Ανατριχιαστικές είναι οι λεπτομέρειες που έδωσε στην ομολογία του ο 30χρονος για τη δολοφονία της 26χρονης Γαρυφαλλιάς στη Φολέγανδρο. Ο 30χρονος ανέφερε ότι το ζευγάρι είχε «προβλήματα συνεννόησης» και εκείνος εκνευριζόταν επειδή εκείνη τον καθοδηγούσε λάθος στο δρόμο γιατί «είτε έστελνε μηνύματα, είτε είχε το μυαλό της αλλού».
Ο 30χρονος καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της 26χρονης Γαρυφαλλιάς ισχυρίστηκε παράλληλα πως «άλλαζε γνώμη» συχνά και αυτό τον εκνεύριζε. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι όταν έχασαν τον δρόμο τους και αφού ο καυγάς στο αμάξι φούντωσε, εκείνη βγήκε από το αμάξι και φώναξε «βοήθεια» και εκείνος «θόλωσα τόσο πολύ με το περιστατικό που ζητούσε βοήθεια, που ηθελημένα την έσπρωξα στον γκρεμό».
Η ιατροδικαστική έκθεση πάντως δεν συμφωνεί με τους ισχυρισμούς του 30χρονου, ο οποίος αναφέρει ως μοναδική επαφή με την 26χρονη τις δύο σπρωξιές προς τον γκρεμό. Τα ευρήματα των ειδικών παραπέμπουν σε ξυλοδαρμό της κοπέλας πριν την σπρώξει από τα βράχια.
Στα αποσπάσματα από την απολογία του ο 30χρονος καθ’ ομολογία δολοφόνος, ανέφερε: «Στη Φολέγανδρο ήρθαμε την Τρίτη που μας πέρασε δεν κλείσαμε κάποιο ξενοδοχείο αλλά αποφασίσαμε να κάνουμε ελεύθερο κάμπινγκ στην παραλία του Αγίου Νικολάου. Στο νησί ενώ ήρθαμε για να ηρεμήσουμε και να ξεφύγω από τα προβλήματα της καθημερινότητας ξαφνικά διαπίστωσα ότι με την Γαρυφαλλιά είχαμε προβλήματα συνεννόησης. Εγώ δηλαδή έλεγα άσπρο και αυτή μαύρο. Αυτό γινόταν συνέχεια. Ενώ αποφασίσαμε να πάμε σε μία παραλία για μπάνιο ξαφνικά άλλαζε γνώμη γυρίσουμε και να πάμε αλλού. Αυτό γινόταν συνέχεια και σε σημείο που με εκνευρίζει. Είχε μία επικριτική συμπεριφορά και πολλές φορές προσπαθούσε να με μειώσει
Το πρωί της Παρασκευής στη σκηνή μας στην παραλία που σας είπα περίπου στις 12 το μεσημέρι. Σκεφτήκαμε να πάμε για μπάνιο και αποφασίσαμε να πάμε στην παραλία της Λυγαριάς. Πήγαμε εκεί με το αμάξι και κάναμε το μπάνιο μας. Περίπου στις 2:30 το μεσημέρι έως τις τρεις το μεσημέρι αποφασίσαμε να πάμε να βρούμε ένα μαγαζί να φάμε, μπήκαμε στο αμάξι και ξεκίνησα να οδηγώ προς την παραλία του Αγίου Γεωργίου. Γενικά όταν εγώ οδηγούσα η Γαρυφαλλιά ήταν αυτή που έβλεπε το χαρτί και μου έλεγε το δρόμο. Βέβαια πάρα πολλές φορές μου έλεγε λάθος δρόμο και αυτό με εκνευρίζει γιατί δεν το έκανε επειδή μπερδευόταν αλλά επειδή είτε έστελνε μηνύματα είτε είχε αλλού το μυαλό της. Αυτό ήταν ενοχλητικό γιατί δεν σεβόταν που εγώ οδηγούσα και δεν έκανε σωστά αυτό που έπρεπε δηλαδή να βλέπει το χάρτη και να με καθοδηγεί.
Ενώ λοιπόν ακολουθούσα το δρόμο που μου είχε πει ξαφνικά βρήκαμε μπροστά μας χωματόδρομο και είπαμε να γυρίσουμε πίσω γιατί το αμάξι δεν πήγαινε. Εγώ ενοχλήθηκα και πάλι γιατί μου έλεγε για ακόμη μία φορά το λάθος δρόμο. Αφού έκανε αναστροφή πήρα πάλι το δρόμο από το ήρθαμε. Αφού φτάσαμε στην παραλία που κάναμε μπάνιο την προσπέρασε και συνέχισα στο δρόμο. Ενώ οδηγούσα και υπήρχε μεταξύ μας μία ένταση και ένας καυγάς για το λάθος δρόμο που μου είπε βγήκαμε εκτός δρόμου από την δεξιά πλευρά δηλαδή από την πλευρά του συνοδηγού και της θάλασσας. Μόλις κατάλαβα τι έγινε πάτησα φρένο. Μπροστά μας είχαμε τον γκρεμό και τη θάλασσα και το δρόμο. Μόλις σταμάτησα η Γαρυφαλλιά άνοιξε πόρτα του συνοδηγού και άρχισε να φωνάζει και αν δεν κάνω λάθος ξεκίνησε να περπατάει προς τον γκρεμό. Βγήκα έξω από το αμάξι και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να είμαστε μπροστά από το αμάξι και να την σπρώχνω μία φορά προς την πλευρά του γκρεμού
Την έσπρωξα άλλη μία φορά ηθελημένα για να πέσει στον γκρεμό. Θέλω να σας πω ότι όταν βγήκα από το αμάξι είχα θολώσει τόσο πολύ με το περιστατικό που ζητούσε βοήθεια, που ηθελημένα την έσπρωξα στο γκρεμό. Με το που φώναξε «βοήθεια» ένιωσα ότι με θεωρεί εγκληματία και πίστευε ότι θα ήθελα να της κάνω κακό, ένιωσα δηλαδή ότι με υποβιβάζει γι’ αυτό και έχασα τον έλεγχο. Μόλις είδα ότι ήταν χάλια στη θάλασσα δεν ξέρω για ποιο λόγο πήγα και πήρα το σακίδιο πλάτης μου από το αμάξι μου και κατέβηκα να την βοηθήσω. Όταν έφτασα κάτω στα βράχια είδα ότι η Γαρουφαλιά ήταν ολόκληρη μέσα στο νερό. Πέταξα την τσάντα στη θάλασσα και μπήκα στο νερό για να τη βγάλω. Όταν την έβγαλα την ξάπλωσα στα βράχια και της έδωσα τις πρώτες βοήθειες. Κατάλαβα όμως ότι ήταν νεκρή. Τρελάθηκα δεν ήξερα τι να κάνω. Μπήκα μέσα στο νερό και άρχισα να κολυμπάω προς την άλλη μεριά της παραλίας. Αφού κολύμπησα για πάρα πολλή ώρα βγήκα στην ακτή και άρχισα να περπατάω προς κάτι μεγάλους λόφους».
Ας πούμε ότι όντως ήρθε σε απόγνωση. Γιατί δεν σηκώθηκε να φύγει; Όταν έρχεσαι σε κακή ψυχική κατάσταση φεύγεις, δεν σκοτώνεις. Για να φτάσεις στο σημείο να σκοτώσεις και μάλιστα με τέτοιο αποτρόπαιο τρόπο σημαίνει μόνο ότι πρέπει να τιμωρηθείς πάρα πολύ αυστηρά. Όμως δυστυχώς για ένα καρβέλι ψωμί κυνηγάνε τους Γιάννι Αγιάννηδες μια ζωή και οι πραγματικοί κακοποιοί πέφτουν πάντα στα μαλακά και σε μερικά χρόνια είναι ελεύθεροι…