Μεγάλο αγκάθι για το μεσοπρόθεσμο μέλλον της ελληνικής οικονομίας αποτελεί το δημόσιο χρέος. Είναι γεγονός πως το ύψος του ως ποσοστό του ΑΕΠ (έκλεισε στο τέλος του 2020 στο 205%) είναι δυσθεώρητο, όμως με βάση όλους τους διεθνείς οργανισμούς που αξιολογούν την ελληνική οικονομία (Ε.Ε., ΔΝΤ, ESM, ΤτΕ, Moody’s, Fitch) παραμένει ακόμη βιώσιμο τουλάχιστον μέχρι το 2030, κάτι το οποίο οφείλεται στην ρύθμιση που έγινε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως γράφει ο Γιάννης Αγουρίδης για την Αυγή, με βάση το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε πριν από λίγες μέρες η κυβέρνηση στην Κομισιόν, το χρέος εκτιμάται ότι από το 205,6% του ΑΕΠ το 2020 θα διαμορφωθεί σε 204,8% του ΑΕΠ το 2021, για να υποχωρήσει κάτω από το 200% από το 2022. Πιο συγκεκριμένα το χρέος θα υποχωρήσει στο 189,5% του ΑΕΠ το 2022, στο 176,7% του ΑΕΠ το 2023 και στο 166,1% του ΑΕΠ το 2024. Παράλληλα, εκτιμάται πως η χώρα θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023, ωστόσο το ύψος του θα είναι θέμα διαπραγμάτευσης της Ελλάδας με την Κομισιόν.
Από εκεί και πέρα τα 261,8 δισ. ευρώ, δηλαδή το 76,7% από τα περίπου 341 δισ. ευρώ του χρέους, προέρχεται από τους επίσημους δανειστές (260 δισ. από ESM και EFSF και περίπου 1,8 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ). Αυτά τα χρήματα των ευρωπαϊκών δανείων είναι με επιτόκιο λίγο κάτω από 1% και ψηλότερα από 3% το μικρό υπόλοιπο των 1,8 δισ. ευρώ του ΔΝΤ.
Υποχρεώσεις
Με αυτήν τη ρύθμιση οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων ήταν πριν από τον πανδημία πολύ χαμηλότερες από το 15% του ΑΕΠ. Με τον πρόσθετο δανεισμό λόγω της πανδημίας οι ετήσιες υποχρεώσεις για το χρέος έχουν ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ, αλλά παραμένουν από τις χαμηλότερες ανάμεσα στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Οι δε λήξεις του ευρωπαϊκού χρέους φτάνουν τα 30 χρόνια.
Ακόμη και αν συνυπολογιστεί το διαπραγματεύσιμο κομμάτι του χρέους (τα περίπου 90 δισ. ευρώ σε ομόλογα που κατέχουν ιδιώτες), η λήξη του συνόλου του χρέους δεν μειώνεται κάτω από τα 21 χρόνια.
Παράλληλα η Ελλάδα έχει ένα απόθεμα 15,7 δισ. ευρώ από τον ESM ως λύση τελευταίας καταφυγής, σε ενδεχόμενο αδυναμίας δανεισμού από τις αγορές. Το ποσό αθροίζεται σήμερα στο περιβόητο “μαξιλάρι” των περίπου 30 δισ. ευρώ (η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αφήσει 37 δισ.), που μπορεί να χρησιμεύσει σε ενδεχόμενα κερδοσκοπικά παιχνίδια στο μέλλον.
Η πρόκληση στο χρέος είναι η επίτευξη και διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, ώστε να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ και το ερώτημα είναι εάν μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο επί ημερών της σημερινής κυβέρνησης. Κι αυτό διότι η Ελλάδα κατάφερε να έχει την τρίτη χειρότερη ύφεση στην Ευρώπη για το 2020, ενώ και για φέτος οι εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών αναθεωρούνται επί τα χείρω.
Μάλιστα, υπάρχουν προβλέψεις που κάνουν λόγο για σχεδόν μηδενική ανάπτυξη φέτος, όπως εκείνη του ΟΟΣΑ, ο οποίος κάνει λόγο για 0,9%, ή μια αντίστοιχη της Deutsche Bank, η οποία τοποθετεί τον πήχη στο 2%.
Όπως εκτιμούν έγκριτοι οικονομικοί αναλυτές, η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρεί ρυθμό ανάπτυξης 3% για την επόμενη δεκαετία, προκειμένου να μην αποκτήσει ξανά ζήτημα χρέους, αλλά η σημερινή κυβέρνηση δεν δείχνει ικανή να επιτύχει κάτι τέτοιο.