Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ο Κωστής και ο Μανώλης ήταν αδέρφια. Ο ένας ήταν ήσυχος, λιγομίλητος, ευαίσθητος. Ο άλλος ήταν ζωηρός, αεικίνητος, δυναμικός. Μιλούσε πολύ, για όλα και ειδικά για τα πολιτικά. Δεν μπορούσες να τον κάνεις να σωπάει με τίποτα. Με τίποτα όμως. Τα δυο αδέρφια είχαν λίγο πολύ το ίδιο σουλούπι, δηλαδή ήταν πιο κοντοί από το μέσο όρο, είχαν άσπρο δέρμα και γαλανά μάτια. Ήταν μικρόσωμοι. Τα δυο αδέρφια ήταν αγαπημένα, δούλευαν στα χωράφια και κάποια στιγμή πήγαν στο στρατό. Επειδή ήταν δίδυμοι, βρέθηκαν στην ίδια μονάδα. Ήταν στο τέλος της δεκαετίας του 1930, λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.
Ο Κωστής, που ήταν άριστος μαθητής στο δημοτικό, τοποθετήθηκε σε γραφείο. Ήξερε ορθογραφία, ενώ το λεξιλόγιό του ήταν πλούσιο. Είναι θαύμα, πώς μερικά παιδιά τότε, απόφοιτοι δημοτικού, είχαν το μορφωτικό επίπεδό ενός σημερινού αποφοίτου πανεπιστημίου. Ήταν τα παιδιά των φτωχών αγροτικών οικογενειών που είχαν πραγματική λαχτάρα για τα γράμματα, όμως οι συνθήκες της ζωής τα εμπόδιζαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Ο Μανώλης, που ήταν λίγο βραδυκίνητος και με δυσκολία έκανε τις ασκήσεις, τοποθετήθηκε στο μαγειρίο. Και τα δύο αδέρφια ήταν τακτικοί, καθαροί, καλοαναθρεμμένοι. Για τους γονείς τους δεν έχω ακούσει ποτέ, μα φαίνεται πως ήταν σωστοί γονείς για τα αγόρια τους. Στρατηγό ψηλό δεν θέλω, είχε γράψει ο αρχαίος λυρικός ποιητής Αρχίλοχος. Μα να έχει καρδιά. Και όμως τώρα στις στρατιωτικές σχολές και γενικά στους ένστολους μετράνε το ύψος, ακόμα και στις γυναίκες. Κάποιος λόγος θα υπάρχει, τι να πω. Μου άρεσε η περιπέτεια, ο κίνδυνος, αλλά τον ζούσα κυρίως μέσα από μυθιστορήματα. Δεν θέλω να είμαι καλή, θέλω να είμαι η κόλαση που ξεσπά, η νεκρή. Είχε γράψει η Μάρθα Γκέλχορν, αμερικανίδα δημοσιογράφος και μία από τις συζύγους του Χέμινγουεη. Όσο ήμουν ακόμα στα όρια ηλικίας έπρεπε να επιδιώξω μια καριέρα διερμηνέα στο στρατό. Είχε βγει μια σχετική προκήρυξη και έχασα την ευκαιρία. Νόμιζα ότι εκεί δεν είναι για μένα, επειδή έχει διαταγές.
Έτσι ήταν ο Κωστής. Δεν λογάριαζε τον κίνδυνο. Του άρεσε η μελέτη, η γνώση, ήταν φιλομαθής και από όλα τα θέματα τα αγαπημένα του ήταν η ιστορία και η πολιτική. Άκουγε για τον Πρώτο Παγκόσμιο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και να που ήρθε η ώρα να βρεθεί και αυτός σε επικίνδυνα μέρη, στα πεδία των μαχών. Πόσες πολλές περιπέτειες μπορεί να φέρει ένας πόλεμος. Ήταν ένας άλλος Κρητικός που στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο τον είχαν πάει στη Γαλλία. Γύρισε μετά και… μιλούσε γαλλικά, έκανε και τον ξεναγό σε τουρίστες που έρχονταν στο χωριό. Του τα είχε μάθει μια γαλλίδα, έμεινε για ένα διάστημα μαζί της μέχρι να έρθει η ώρα της επιστροφής. Τον θυμάμαι το γέρο αυτό, ήμουν παιδί όταν πέθανε. Είχαν πολλούς γέρους στο σπίτι εκείνο. Όταν πέθανε ο γέροντας αυτός, ένα από τα παιδιά της οικογένειας παρατήρησε με κάποια ανακούφιση «μία μας απόμεινε»… Για άλλη μια φορά τα δυο αδέρφια έφυγαν μαζί. Ήταν από τους Κρητικούς που στάλθηκαν στο μέτωπο της Αλβανίας. Έφυγαν χαρούμενοι και περήφανοι, χάρηκαν που διάλεξαν αυτούς για τη δύσκολη αποστολή. Τόσο αθώοι ήταν. Δεν ήξεραν ότι το καθεστώς ήθελε το κακό των Κρητικών, γιατί ήταν αντίθετοι σε κάθε είδους δικτατορία, καταπίεση και αφοπλισμό. Μπήκαν σε τρένα στην Αθήνα και χαιρετούσαν τον κόσμο φεύγοντας, όπως όλοι οι ήρωες, που κάτι τους κάνει να μην υπολογίζουν τον κίνδυνο και να μην φοβούνται το θάνατο. Μια καθηγήτριά μου, από τις πιο αγαπημένες μου, μας είχε πει κάτι που το θυμάμαι. Ο ηρωισμός από την τρέλα χωρίζονται από ένα πολύ λεπτό όριο. Αυτό εξηγεί γιατί οι ήρωες είναι τόσο χαρούμενοι, ακόμα και όταν είναι λίγο πριν τη θυσία τους. Μα όχι, αυτοί οι Κρητικοί δεν πήγαιναν για να πεθάνουν, πήγαιναν για να νικήσουν. Και νίκησαν. Μέχρι και ο αρχηγός των φασιστών, ο Μουσολίνι, είχε δηλώσει «είναι και μια άγρια φυλή, οι Κρήτες, που πολεμούν στο πλευρό των Ελλήνων»…
Ο Κωστής και ο Μανώλης κάποια στιγμή χωρίστηκαν. Συναντήθηκαν ξανά μετά από πολύ καιρό, στο χωριό τους στην Κρήτη. Ο καθένας ακολούθησε τη δική του πορεία προς το μέτωπο. Πίσω στο χωριό, η γυναίκα του Κωστή είχε μείνει μόνη με τις τρεις μικρές της κόρες. Φοβόταν για τον άντρα της. Μα πιο πολύ φοβόταν την Αμαλία. Ακόμα και η πιο γλυκιά κοπέλα μπορεί να μετατραπεί σε μάγισσα, αν υπάρχει κάποιος λόγος αντιζηλίας. Η Αμαλία λοιπόν ήταν μια μικροκαμωμένη κοπέλα με μεγάλα γαλάζια μάτια. Χρόνια πριν, είχε βάλει στο μάτι τον Κωστή, ο οποίος άρεσε πολύ στα κορίτσια, γιατί ήταν, όπως λένε και στα αγγλικά, μεγαλύτερος από την ίδια τη ζωή. Ήταν όμως πολύ ντροπαλή και δεν μπορούσε να βρει κάποιο τρόπο να εκδηλώσει το ενδιαφέρον της. Περπατούσε με τις φίλες της στο δρόμο και όταν αυτός φαινόταν από μακριά ψιθύριζαν η μία στην άλλη «έρχεται ο Τίγρης»! Τον ονόμαζαν έτσι από το λαμπερό βλέμμα του και το σβέλτο βήμα του. Στα μάτια τους φάνταζε σαν κάποιο είδος άγριου αιλουροειδούς, που είχε χάρη και εξυπνάδα ταυτόχρονα. Για κακή της τύχη της Αμαλίας, ο (στο μυαλό της) αγαπημένος της, αγάπησε κάποια άλλη, από ένα διπλανό χωριό. Και όχι απλά την αγάπησε αλλά… την «έκλεψε» μάλιστα κιόλας. Ο πολύ παράξενος και ιδιόρρυθμος πατέρας της είχε αμέσως το όχι, αλλά ο Κωστής δεν του έδωσε σημασία. Ο «πεθερός» θα τον μισούσε γι’ αυτό σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, πεθερός και γαμπρός δεν μίλησαν ποτέ ξανά και δεν είχαν καμία σχέση ποτέ. Άσχημο πράγμα το πείσμα. Ο «πεθερός» του Κωστή δεν το έβλεπε έτσι. Παντρεύτηκαν λοιπόν χωρίς την ευχή του πατέρα της, ενώ η Αμαλία πήρε όρκο να την εκδικηθεί. Μα ήτανε καλή κοπέλα η Αμαλία. Δεν υπάρχουνε καλές κοπέλες. Το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κακία της καθεμιάς είναι άλλο θέμα.
Κάποια στιγμή η αντίζηλος της Αμαλίας, Ευτυχία ήταν το όνομά της, έμαθε ότι υπήρχε κάποια που ήθελε το κακό της. Της το είπε μια από τις φίλες της Αμαλίας, η οποία προέβλεπε ότι μπορεί να γινόταν κάποιο μεγάλο κακό και ήθελε να το προλάβει. Θα σου κάνει μάγια, θα σε κατηγορήσει με ψεύτικες φήμες, μπορεί και να σε σκοτώσει. Θα σου κάνει κακό, όσο πιο μεγάλο το κακό, τόσο καλύτερο για εκείνη. Το μίσος ήταν τόσο απύθμενο, όπως στην περίπτωση που συγκλόνισε πρόσφατα τη χώρα, με το βιτριόλι. Τα μάγια δεν έπιασαν. Είχε φτιάξει ένα «γιατρικό» με αίμα φιδιού, ουρά λιακονιού και νύχια γυπαετού. Τα υλικά τα βρήκε με μεγάλη δυσκολία, όμως τη βοήθησε ένας φίλος της που ήταν λίγο αγαθός και του είπε ότι ήταν για καλό σκοπό, για ένα άρρωστο παιδί. Και όντως ήταν άρρωστο το παιδί της Ευτυχίας. Έπαθε ένα είδος ψυχολογικού προβλήματος, όταν έφυγε ο πατέρας του για το μέτωπο. Στη συνέχεια έγινε πιο αποφασιστική. Πήγε η ίδια στους πρόποδες του βουνού και μάζεψε δηλητηριώδη μανιτάρια. Τα τηγάνισε και φαίνονταν πολύ νόστιμα με το κουρκούτι που σχημάτιζε μία χρυσαφένια τραγανή κρούστα. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να τα φάει τώρα η Ευτυχία. Αν της τα έδινε η ίδια θα κινούσε υποψίες. Τα έδωσε στο μικρό αδερφό της Ευτυχίας. Μεγάλωσαν χωρίς μάνα τα ορφανά, έχασαν τη μάνα τους στη γρίπη του ΄18. Να τα μοιραστείτε μα να μην της πεις πως σου τα έδωσα εγώ. Να φας όμως και εσύ τα μισά. Έτσι θα ήταν σίγουρη ότι κανείς δεν θα μάθαινε από πού προήλθε το δηλητήριο. Θα πέθαιναν και οι δυο. Όμως ο μικρός, όπως περπατούσε, γλύστρησε στο χιόνι και τα μανιτάρια έπεσαν κάτω. Χτύπησε το γόνατό του, έτρεχαν αίματα. Έτρεξε στο σπίτι του έχοντας ξεχάσει για πάντα τα μανιτάρια.
Η Ευτυχία ήθελε να βρει ένα τρόπο να σωθεί. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα για τους φόβους της, γιατί θα την περνούσαν για τρελή. Τώρα θυμήθηκα εκείνη την καθηγήτριά μου. Της άρεσε να λέει, χιουμοριστικά «τρελή δεν είμαι, ό,τι θέλω λέω»… Όχι, δεν ήταν καλή ιδέα να την περάσουν για τρελή, γιατί τους τρελούς κανείς δεν τους πιστεύει και γενικά θεωρούνται αναξιόπιστοι και περιθωριακοί. Μέχρι που της ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Αν η Αμαλία έβρισκε κάποιο άλλο στόχο, τότε θα της περνούσε η εμμονή που είχε μαζί της. Η καλύτερη περίπτωση ήταν ο αδερφός του Κωστή, ο Μανώλης. Θα θυσίαζε το Μανώλη για να σωθεί. Ήταν ήσυχος, καλοκάγαθος, θα του άρεσε αυτό το κορίτσι. Αυτή ήταν αρκετά υποκρίτρια, έκανε την καλή και δεν θα την καταλάβαινε, τουλάχιστον στην αρχή.
Ο Κωστής στα διαλείμματα της μάχης έγραφε γράμματα για τους δικούς του. Μερικά πρόλαβαν να φτάσουν. Είχε χάσει τα ίχνη του αδερφού του, είχε αρχίσει να ανησυχεί γι’ αυτόν. Μπορεί να ήταν δίδυμος μα ο Κωστής ήταν ο «μεγάλος αδερφός» που έπρεπε να προστατεύει τους άλλους. Μια μέρα έφτασε γράμμα στο χωριό από το μέτωπο. Το έφερε ο χωροφύλακας. Ούτε η Ευτυχία, ούτε η Αμαλία ήξεραν γράμματα. Η Ευτυχία έβαλε το χωροφύλακα να της διαβάσει τι έλεγε το γράμμα και αφού βεβαιώθηκε πως ο άντρας της ήταν καλά, πήρε μια ριψοκίνδυνη απόφαση. Για να γίνει ακόμα πιο πειστική, θα έβαζε και κάποιον «συνεργό». Τον αδερφό της, που ήξερε γράμματα. Ντρεπόταν ο νεαρός με το ρόλο που θα έπρεπε να παίξει, όμως συμφώνησε. Πήγαν ένα βράδυ μαζί στο σπίτι της Αμαλίας και ζήτησαν να τη δουν «ιδιαιτέρως». Ξέρεις ότι ο άντρας μου και ο αδερφός του είναι στον πόλεμο. Όταν με το καλό γυρίσουν, θα έχουμε χαρές, αν το θέλεις και εσύ βέβαια. Της είπε η Ευτυχία. Απόρησε η Αμαλία, είχε περιέργεια να μάθει περισσότερα. Τότε ο νεαρός Δημήτρης άρχισε να διαβάζει με στόμφο το «γράμμα», σαν διερμηνέας που μεταφράζει άλλα αντί άλλων:
Αγαπημένη μου γυναίκα,
Είμαι καλά και το ίδιο εύχομαι και για σας. Ο Μανώλης, σε ένα διάλειμμα από τη μάχη, μου εκμυστηρεύτηκε κάτι πολύ προσωπικό. Αγαπάει την Αμαλία. Ο στρατιώτης που πολεμάει, έχει κάθε μέρα ραντεβού με το θάνατο. Αν τον βρει ο Χάρος, δεν θέλει να φύγει από αυτή τη ζωή χωρίς να έχει εξομολογηθεί στην αγαπημένη του ότι μόνο εκείνη σκέφτεται. Σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτεται και όλο εκείνη σκέφτεται, πριν ακόμα φύγει από το χωριό. Όταν με το καλό επιστρέψουμε, αν είναι θέλημα του Θεού να επιστρέψουμε ζωντανοί και γεροί, θα ζητήσει σε γάμο την Αμαλία. Πρέπει με κάποιο τρόπο να της το πεις. Ο Μανώλης κοντεύει να τρελαθεί με την ιδέα ότι μπορεί να μην προλάβει να την ξαναδεί.
Κοιτούσαν και οι τρεις ανήσυχοι ο ένας τον άλλο. Μέχρι και η Ευτυχία που είχε την ιδέα για όλο αυτό ένιωθε ανήσυχη. Όσα έλεγε είχαν μια δόση αλήθειας. Αν δεν επέστρεφαν; Αν επέστρεφαν τραυματισμένοι; Θα επέστρεφαν; Η Αμαλία χάρηκε. Δεν το ήξερε ότι ο Μανώλης ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά γιατί να μην τον παντρευτεί. Μια χαρά είναι το παλικάρι. Και όσο για την Ευτυχία, τώρα που θα γίνουμε και «αδερφές» θα έχω όλο τον καιρό μπροστά μου να βρω ένα τρόπο να την εκδικηθώ… Η προοπτική του γάμου δεν έσβησε το μίσος της για την κατά φαντασίαν αντίζηλό της. Πού να το φανταζόταν η Ευτυχία, ότι θα γίνοντας συννυφάδες και γειτόνισσες και ότι σε όλη την υπόλοιπη ζωή της, μέχρι να τις χωρίσει ο θάνατος, η Αμαλία θα την ενοχλούσε και θα της δημιουργούσε προβλήματα. Και αυτή που νόμιζε ότι το μίσος της θα μετατρεπόταν σε ευγνωμοσύνη, επειδή της έκανε το «προξενιό»…
Τελικά αυτός που τραυματίστηκε δεν ήταν ο Μανώλης, αλλά ο Κωστής. Μεταφέρθηκε σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου έμεινε για μερικούς μήνες. Στο μεταξύ, οι Γερμανοί είχαν φτάσει στην Αθήνα, ενώ οι ήρωες του αλβανικού μετώπου είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους. Κανείς δεν είχε προνοήσει για το πως θα επέστρεφαν στην Κρήτη. Η οπισθοχώρηση ήταν άτακτη, εκεί ό σώσων εαυτό σωθήτω, πατώντας πάνω σε πτώματα ξέφυγαν λίγοι και πάλι δεν γύρισαν όλοι… Ο Μανώλης βρέθηκε στην Αθήνα. Ζούσαν στο δρόμο σαν ζητιάνοι. Πριν αρχίσει να πέφτει η μεγάλη πείνα, έπρεπε να βρει ένα τρόπο να φτάσει στο λιμάνι. Από εκεί θα έμπαινε σε κάποιο πλοίο για την Κρήτη. Δεν είχε χρήματα, ήταν μόνος, ρακένδυτος και νηστικός. Κάποια στιγμή είδε μπροστά του μια καλόγρια. Δεν την αναγνώρισε. Τον ρώτησε από που έρχεται και από πού είναι και της είπε ότι είναι από την Κρήτη και επέστρεφε από το μέτωπο της Αλβανίας. Αυτή τότε του έδωσε μερικά χρήματα σε ένα πουγγί, μαζί με οδηγίες για το πως θα φτάσει στο λιμάνι. Ο αγαθός Μανώλης δεν έμαθε ποτέ ότι ήταν η Αλίκη, η μητέρα του μετέπειτα Φίλιππου της Αγγλίας, που έκανε φιλανθρωπικό έργο στην Αθήνα της Κατοχής.
Όταν έφτασε επιτέλους στο χωριό, τον περίμεναν μερικές εκπλήξεις. Η Ευτυχία δεν είχε προλάβει να τον ενημερώσει για το σχέδιό της. Μια μέρα που ήταν μόνος στο σπίτι και καθόταν στην αυλή εμφανίστηκε η Αμαλία, με ένα πιάτο γεμάτο πίτες, χορτόπιτες και τυρόπιτες που τις είχε φτιάξει αυτή. Ευχαριστώ το Θεό που γύρισες. Τόσοι άλλοι χάθηκαν, μπορεί για πάντα, ποιος ξέρει σε ποια δάση και σε ποια βουνά άφησαν τα κόκαλά τους. Τι είναι πάλι αυτό, σκέφτηκε ο Μανώλης. Τρελάθηκε; Δεν θα ξαναφύγω ποτέ από κοντά σου, του είπε με νόημα η Αμαλία. Για μένα σε έσωσε ο Θεός από τον πόλεμο. Για όνομα του Θεού Αμαλία, είσαι με τα καλά σου, φύγε από εδώ να μη σε δει κανείς και έχουμε προβλήματα. Ψέλλισε ο Μανώλης τρομαγμένος. Δεν πιστεύω να άλλαξες γνώμη τόσο γρήγορα; Ή μήπως έγινε κάτι και με ξέχασες; ‘Επεσε πάνω του και τον αγκάλιασε κλαίγοντας. Αποφάσισε να συμμετέχει στον παραλογισμό. Μην κλαις, μα το Θεό, δεν θα ξαναφύγω, θα είμαι μαζί σου. Δεν χρειάστηκε να του εξηγήσει κανείς τίποτα άλλο. Τα πράγματα ήταν πιο απλά από όσο είχε υπολογίσει η Ευτυχία.
Λίγο καιρό αργότερα επέστρεψε και ο Κωστής. Κινδύνεψε να πνιγεί, ναυάγησε το καράβι ανοιχτά της Μήλου, όμως αυτός πιάστηκε σε ένα άδειο κιβώτιο, το χρησιμοποίησε για σωσίβιο και περίμενε να έρθει η βοήθεια από την ακτή. Ο ορεισίβιος Κρητικός δεν ήξερε κολύμπι… Είχε ακρωτηριαστεί στο αριστερό χέρι, όμως αυτό δεν ήταν τίποτα. Δεν ξέρω πώς ήταν τα συναισθήματά του. Χαρά που γύρισε, αγωνία για τη συνέχεια; Στο Λασίθι ήταν ήδη οι Ιταλοί με το στρατηγό Κάρτα. Με λίγη προσπάθεια κατάφεραν να φτάσουν, περπατώντας, πεινασμένοι και καταϊδρωμένοι. Αυτός και αν είχε εκπλήξεις και μάλιστα πολύ κακές. Βρήκε την κορούλα του βαριά άρρωστη. Όσο για τον αδερφό του ήταν ξετρελαμένος με τη μικρή του Αμαλία… Ξεκίνησαν με το γαϊδουράκι, να πάνε στο διοικητήριο των Ιταλών, να ζητήσουν γιατρό. Ένα παιδί ήταν. Και έπειτα οι Ιταλοί είχαν τη φήμη πως κάποιες φορές ήταν λιγότερο απάνθρωποι από τους Γερμανούς. Είχαν και κάποια ίχνη ανθρωπιάς. Όταν έφτασαν στο γιατρό ήταν ήδη αργά και γύρισαν πίσω με το νεκρό κορίτσι, σαν εκείνο τον Ινδό που κουβαλούσε το πτώμα της γυναίκας του από την πόλη στο χωρίο, επειδή δεν είχε χρήματα για νεκροφόρα. Στον πόλεμο και στη φτώχεια ούτε ο θάνατος δεν έχει αξιοπρέπεια. Την επόμενη μέρα, μετά την ταφή, η Αμαλία και η Ευτυχία συναντήθηκαν τυχαία στο δρομάκι έξω από τα σπίτια τους. «Τι τα θέλεις τόσα παιδιά αφού δεν είσαι άξια να τα φροντίζεις», της είπε με κακία η «αρραβωνιασμένη». Εκείνη της απάντησε ότι την κακία της θα τη βρει από το Θεό. Δυστυχώς συμφορές έφερε η μοίρα και στις δύο οικογένειες. Όσο για τον Κωστή και το Μανώλη συνέχισαν να είναι αγαπημένα αδέρφια σε όλη τους τη ζωή. ‘Οσο ο Μανώλης καθόταν στην αυλή του με την Αμαλία του, ο αδερφός του συνέχιζε να κινδυνεύει. Τα έβαζε με όλους, κανείς δεν θα του έκλεινε το στόμα έτσι απλά. Συνάντησε τον «Φιλεντέμ» και άλλους, στις σπηλιές των βουνών. Αγγλικά δεν ήξερε, ελληνικά όμως ήξεραν εκείνοι. Τι αρχαία, τι νέα, ίδιες λέξεις. Ένας απλός στρατιώτης ήταν, ένας απλός πολίτης. Έκανε όμως αυτό που του άρεσε. Να μην κάθεται στιγμή ήσυχος. Μέχρι το τέλος της ζωής του πηγαινοερχόταν επίσης στα δικαστήρια. Τον έλεγαν δικομανή, αλλά εκείνος δεν θα εγκατέλειπε ποτέ το δίκιο του. Ήταν τολμηρός και δίκαιος, αυτός ήταν ο χαρακτήρας του.