Την ανάγκη ουσιαστικής στήριξης του Εθνικού Συστήματος Υγείας με την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας προκρίνει ο πρώην υπουργός Υγείας και αρμόδιος τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέας Ξανθός με συνέντευξη του στο ThePresident και καλεί την κυβέρνηση να ολοκληρώσει και να ενισχύσει το σχέδιο των ΤΟΜΥ που μπορούν να αποτελέσουν ένα ουσιαστικό «φίλτρο» προς τα νοσοκομεία.
Ο κ. Ξανθός καταλογίζει ευθύνες στην κυβέρνηση για τη διαχείριση του 2ου και 3ου κύματος της πανδημίας τονίζοντας πως «η μάχη χάθηκε πρωτίστως στην κοινότητα, στην ανεπαρκή επιδημιολογική επιτήρηση» ενώ ζητεί έμπρακτη στήριξη στο υγειονομικό προσωπικό που έβαλε πλάτη στη κρίση. «Είναι πρόκληση να πηγαίνει ο Πρωθυπουργός εν μέσω πανδημίας στη ΔΕΘ το 2020 και να εξαγγέλλει 15.000 μόνιμες προσλήψεις στις Ένοπλες Δυνάμεις και μην παρουσιάζει ένα αντίστοιχο σχέδιο για το ΕΣΥ» σημειώνει ο κ. Ξανθός ενώ για την ένταξη του προσωπικού στα βαρέα και ανθυγιεινά και υπογραμμίζει «δεν υπήρχε η παραμικρή δυνατότητα να υλοποιηθεί την προηγούμενη περίοδο λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών. Δόθηκε μάχη με την τρόϊκα να μην κοπεί το ανθυγιεινό επίδομα των νοσηλευτών και δεν μπορούσαμε ούτε να διανοηθούμε την επέκταση και στο Δημόσιο του καθεστώτος των ΒΑΕ που ισχύει στον Ιδιωτικό Τομέα. Σήμερα υπάρχει διαφορετικό δημοσιονομικό πλαίσιο, ας αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία αποκαθιστώντας αδικίες που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη 10ετία».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του κ. Ξανθού στην Ειρήνη Μυλωνά:
Ερ: Ένας χρόνος πανδημίας ποια είναι η αποτίμηση σας, τι κερδίσαμε και τι χάσαμε ως κοινωνία και τι απέδειξε το ΕΣΥ;
Απ: Σε μια φονική πανδημία οι απώλειες είναι πολύ μεγάλες. Φτάνουμε ήδη στα 400.000 κρούσματα στην Ελλάδα και στους 12.000 νεκρούς. Αλλά και σε άγνωστο αριθμό «παράπλευρων απωλειών», δηλαδή αποτρέψιμων θανάτων από νοσήματα πέραν της covid-19. Πίσω από τους αριθμούς αυτούς υπάρχουν προσωπικά και οικογενειακά δράματα, υπάρχει αγωνία για τη ζωή, για την έξοδο από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και το νοσοκομείο , για τη δυνατότητα να εξυπηρετηθείς στο ΕΣΥ όταν δεν πάσχεις από κορωνοϊό, υπάρχει τεράστια κόπωση και burn out των «ανθρώπων της πρώτης γραμμής». Υπάρχει όμως και «κέρδος» για την κοινωνία από αυτή την πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση. Είναι η αλληλεγγύη προς τους αδύναμους που ενεργοποιήθηκε ξανά, είναι η συνειδητοποίηση ότι κανείς δεν είναι «άτρωτος» απέναντι σε μια τέτοια διασυνοριακή απειλή, αλλά και ότι για να είναι ο καθένας μας ασφαλής πρέπει να είναι όλοι ασφαλείς. Η καθολική αναγνώριση της αξίας των Δημόσιων Συστημάτων Υγείας και του ισχυρού Κοινωνικού Κράτους, είναι σίγουρα η πιο σημαντική «παρακαταθήκη» για την «επόμενη μέρα». Το συχνά λοιδορημένο και συκοφαντημένο ΕΣΥ κέρδισε με το «σπαθί» του την εμπιστοσύνη των πολιτών και την απαίτηση τους για γενναία ενίσχυση με πόρους (ανθρώπινους και υλικούς).
Ερ: Ακούμε με προσοχή την κριτική που ασκείται, προφανώς είναι πολλά για τα οποία δεν διαφωνούμε, ωστόσο δεν λείπουν και φωνές κυρίως από την αξιωματική αντιπολίτευση που παρουσιάζουν μια ζοφερή εικόνα, πήγαν όλα λάθος;
Απ: Η συνολική διαχείριση είναι εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη. Ειδικά στη διάρκεια του 2ου και 3ου επιδημικού κύματος, που δεν καταφέραμε να περιφρουρήσουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας στην πρώτη φάση. Και δεν αποφύγαμε την υγειονομική τραγωδία στη Θεσσαλονίκη με την κατάρρευση των νοσοκομείων και στην Αττική με τους δεκάδες διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ. Η μάχη χάθηκε πρωτίστως στην κοινότητα, στην ανεπαρκή επιδημιολογική επιτήρηση, στην ανεξέλεγκτη διασπορά του ιού στις εστίες υπερμετάδοσης (χώροι εργασίας, κλειστές δομές, ΜΜΜ, σχολεία κλπ) και δευτερευόντως στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ. Όσο λοιπόν και αν ωραιοποιεί τα πράγματα η κυβέρνηση, success story δεν υπάρχει. Στο ρυθμό αύξησης κρουσμάτων από βδομάδα σε βδομάδα η χώρα μας είναι εδώ και μήνες στις 3 πρώτες θέσεις στην Ευρώπη, ενώ στον κυλιόμενο ρυθμό αύξησης των θανάτων είναι στην 1η θέση. Η κριτική μας λοιπόν δεν είναι ούτε εκτός πραγματικότητας, ούτε μηδενιστική. Είχαμε υποχρέωση από το θεσμικό μας ρόλο να αναδείξουμε λάθη και ανεπάρκειες για να διορθωθούν. Η κυβέρνηση όμως επέδειξε έπαρση και αλαζονεία και με τη στάση της δεν διευκόλυνε τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις, για να ξεπεράσουμε με τις λιγότερες δυνατές απώλειες μια πρωτόγνωρη κρίση Δημόσιας Υγείας.
Ερ: Ακόμα και αν πάρουμε το σενάριο που διακινούν πολλοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και για λόγους οικονομίας της συζήτησης αποδεχτούμε ότι δεν ήταν στις προθέσεις της κυβέρνησης, κάτι που πάντως δεν προκύπτει από το προεκλογικό της πρόγραμμα, η στήριξη του ΕΣΥ, η πανδημία την υποχρέωσε να κινηθεί διαφορετικά, εξηγήστε μας παρακαλώ ποια η διαφορά των επικουρικών προσλήψεων από τις μόνιμες, οι γιατροί δεν επιτελούν το λειτούργημα τους ανεξάρτητα από τη σύμβαση εργασίας;
Απ: Δεν είναι αλήθεια ότι στο πρόγραμμα της ΝΔ προβλεπόταν στήριξη του ΕΣΥ. Ίσα-ίσα, η κυβέρνηση αυτή εκλέχτηκε με μια ρητορική απαξιωτική για τα δημόσια νοσοκομεία που είναι υποτίθεται σπάταλα και δεν παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες και τα οποία πρέπει να «μπολιαστούν» με την ιδιωτικο-οικονομική κουλτούρα. Ακούγαμε μονίμως ότι «άλλο δημόσιο και άλλο κρατικό». Μέχρι την πανδημία η ΝΔ μιλούσε για ΣΔΙΤ και ανοίγματα του ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα. Η πανδημία έβαλε όντως στον «πάγο» αυτά τα σχέδια και ανάγκασε την κυβέρνηση να κάνει κάποιες προσλήψεις επικουρικών γιατρών και, κυρίως, νοσηλευτικού – λοιπού προσωπικού. Προφανώς οι άνθρωποι αυτοί «έβαλαν πλάτη» στην κρίση και βοήθησαν καταλυτικά τα νοσοκομεία, θα ήταν όμως τελείως διαφορετική η ανταπόκριση και η κάλυψη των αναγκών, ειδικά στις ιατρικές θέσεις, αν ταυτόχρονα είχε δρομολογηθεί ένα πολυετές πλάνο μόνιμων προσλήψεων. Είναι πρόκληση να πηγαίνει ο Πρωθυπουργός εν μέσω πανδημίας στη ΔΕΘ το 2020 και να εξαγγέλλει 15.000 μόνιμες προσλήψεις στις Ένοπλες Δυνάμεις και μην παρουσιάζει ένα αντίστοιχο σχέδιο για το ΕΣΥ.
Ερ: Επιχειρήθηκε στη διακυβέρνηση σας η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας υγείας ωστόσο ήταν ένα ακόμα μεγαλόπνοο σχέδιο που έμεινε στη μέση ελλείψει πόρων και ανταπόκρισης ανθρώπινου δυναμικού, όμως είναι μια κατεύθυνση που θα επιμείνετε να δρομολογηθεί και ποιες είναι οι πρωτοβουλίες που θα αναλάβετε σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο;
Απ: Το διαχρονικό και διαρθρωτικό έλλειμα του ΕΣΥ στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας , φάνηκε πολύ έντονα στην πανδημία . Η ανυπαρξία ενός δημόσιου δικτύου δομών και υπηρεσιών ΠΦΥ με επίκεντρο τον οικογενειακό γιατρό , την κοινοτική φροντίδα και την κατ’ οίκον παρακολούθηση, επηρέασε αρνητικά την αποτελεσματική προνοσοκομειακή διαχείριση των κρουσμάτων. Η μεταρρύθμιση που προχωρήσαμε με την ίδρυση 127 νέων Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) και την διεπιστημονική ομάδα υγείας (οικογενειακός γιατρός, νοσηλευτής, επισκέπτης υγείας, κοινωνικός λειτουργός) που παρακολουθεί και συμβουλεύει συγκεκριμένο πληθυσμό αναφοράς, ήταν καίριο βήμα που έχει αξιολογηθεί θετικά και από τους ωφελούμενους αλλά και από ειδική ομάδα εξωτερικών αξιολογητών. Έμεινε στη μέση γιατί με πολιτική επιλογή «πάγωσε» και εγκαταλείφθηκε εδώ και 2 χρόνια. Τώρα όμως είναι η ώρα να επανεκκινηθεί και να ολοκληρωθεί. Να καλυφθούν οι κενές θέσεις οικογενειακών γιατρών και λοιπών επαγγελματιών υγείας, να αναπτυχθούν νέες ΤΟΜΥ και να ενσωματωθούν οργανικά στο ΕΣΥ μαζί με το προσωπικό τους, ως αποκεντρωμένες δομές των Κέντρων Υγείας Αστικού Τύπου. Τα οποία επίσης πρέπει να αναβαθμιστούν και να στελεχωθούν με γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, για να αποτελέσουν ένα ουσιαστικό «φίλτρο» προς τα νοσοκομεία. Στόχος πρέπει να είναι ένα αξιόπιστο δημόσιο σύστημα ολοκληρωμένης υγειονομικής και ψυχοκοινωνικής φροντίδας προσανατολισμένο στην κοινότητα. Είναι το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί την Ισότητα και την Ποιότητα στην Υγεία.
Ερ: Υπάρχει το ΕΣΥ και οι ιδιώτες γιατροί, γνωρίζετε πως τα χρόνια των μνημονίων σχεδόν ισοπέδωσαν το χώρο των υγειονομικών, ποιο θεωρείτε ότι είναι ένα ικανό βάθος χρόνου για την αποκατάσταση των αδικιών; και αναφορικά με το αίτημα για την υπαγωγή τους σε βαρέα και ανθυγιεινά που είναι πάγια θέση τους γιατί δεν διευθετήθηκε τρία χρόνια πριν;
Απ: Οι «πληγές» της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων δεν έχουν ακόμα επουλωθεί. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να ξαναδούμε, όπως για παράδειγμα η αποκατάσταση των μισθολογικών απωλειών των γιατρών και των άλλων εργαζομένων του ΕΣΥ. Τώρα είναι η ευκαιρία μιας κοινά συμφωνημένης αναβάθμισης του ιατρικού μισθολογίου και των οικονομικών απολαβών όλων των επαγγελματιών υγείας, ικανής όχι μόνο να ανταμείψει έμπρακτα την προσφορά τους στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και να δώσει ευκαιρίες αξιοπρεπούς εργασίας στους νέους επιστήμονες και να αντιστρέψει το brain drain. Επίσης πρέπει να επανεξετάσουμε μνημονιακές ρυθμίσεις για την απελευθέρωση του ιατρικού επαγγέλματος, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων κλπ. Η ένταξη των υγειονομικών στα ΒΑΕ όσο και αν φαίνεται αυτονόητη, δεν υπήρχε η παραμικρή δυνατότητα να υλοποιηθεί την προηγούμενη περίοδο λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών. Δόθηκε μάχη με την τρόϊκα να μην κοπεί το ανθυγιεινό επίδομα των νοσηλευτών και δεν μπορούσαμε ούτε να διανοηθούμε την επέκταση και στο Δημόσιο του καθεστώτος των ΒΑΕ που ισχύει στον Ιδιωτικό Τομέα. Σήμερα υπάρχει διαφορετικό δημοσιονομικό πλαίσιο, χωρίς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς την υποχρέωση μέτρων λιτότητας, με νέες χρηματοδοτικές δυνατότητες από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ας αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία αποκαθιστώντας αδικίες που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη 10ετία.
Ερ: Ακούω με πολύ προσοχή το ζήτημα των μονοκλωνικών αντισωμάτων που το βάζουν με έντονο τρόπο ορισμένα στελέχη του κόμματος σας και την ίδια ώρα ακούω με την ίδια προσοχή τον Διευθυντή της ΜΕΘ του «Παπανικολάου» κ. Καπραβέλο ο οποίος δηλώνει πως πρόκειται για μια κοστοβόρα και χρονοβόρα αγωγή που δεν καλύπτει παρά ένα μικρό μέρος των ασθενών και πάντως πριν νοσήσουν, με όλη αυτή τη συζήτηση που προκαλεί σύγχυση εν τέλει πια είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος προστασίας από την πανδημία;
Απ: Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι , γενικά σε ιογενείς επιδημίες και ειδικότερα στην περίπτωση του SARS-CoV-2, δεν υπάρχουν ειδικά αντι-ιϊκά φάρμακα που δουν θεραπευτικά σε όλους τους ασθενείς, όπως πχ συμβαίνει με τα αντιβιοτικά στις μικροβιακές λοιμώξεις. Η επιστημονική έρευνα έχει τεκμηριώσει ότι υπάρχουν φαρμακευτικά σκευάσματα (παλιά ή νεότερα) που μπορούν υπό προϋποθέσεις να έχουν θετική συμβολή στην πρόληψη σοβαρών επιπλοκών ή στη βελτίωση της κλινικής εικόνας των ασθενών με covid-19. Σε αυτά ανήκουν και τα μονοκλωνικά αντισώματα που έχουν πάρει μια κατ’ αρχήν έγκριση από το FDA και τον ΕΜΑ και που θα ήταν χρήσιμο να είναι διαθέσιμα για ευρύτερη χρήση στη χώρα μας (υπάρχουν ήδη κάποιοι ασθενείς στην Ελλάδα που παίρνουν μονοκλωνικά συμμετέχοντας σε πανευρωπαϊκές κλινικές μελέτες). Τα αίτημα αυτό το έχουμε αναδείξει με ερώτηση στη Βουλή του Τομέα Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ. Έχοντας όμως καθαρό ότι: 1. έχουν ένδειξη σε πρώιμα στάδια της νόσου και όχι σε ασθενείς με βαριά λοίμωξη ή διασωληνωμένους και φαντάζομαι γι’ αυτό το λόγο ο κ. Καπραβέλος εκφράζει επιφυλάξεις 2. συνήθως χορηγούνται ενδοφλέβια και απαιτείται ένα καλά οργανωμένο σύστημα στα νοσοκομεία και στις δομές ΠΦΥ για την παρακολούθηση των υπό αγωγή ασθενών 3. απαιτείται επίσης ένα αξιόπιστο πλαίσιο κλινικών κριτηρίων για την ένταξη ασθενών στο θεραπευτικό πρωτόκολλο 4. επειδή είναι βιοτεχνολογικά προϊόντα, η παραγωγή τους είναι σύνθετη και χρονοβόρα, οπότε σήμερα δεν υπάρχουν επαρκείς ποσότητες για όλο το κόσμο και οι παρασκευάστριες εταιρείες τα διαθέτουν κυρίως στις ΗΠΑ και σε ελάχιστες χώρες της Ευρώπης 4. έχουν πολύ ψηλή τιμή (περίπου 2000 ευρώ η δόση) και άρα είναι κρίσιμης σημασίας να τεθεί και γι’ αυτά τα φάρμακα το θέμα της «απελευθέρωσης της πατέντας» για να παραχθούν ταχύτερα και φθηνότερα από περισσότερες φαρμακοβιομηχανίες στη Δύση και στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτό που οφείλω να τονίσω είναι ότι δεν αποτελεί πολιτικό αλλά επιστημονικό ζήτημα η επιλογή του καταλληλότερου θεραπευτικού σχήματος. Αυτό που είναι πολιτικό ζήτημα είναι η έγκαιρη και ισότιμη πρόσβαση των ασθενών που έχουν αποδεδειγμένα κλινική ένδειξη (και όχι όλων αδιακρίτως) για να λάβουν μια τόσο ειδική θεραπεία.
Και σίγουρα, το μείζον ζήτημα σήμερα είναι η σκανδαλώδης – σύμφωνα με τον ΠΟΥ – ανισότητα στους εμβολιασμούς σε παγκόσμιο επίπεδο. Όσο διατηρείται αυτή η ανισότητα τόσο θα «επωάζονται» νέες μεταδοτικότερες μεταλλάξεις και δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα με την πανδημία. Και φυσικά θα συνεχίζουν να καταγράφονται αποτρέψιμοι θάνατοι σε μη εμβολιασμένους ασθενείς.
Ερ: Πριν από δυο χρόνια στη ραδιοφωνική μου εκπομπή είχα φιλοξενήσει εκπροσώπους μικροβιολογικών εργαστηρίων οι οποίοι ήταν , αν δεν τα είχαν περάσει, στα όρια της κατάρρευσης καθώς οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν από το 2012 και μετά ήταν καταστροφικές. Εκτιμάτε ότι αυτός ο κλάδος αδικήθηκε και ποιες είναι οι πρωτοβουλίες για να πάρει μια ανάσα;
Απ: Τα μικροβιολογικά και απεικονιστικά εργαστήρια του ιδιωτικού τομέα, κυρίως όμως τα μικρά και μεσαία εργαστήρια που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα (ελευθεροεπαγγελματίες εργαστηριακούς γιατρούς) και όχι σε διαγνωστικές αλυσίδες και Ανώνυμες Εταιρείες, υπέστησαν όντως μια σημαντική επιβάρυνση τα μνημονιακά χρόνια. Τόσο από την υποτιμολόγηση των εξετάσεων και άρα την κάτω του κόστους πολλές φορές αποζημίωση τους από τον ΕΟΠΥΥ, όσο και από το άδικο μέτρο των επιστροφών (claw back) σημαντικού μέρους της αμοιβής. Για να στηριχθεί αυτός το τομέας που καλύπτει σημαντικές διαγνωστικές ανάγκες των πολιτών και στις οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν επαρκώς τα δημόσια εργαστήρια, χρειάζεται αυστηρή εφαρμογή διαγνωστικών πρωτοκόλλων για να ελεγχθεί η προκλητή ζήτηση εξετάσεων, καθώς και αναπροσαρμογή των κλειστών προϋπολογισμών του ΕΟΠΥΥ. Αλλά και θεσμικές δικλείδες (πχ πληθυσμιακά κριτήρια) για την αποφυγή μιας ολιγοπωλιακής αναδιάρθρωσης της ιδιωτικής διαγνωστικής αγοράς.
Ερ: Όλα τα κόμματα παρουσιάζουν φιλόδοξα προγράμματα για την ενίσχυση του ΕΣΥ, συνήθως όμως μένουν στις προεκλογικές καλένδες, τι φταίει τελικά ενώ έχουμε ένα πολύ σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο γιατί δεν δημιουργείται αυτό το πρότυπο σύστημα υγείας;
Απ: Επαναλαμβάνω ότι δεν έχουν όλα τα κόμματα πρόγραμμα ενίσχυσης του ΕΣΥ. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις, όπως η ΝΔ, που πιστεύουν στην υπεροχή του ιδιωτικού τομέα και «ομνύουν» στην ελεύθερη αγορά. Αυτή είναι μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών πολιτικών σχεδίων για το Σύστημα Υγείας. Η απόσταση από εξαγγελίες και εφαρμογή μέτρων αναβάθμισης της δημόσιας περίθαλψης, έχει σχέση κυρίως με την πολιτική βούληση, τις δημοσιονομικές δυνατότητες και τους κοινωνικό-πολιτικούς συσχετισμούς. Στη διάρκεια της προηγούμενης κυβερνητικής περιόδου το πλαίσιο ήταν πολύ περιοριστικό αλλά και οι συντεχνιακές αντιδράσεις στη μεταρρύθμιση της ΠΦΥ πολύ μεγάλες. Μετά την πανδημία όμως που το κοινωνικό αίτημα της επένδυσης στο ΕΣΥ είναι καθολικό και που η διεθνής τάση είναι η αύξηση των διαθέσιμων πόρων υπέρ της Δημόσιας Υγείας, δεν υπάρχει πλέον καμιά δικαιολογία για να μην δρομολογηθεί μια γενναία και μόνιμου χαρακτήρα «ένεση» ανθρώπινου δυναμικού, κτιριακών υποδομών και σύγχρονου εξοπλισμού στο ΕΣΥ, με στόχο διευρυμένου φάσματος και ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες υγείας .
Ερ: Πως πιστεύετε πως θα είμαστε ως κοινωνία μετά το πέρας της πανδημίας;
Απ: Θα είμαστε μια κοινωνία που θα επιχειρεί να «επουλώσει τις πληγές» της και να σχεδιάσει μια βιώσιμη προοπτική ανάπτυξης και ευημερίας. Αρκεί η πανδημία να μην αντιμετωπιστεί ως μια «παρένθεση». Αυτό που δεν πρέπει να ξεχάσουμε είναι ότι η Δημόσια Υγεία, η υγεία δηλαδή σε επίπεδο πληθυσμού, είναι κρίσιμος όρος υγειονομικής ασφάλειας, ισοτιμίας των πολιτών, κοινωνικής συνοχής και δίκαιης ανάπτυξης για κάθε πολιτισμένη χώρα. Το σχέδιο λοιπόν για την «επόμενη μέρα» πρέπει να αντιμετωπίζει το κρίσιμο ζήτημα που είναι οι ανισότητες. Σε όλα τα επίπεδα. Στην εργασία, στο εισόδημα, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική μέριμνα. Αν δε είναι συμπεριληπτικό και αλληλέγγυο το σχέδιο, θα χάσουμε την ευκαιρία μια σοβαρής «παρακαταθήκης» από την πανδημία.
* Ο κ. Ανδρέας Ξανθός είναι Βουλευτής Ρεθύμνου του ΣΥΡΙΖΑ – Τομεάρχης Υγείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ