Της Ελευθερίας Μηλάκη
Είχε έρθει ο Σαββόπουλος για μια συναυλία στο Νησί τον Φαιάκων, στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας και φυσικά πήγα. Το χειμώνα εκεί υπήρχε πολλή ησυχία και κάθε καλλιτεχνική εκδήλωση ή ευκαιρία για έξοδο ήταν ευπρόσδεκτη. Δεν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν, νομίζω στις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Ήμουν χαρούμενη που έβλέπα πρώτη φορά το Σαββόπουλο από κοντά, μέχρι που συνέβη κάτι απρόσμενο. Έπεσε ο ένας φακός από τα γυαλιά μου και στο σκοτάδι δεν κατάφερα να τον βρω! Η μόνη επιλογή που είχα πια ήταν να ακούω μόνο, χωρίς να βλέπω. Είπε όλα τα γνωστά τραγούδια, όχι όμως και αυτά που περιλαμβάνει το «Κούρεμα». Ήταν ένας θεολόγος στο σχολείο μου που δεν του άρεσε το «Κούρεμα». Το σχολίαζε με τα λόγια «ο Σαββόπουλος δεν είναι πια αυτός που ήταν. Ακούς εκεί Το Κούρεμα»… Κάποια στιγμή μια παρέα νεαρών μαθητών άρχισαν να φωνάζουν στον τραγουδιστή «Το δεκαεξάρη πες μας, το δεκαεξάρη», αλλά δεν τους έκανε το χατήρι. Ήταν μια «καθωσπρέπει» συναυλία, χωρίς λέξεις – ταμπού και με κοινό όλων των ηλικιών, από παππούδες μέχρι εγγόνια.
Στα τραγούδια αυτά περισσότερο αξίζουν οι στίχοι. Για παράδειγμα το Καλοκαίρι το ακούω πάντα όταν έρχεται το καλοκαίρι. Μια οσμή νεκροθαλάμου, Καλοκαίρι. Ήμουν στα Χανιά, μαθήτρια γυμνασίου, όταν μάθαμε από το τηλέφωνο ότι σκοτώθηκε ένας 16χρονος γιος οικογενειακών μας φίλων με μηχανάκι. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τι εννοείς σκοτώθηκε; Ρώτησα τη μαμά. Εντελώς; Δεν ξέρω αν τότε, τη δεκαετία του ’90 ήταν τόσα πολλά τα τροχαία δυστυχήματα. Θυμάμαι όμως που ένα παιδί από το σχολείο μου χρόνια αργότερα σκότωσε τη μητέρα του. Και μένα με είχαν πάει για σπουδές στην Αγγλία και δεν μου άρεσε και επέστρεψα… Τα πιέζανε πολύ τα παιδιά εκείνα τα χρόνια οι γονείς. Θυμάμαι μια μέρα είχαμε πάρει ελέγχους και είδα ένα μπαμπά να λέει στο γιο του «Ο Γιώργος όλο είκοσι, είκοσι, είκοσι – και συ γιατί ρε παιδί μου;»… Αυτή τη σκηνή δεν την ξέχασα ποτέ. Εμένα δεν χρειάστηκε να μου συμβεί αυτό, γιατί έπαιρνα όλο είκοσι από μόνη μου. Όμως και πάλι η πίεση ήταν μεγάλη. Πρέπει να γίνεις γιατρός. Πρέπει να πας στις θετικές επιστήμες, όχι στις θεωρητικές. Επέμενε η μαμά. Ήταν σίγουρη ότι έπρεπε να πάω στις θετικές επιστήμες, άσχετα τι μου άρεσε και σε τι ήμουν καλή. Παρουσίαζε τις θεωρητικές επιστήμες ως κάτι πολύ κακό, επειδή η ίδια δεν πέρασε, όχι επειδή δεν προσπάθησε αρκετά, αλλά επειδή «εγώ κάνω περισσότερα για σένα από όσα έκαναν οι γονείς μου για μένα και δεν είσαι ευγνώμων». Επειδή στη δουλειά της είχε γυναίκες μηχανικούς και αρχιτέκτονες που «είχαν διαφορετική αντιμετώπιση από εμάς τις απλές απόφοιτες λυκείου». Έπρεπε με κάποιο τρόπο να καλυφθεί αυτό το πρόβλημα και ο τρόπος ήταν η εξουσία στο σπίτι, ένα είδος μητριαρχίας. Καλοκαίρι. Στο χαμό του οδηγημένο και το ξέρει.
Μελαμψές φυλές, κοντοπόδαρες… Και όμως εννοούσε τους Έλληνες, τότε δεν υπήρχαν ακόμα οι ασιάτες μετανάστες. Μοιάζεις με τη Μόνικα Μπελούτσι! Επέμενε η μαμά. Είσαι η πιο όμορφη από τις τρεις αδερφές (αργότερα αρνιόταν ότι το είπε, αλλά το είπε). Σου αξίζει ο καλύτερος! Το χειρότερο ήταν ότι αυτό το πίστευε. Ότι «επειδή μοιάζω με τη Μόνικα Μπελούτσι» μου αξίζει «ο πιο πλούσιος»… Η εμφάνιση είναι προσόν, αλλά τι να την κάνεις μια ωραία εμφάνιση, αν δεν συνοδεύεται από παιδεία και επίπεδο; Πότε ακριβώς έγιναν οι Έλληνες τόσο επιφανειακοί; Μήπως με την άνοδο του lifestyle και της ιδιωτικής τηλεόρασης; Ζούσα τη ζωή μου όπως εγώ ήθελα, όμως η αλήθεια είναι ότι όλο αυτό με τη Μόνικα Μπελούτσι μου είχε δημιουργήσει ένα άγχος που γινόταν εντονότερο με την πάροδο των χρόνων. Οι δικοί μου γονείς δεν ήταν ούτε ληστές ούτε «των συντρόφων τους θύτες για αμνηστία οι αλήτες»… Τουλάχιστον με κάποιο τρόπο μπορούσαν να είμαι περήφανη για τους προγόνους μου, γονείς και παππούδες. Σκληρά λόγια και προφητικά. Εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις. Γιατί ζήσαμε το χρυσό αιώνα και μετά τον χάσαμε; Γιατί βίωσε ο ελληνικός λαός μερικές δεκαετίες ευημερίας; Ήταν ο Παπανδρέου; Κάποιοι λένε ότι ήταν το αντίπαλο δέος που έπαψε να υπάρχει με την κατάρρευση του Σιδηρού Παραπετάσματος. Η βαρβαρότητα που βιώνουμε τώρα πρώτη φορά συμβαίνει. Το πράσινο Ντάτσουν του θείου του Βασίλη… Ενός αγρότη αληθινά ιδεολόγου, πρώην γκασταρμπάιτερ στη Γερμανία – η γυναίκα του πρόσεχε τι έλεγε μπροστά του γιατί μιλούσε πολύ και μπορεί κάτι να έλεγε που δεν πρέπει. Σε όλο το χωριό. Πάντα τους ρομαντικούς ιδεολόγους οι λογικοί και οι πονηρεμένοι τους θεωρούσαν για τρελούς… Αφού πρώτα έθαψαν τους αληθινούς αγωνιστές, τώρα τα φασιστοειδή παρέα με διάφορους άλλους αμοραλιστές κάνουν πάρτυ σε τοπικό και εθνικό, ακόμα και διεθνές επίπεδο. Στην Ελλάδας ζεις.
Εμείς του ΄60 οι εκδρομείς; Τι θέλει να πει ο ποιητής; Προσπαθώ να καταλάβω. Χούντα; Μεταπολίτευση; Συρφετός; Δημοκρατικός; Την είχα δει μια φορά από κοντά τη Μαρία Δαμανάκη σε μια εκδήλωση στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου… Ήταν πολύ όμορφη και κομψή… Εγώ αυτό καταλαβαίνω. Ότι τότε όσοι είχαν προσόντα μπορούσαν να τα εξαργυρώσουν σε σπουδαία καριέρα. Είτε το προσόν ήταν η εμφάνιση, είτε η επικοινωνία, είτε πτυχίο. Ακόμα και τα παιδιά του λαού, του αγροτικού λαού, μπορούσαν να διαπρέψουν. Σήμερα η αναξιοκρατία έχει γίνει ντροπιαστική. Ειδικά όταν βλέπεις ότι το να εμφανιστείς σε ένα ριάλιτι τηλεσκουπίδι αρκεί για να βρεις μια δουλειά που θα τη ζήλευαν και μορφωμένα παιδιά. Μετά ήρθαμε εμείς του ΄70 και του ΄80. Τυχεροί γιατί προλάβαμε να ζήσουμε, να σπουδάσουμε, να ταξιδέψουμε. Ξαφνικά όμως ατυχήσαμε… Δεν το περίμενε κανείς ότι ενώ τα είχαμε όλα, θα γινόμασταν το 2010 σαν τους Αλβανούς και τους Σοβιετικούς που έρχονταν στην Ελλάδα για να βρουν δουλειά τη δεκαετία του ΄90. Πεινασμένοι. Κυριολεκτικά. Πεινάσαμε κυριολεκτικά. Το περίμενε κανείς αυτό; Στο απόλυτο κενό. Κοινωνικές παροχές μηδέν και οι γονείς μας με την πετσοκομένη σύνταξη χαίρονται για την αποτυχία μας, για το ότι «παρόλο που μας έδωσαν τόσα δεν καταφέραμε τίποτα». Όμως ζήσαμε ανέμελα και ευτυχισμένα παιδιά και νεανικά χρόνια και αυτό αρκεί. Ό,τι και να συμβεί στο εξής, όση ανασφάλεια και αν επικρατεί, εμείς προλάβαμε να ζήσουμε μια ζωή με αξιοπρέπεια. Μια ζωή 30 χρόνων. Για μένα τόσο κράτησε η καλή ζωή. Μετά εκτέθηκα στο ρατσισμό που τόσο είχε θεριέψει στην αρχή της κρίσης. Ο ρατσισμός τώρα όχι απλά δεν νικήθηκε με τη δίκη της Χρυσής Αυγής, αντίθετα παλινορθώθηκε, αποκαταστάθηκε, «σοβάρεψε» και κυβερνά πλέον παρέα με τα «χούφταλα» του παλιού lifestyle. Απλά τώρα αντί για σφυρίδα ποσέ τρώνε κρητικά αγριοκάτσικα. Αυτοί απολαμβάνουν κανονικά όσα εμείς δοκιμάσαμε μεν για μερικές δεκαετίες, αλλά μετά στερηθήκαμε. Αυτοί όμως και οι αυλικοί τους δεν θα στερηθούν ποτέ τίποτα, μέχρι την τελευταία τους κατοικία όλα θα είναι ωραία. Αυτοί που ξέρουν από φαγοπότι και αυτοπροβολή. Το αίμα του Θεού. Ξέρουμε όλοι ποιος είναι πλέον στην Ελλάδα ο Θεός.
Παιδιά που ν τα, άιντε φίλοι απ΄ τα παλιά
όπως στη χούντα που χορεύαμε μπροστά
αίμα και αίσθημα ενός κόσμου αυθεντικού;
Είμαστε το αίνιγμα του εκδημοκρατισμού;
Αδιάφορη για την πολιτική σε όλη μου την προηγούμενη ζωή, μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισα να ενδιαφέρομαι για την επικαιρότητα, θέλω να μαθαίνω, να ξέρω τι γίνεται. Νιώθω σαν να ανακάλυψα την Αμερική, σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Διαπιστώνω ότι κάποιοι έχουν τις ιδέες τους. Έστω και αν διαφωνώ με αυτές, αλλά έχουν. Είναι όμως και άλλοι που δεν έχουν καμία ιδέα πέρα από το «όραμα κονόμας» που έλεγε ο Σαββόπουλος και να δείξουν και τον εαυτό τους. Φαίνεται το ήθος του καθενός και δεν θα έλεγα ότι δεν υπάρχει ήθος. Κάποιοι έχουν. Άσχετα τώρα αν οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν το ήθος ως «φτηνή ηθικολογία ευαγγελικής γλώσσας». Και όσο για τη δημοκρατία, εξαρτάται τι εννοούμε. Αν με τον όρο «δημοκρατία» εννοούν τα συμφέροντα λίγων ελάχιστων, τότε δεν μου αρέσει. Πώς τολμούν και μιλάνε για δημοκρατία οι κυβερνώντες αυτή τη στιγμή; Απλά δηλαδή είναι ελεύθεροι και ανεξέλεγκτοι να περνάνε νόμους σε βάρος των εργαζομένων, των ανέργων, των ευάλωτων και αυτό το ονομάζουν δημοκρατία; Δεν απέτυχε η αριστερά. Αλλά δεν μπορούμε τώρα και να κάνουμε μία επανάσταση των μπολσεβίκων, γιατί δεν υπάρχουν εδώ στέππες για να πάνε οι ισχυροί του χρήματος που δεν τους καίγεται καρφί για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του, πόσο μάλλον για τον κόσμο που θέλει να ζήσει ανθρώπινα. Θέλουμε την ειρήνη. Αλλά όχι και σε βάρος της δικαιοσύνης του λαού. Αν τα έβαζα σε μια σειρά, πρώτα είναι η δικαιοσύνη και μετά οι άλλες αξίες. Πώς τελειώνουμε μ΄ αυτούς;
Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη. Όχι ακριβώς. Τώρα μέχρι και οι μεγάλοι οίκοι μόδας προωθούν τη διαφορετικότητα και όλες οι γυναίκες μπορούν να νιώθουν ότι αξίζουν ανεξάρτητα από το σωματότυπό τους. Αυτό τουλάχιστον θεωρητικά. Δυστυχώς βλέπουμε τα πρότυπα της παλιάς εποχής στα πενήντα τους να επιμένουν στο πρότυπο της «κούκλας» και να «πετυχαίνουν» μέσα από το γάμο τους ή τη δουλειά τους, όπως ήξεραν να κάνουν από μικρές. Κάποιοι προσπαθούν ακόμα να μας πείσουν ότι «αν δεν είσαι έτσι, αν δεν είσαι αλλιώς κτλ» δεν θα έχεις αυτοπεποίθηση και άρα δεν θα έχεις επιτυχία στη ζωή. Η «γυναίκα» θα είναι «ίση», όταν πρώτον το κράτος πάψει π.χ. να αγνοεί τις μητέρες και τις οικογένειες και δεύτερον όταν πάψει να νομίζει ότι για να γίνει κάποιου είδους «φεμινίστρια» πρέπει να κακοποιεί το σύντροφό της και να είναι κακή νοικοκυρά. Ήξερα μια κοπέλα που είχε παντρευτεί ένα κύριο από ευκατάστατη οικογένεια και όμως επέμενε να εργάζεται σε σούπερμαρκετ για να είναι «ανεξάρτητη». Όχι κυρίες μου. Όταν ο άντρας καλύπτει όλα τα έξοδα, επειδή τον επέλεξες ειδικά, ώστε να μπορεί να τα καλύπτει και εσύ δουλεύεις για τα προσωπικά σου έξοδα, αυτό δεν είναι ανεξαρτησία. Ισότητα δεν υπάρχει για όλες και ο βαθμός της υποταγής που ανέχεται η καθεμία εξαρτάται από την ίδια. Αλλά δεν χρειάζεται και να συντρίψουμε το σύντροφο, για να δείξουμε ποιος είναι το αφεντικό. Η γιαγιά μου που ήταν πολύ έξυπνη, έλεγε «άστον και ξα του», αν αργούσε να γυρίσει από το καφενείο… Σε πόσα πράγματα όμως λες «ξα του» εξαρτάται από την αξιοπρέπεια της καθεμιάς. Κι έγινε αρχηγός του κι υποτακτική. Η έξυπνη γυναίκα δεν χρειάζεται να τσακώνεται για την κατανομή της ισχύος. Μπορεί και πρέπει να είναι το αφεντικό, όμως χωρίς καβγάδες.
Πού να ΄ναι τώρα οι συντηρητικοί, πού να ΄ναι τώρα οι μετρημένοι… Μείναμε μόνο αναρχικοί και αριστεροί απελπισμένοι… Συγνώμη Σαββόπουλε, αλλά θα βρούμε και άλλους και τότε δεν θα είμαστε απελπισμένοι. Απελπισμένοι είναι όσοι είναι μόνοι. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι στην εξουσία η σήψη είναι αναπόφευκτη. Έμαθα να βλέπω τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Δηλαδή όταν βλέπω ένα μεγάλο θέμα, τόσο μεγάλο που «βγάζει μάτι», δεν μπορώ να κάνω ότι δεν το βλέπω ή, ακόμα χειρότερα, να αμφισβητώ τον εαυτό μου και να επιμένω ότι βλέπω κάτι άλλο. Συνήθως όταν βλέπεις ελέφαντα είναι ελέφαντας. Όταν βλέπεις αδικία, αδιαφορία για τον άνθρωπο, αλαζονεία, ρατσισμό, εμπαιγμό, καταδίωξη του πιο αδύναμου, κατασπατάληση των πόρων, εκδικητικότητα, απανθρωπιά, δουλικότητα στους εξωτερικούς εχθρούς και στους ισχυρούς του χρήματος, αυτά που βλέπεις, αυτά είναι. Όταν βλέπεις ότι αυτοί που ψήφισες και αυτοί που στήριξες σε προδίδουν, είναι η ώρα να προσπαθήσεις όσο μπορείς, για να πάρουν πόδι. Η αφροαμερικανίδα ποιήτρια Μάγια Αγγέλου είχε πει «Η πίκρα τρώει το σώμα σαν καρκίνος, αλλά ο θυμός είναι σαν τη φωτιά, τα εξαγνίζει όλα». Όχι άλλα ρεζιλίκια. Καλοκαίρι. Στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη, αλλά εν τέλει, με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι…Τη λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει…
Από το δίσκο “το Κούρεμα” ξέχασα “το Μητσοτάκ”! Λοιπόν όσον αφορά το… Μητσοτάκ, ήταν μια θεία που έλεγε πως άμα βγει ο Μητσοτάκης, ούτε καραμέλες, ούτε σοκολάτες… Σαν παιδιά το πιστεύαμε! Λίγο αργότερα, όταν ήμουν στο γυμνάσιο, όντως βγήκε… Δυσμενής μετάθεση, μετακόμιση στα Χανιά, εκδικητικοί οι νεοδημοκράτες όντως, καλά το λέγανε… Το μόνο που με φόβιζε τότε από το…Μητσοτάκ ήταν ότι θα κάναμε εξετάσεις στο γυμνάσιο δυο φορές το χρόνο, αλλά τελικά τις εξετάσεις τις έβλεπα σαν διακοπές, γιατί μελετούσα όλο το προηγούμενο διάστημα. Το άλλο επίσης ενδιαφέρον είναι ότι κάτι παιδιά έφερναν στο σχολείο την εφημερίδα “Στόχος” και όλοι μαζί, κάποιοι τυλιγμένοι με ελληνικές σημαίες, κάναμε διαδηλώσεις για τη Μακεδονία, όπου τα “χανιωτάκια” φώναζαν “Η Μακεδονία είναι ελληνική, πάρτε το Ηράκλειο…” Και έτσι έφυγε το Μητσοτάκ.