλημα. Γιατί θα πρέπει κάποιοι να είναι «άρρωστοι» πριν ακόμα γίνουν και να θεωρούμε ότι πρέπει να είμαστε οι νοσηλευτές τους; Υπάρχουν οικογένειες που έχουν άτομα με σοβαρά προβλήματα και τα φροντίζουν με αγάπη, με αξιοπρέπεια, αδιαμαρτύρητα. Γιατί κάποιοι αντιμετωπίζουν τον άνθρωπό τους σαν να είναι βάρος, πριν ακόμα γίνει;
Η Ειρήνη τελικά πέθανε από καρδιά. Η καρδιά της ράγισε, από την ακινησία και την κακή διατροφή. Μετά το θάνατο της Ειρήνης, η Κατερίνα έκανε μια γενική καθαριότητα και ριζική ανακαίνιση στο σπίτι της Ειρήνης. Το έκανε τόσο ωραίο, που θα μπορούσε να νοικιάζεται σαν τουριστικό κατάλυμα ή να είναι επισκέψιμο σαν μουσείο. Το γέμισε θρησκευτικές εικόνες, που τις έκανε συλλογή επί χρόνια και παλιές φωτογραφίες… Όλων. Σε μια γωνιά και μια φωτογραφία της Ειρήνης, υπενθυμίζει ότι το σπίτι αυτό ήταν επί δεκαετίες το κολαστήριο μιας γυναίκας που ήταν θύμα της οικιακής βίας. Αυτοί σκοτώνανε την Ειρήνη ογδόντα χρόνια. Στην κηδεία της δεν άντεξα να πάω. Άκουσα πως ο παπάς έβγαλε ένα σύντομο επικήδειο, είπε «η Ειρήνη ήταν ένας άγγελος». Όχι πάτερ, πες το σωστά, όχι άγγελος, μάρτυρας ήταν. Μάρτυρας της κακίας, της ανοησίας και της οικογενειακής ψυχικής ασθένειας που μένει αδιάγνωστη και αθεράπευτη, γιατί μας νοιάζει μόνο το «τι θα πει ο κόσμος». Το μαυσωλείο της Ειρήνης είναι εκεί, ένα μνημείο για τη σκοτεινή πλευρά της «κρητικής» οικογένειας. Το Τατζ Μαχάλ της οικογενειακής θρασυδειλίας.