«Πάγωμα» ή αναπροσαρμογή έως 2% τα δύο επικρατέστερα σενάρια
«Κληρώνει» σήμερα για το ύψος του κατώτατου μισθού, καθώς στο Υπουργικό Συμβούλιο πρόκειται να κατατεθεί η εισήγηση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος -αφού έλαβε υπόψη του τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, που διήρκεσε ένα τετράμηνο, και μελέτησε τα υπομνήματα μιας σειράς επιστημονικών φορέων- καλείται να λάβει την κρίσιμη απόφαση. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο αρμόδιος υπουργός θα κινηθεί ανάμεσα στο «πάγωμα» ή στην πολύ μικρή αύξηση, όχι πάνω από το 2% στην καλύτερη των περιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, στις προθέσεις της κυβέρνησης δεν είναι να αιφνιδιάσει.
Για την απόφαση αυτή, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η σημερινή κρίσιμη καμπή της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η πανδημία, που συνεχίζει να ταλαιπωρεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και να μην επιτρέπει τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας.
Οι φορείς
Στο πλαίσιο αυτό, από τα υπομνήματα των φορέων που κλήθηκαν να εκφράσουν γνώμη, φαίνεται ότι οι περισσότεροι κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Δηλαδή την κατεύθυνση ή της απόλυτης ισορροπίας, άρα του «παγώματος» των κατώτατων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα για το επόμενο χρονικό διάστημα ή της πολύ μικρής αύξησης, ώστε να μη βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων οι επιχειρήσεις και υπάρξει κίνδυνος «λουκέτων» ή αύξησης της ανεργίας.
Άλλωστε, αυτή ήταν και η κατεύθυνση που επέλεξαν και οι κοινωνικοί εταίροι, εκφράζοντας και οι ίδιοι την άποψή τους επί αυτού του πολύ σημαντικού θέματος. Υπενθυμίζεται ότι μόνο η ΓΣΕΕ έχει ζητήσει να υπάρξει σημαντική αύξηση 15%, στα 751 ευρώ, από 650 ευρώ που είναι σήμερα. Η Συνομοσπονδία θέλησε δηλαδή να επανέλθει ο κατώτατος μισθός εκεί όπου ήταν το 2012, πριν από τη «βίαιη παρέμβαση» που συντελέστηκε τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς και είχε ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει στα 586 ευρώ και ακόμα χειρότερα, στα 511 ευρώ για νέους έως 25 ετών. Στον αντίποδα η ΕΣΕΕ, η ΓΣΕΒΕΕ, ο ΣΕΤΕ, ο ΣΕΒ και ο ΣΒΕ πρότειναν το «πάγωμα» των κατώτατων αποδοχών στα σημερινά επίπεδα.
Ας δούμε, όμως, τι πρότειναν οι επιστημονικοί φορείς στο υπουργείο Εργασίας. Πιο αναλυτικά:
* Η Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΛΛ+0,27% μεταξύ άλλων, διαπιστώνει ότι το 55% των θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό εντοπίζονται σε τέσσερις κλάδους: στην εστίαση (27%), στο λιανικό εμπόριο (15%), στο χονδρικό εμπόριο (7%) και στη βιομηχανία τροφίμων (5%). Η ΤτΕ εκτιμά ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού θα αύξανε την πίεση στους κλάδους που ήδη πλήττονται από την πανδημία, με πιθανές σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση.
* Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) κατέγραψε ότι ο δείκτης του μισθολογικού κόστους κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2020 αυξήθηκε κατά 5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
* Ο ΟΑΕΔ αναφέρει τα επιδόματα που σχετίζονται με τις κατώτατες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα. Ο Οργανισμός τονίζει ότι αν υπάρξει αύξηση 1%, τότε οι δαπάνες θα αυξηθούν αντίστοιχα κατά 14.179.198 ευρώ.
* Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) επισήμανε ότι την τελευταία τριετία (2018-2020) υποβλήθηκαν 129 αιτήσεις για παροχή υπηρεσιών Μεσολάβησης, Διαιτησίας, δημόσιου διαλόγου και προσωπικού ασφαλείας.
* Το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) προτείνει δύο σενάρια: Στο πρώτο απ’ αυτά ο κατώτατος μισθός να παραμείνει αμετάβλητος στα 650 ευρώ, αλλά να υπάρξουν συνοδευτικά μέτρα στήριξης των χαμηλόμισθων. Ως τέτοια θα μπορούσαν να είναι η αναψηλάφηση του ζητήματος των προσαυξήσεων των τριετιών προϋπηρεσίας στον κατώτατο μισθό ή μια μικρή αύξηση του αφορολόγητου. Στο δεύτερο σενάριο προτείνει να υπάρξει αύξηση στον κατώτατο μισθό κατά μόλις 1,53% στα 660 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ήμισυ της πιθανής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας τον επόμενο χρόνο.
* Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) θεωρεί ότι την τρέχουσα περίοδο και με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει, ενώ η οικονομία έχει ακόμα περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται, δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας. Ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν ο κατώτατος μισθός να παραμείνει αμετάβλητος και άλλα να αυξηθεί κατά 4% το πολύ.
* Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) συμπεραίνει ότι το τρέχον επίπεδο του κατώτατου μισθού στη χώρα δεν είναι ούτε ιδιαίτερα χαμηλό ούτε ιδιαίτερα υψηλό. Για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές συνέπειες της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας.
Αύξηση κατά 159 ευρώ ζητεί η ΓΣΕΕ
Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ θεωρεί ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας. Θεωρείται υπερβολικά χαμηλός και γι’ αυτό ζητείται να αυξηθεί κατά 159 ευρώ σε 14 μήνες. Αρχικά στα 751 ευρώ και στη συνέχεια στα 809 ευρώ τον μήνα για να φτάσει στο 60% του ορίου φτώχειας.
Από την πλευρά του το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ θέτει ως προτεραιότητα όχι την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά τη λήψη μέτρων για τη στήριξη των επιχειρήσεων κατά το διάστημα της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους και η διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ διαπιστώνει ότι το 23,7% των μισθωτών της χώρας λαμβάνουν έως 600 ευρώ τον μήνα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι ωρομίσθιοι και οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης. Εκτιμά δε ότι οι αναταράξεις που ήδη αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα και θα συνεχίσει να υφίσταται το επόμενο διάστημα είναι εξαιρετικές ισχυρές. Άρα θα πρέπει να αποφευχθούν αποφάσεις που θα μπορούσαν να διογκώσουν το κόστος εργασίας κατά την τρέχουσα περίοδο κατά την οποία οι επιχειρήσεις και ιδιαίτερα του εμπορίου, είναι σε τόσο ευάλωτη κατάσταση.
Το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, τέλος, εκτιμά ότι από την τρέχουσα συγκυρία και από τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας, δεν ενδείκνυται αύξηση του κατώτατου για φέτος.