Του Σήφη Φανουράκη*
Οι δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι προωθούν την αποκάλυψη της αλήθειας, συντηρώντας το αφήγημα ότι : η κοινωνία βλέπει πραγματικό και αληθινό μόνο ό,τι κατανοεί και εγκρίνει. Και έτσι, πλάθουν το «μύθο» της αντικειμενικότητας.
Από τον 18ο αιώνα με εργαλείο την εφημερίδα, προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια ορθολογική κοινή γνώμη. Και μέσα από μια οργανωμένη άσκηση της κριτικής, προώθησαν την «κοινωνικοποίηση της σκέψης».
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Έκο, «ο πραγματικός δημοσιογράφος πρέπει να μαρτυρεί τα γεγονότα εκφράζοντας και τη δική του άποψη, αλλά χωρίς να επινοεί τίποτα και ούτε να ταυτίζει τη γνώμη του με το γεγονός[…]Διαφορετικά ο μύθος της «αντικειμενικότητας» μετατρέπεται σε ψευδοϊδεολογία».
Οι δημοσιογράφοι, στην πλειοψηφία τους, εγκλωβίζουν την είδηση στην προσωπική ερμηνεία τους καμουφλάροντας την «δική τους αλήθεια», επικαλούμενοι το δόγμα την αντικειμενικότητας.
Είναι σαφές όμως ότι, η απομυθοποίηση της αντικειμενικότητας είναι αναγκαία, τόσο για τον ίδιο το δημοσιογράφο, όσο και για τον αναγνώστη ή τηλεθεατή.
Για παράδειγμα σε πρόσφατο ρεπορτάζ ηλεκτρονικού τοπικού μέσου, ο μύθος της αντικειμενικής ενημέρωσης κατέληξε σε «σκέτη» διαφήμιση ή προπαγάνδα συγκεκριμένων υποψηφίων, για τις πρόσφατες εκλογές της Ν.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ του Νομού.
Το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μέσο λοιπόν, στο πλαίσιο του ρεπορτάζ για την διήμερη εκλογική διαδικασία, ακριβώς την πρώτη ημέρα(26-3-21), «καμουφλάρει» έντεχνα την είδηση, με δηλώσεις του απερχόμενου συντονιστή της απερχόμενης Ν.Ε. και στη συνέχεια ολοκληρώνει το ψηφοθηρικό «εγχείρημα» ως εξής : «Οι υποψήφιοι που διεκδικούν μία θέση στη ΝΕ του ΣΥΡΙΖΑ στο Ηράκλειο είναι πολλοί ενώ δεν λείπουν και τα ηχηρά ονόματα. Ανάμεσά τους είναι ο τωρινός γραμματέας της ΝΕ ΣΥΡΙΖΑ Ηρακλείου, Δημήτρης Κλαράκης, ο Γιώργος Μακράκης (πρόεδρος εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης «Δ. Θεοτοκόπουλος»), ο γεωπόνος Γιώργος Αποστολάκης (γ.γ. του δήμου Βιάννου και πρ. Αντιπρόεδρος ΟΠΕΚΕΠΕ), η δικηγόρος Βιβή Δερμιτζάκη, οι δημοσιογράφοι Βασίλης Σπυριδάκης και Νίκος Κοσμαδάκης, ο πρώην προϊστάμενος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Νίκος Γιγουρτάκης, ο Νίκος Δρακάκης (πρ. Αντιδήμαρχος Αρχανών), ο Μανόλης Παπαδόπουλος (ιδιοκτήτης του Lido), ο Gian Andrea Garancini (πρώην αντιδήμαρχος Ηρακλείου) και ο Μάνος Παπαντωνάκης (στενός συνεργάτης του βουλευτή Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτη Βαρδάκη)».
Προφανώς το ρεπορτάζ είχε ως στόχο σε πρώτο επίπεδο, τη «διαφημιστική προώθηση συγκεκριμένων υποψηφίων». Μάλιστα εντελώς «αθώα», σε βαθμό που να φαίνεται πονηρό, στα ονόματα περιλαμβάνει και κάποιους για «ξεκάρφωμα», σε παρένθεση.
Αυτό βέβαια που μπορεί να εξοργίζει, σε αυτή την περίπτωση, είναι η επεξήγηση στα ονόματα (σε παρένθεση) σημαντικών πληροφοριών των υποψηφίων, για να υπενθυμίσει στους εκλέκτορες, τι πρέπει να επιλέξουν.
Μάλιστα, προκαλεί κατάπληξη η χρησιμοποίηση του ονόματος συγκεκριμένου Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ενδεχόμενα ο, κατά τα άλλα, συμπαθής Βουλευτής να μην ενέχεται καθόλου στη χρησιμοποίηση του ονόματός του δίπλα στο όνομα υποψηφίου, που είναι και στενός του συνεργάτης(;). Προσωπικά αδυνατώ να εξηγήσω την «σιωπή» του σε αυτή τη λαθροχειρία του ονόματός του.
Επίσης προκαλεί κατάπληξη ο «ανήθικος» τρόπος προπαγάνδισης συγκεκριμένων υποψηφίων. Διαχωρίζει τους υποψήφιους σε «ηχηρά ονόματα», όπως αναφέρει συγκεκριμένα το ρεπορτάζ : «Οι υποψήφιοι που διεκδικούν μία θέση στη ΝΕ του ΣΥΡΙΖΑ στο Ηράκλειο είναι πολλοί ενώ δεν λείπουν και τα ηχηρά ονόματα».
Επίσης άλλο «συγγενές» ηλεκτρονικό τοπικό μέσο στις 28-3-21, πριν ακόμα ανακοινωθούν επίσημα τα αποτελέσματα από την εφορευτική επιτροπή, έγραψε : «Από τα μέλη που προέκυψαν, τα 30+2 ανήκουν στη λεγόμενη τάση των προεδρικών ενώ οι άλλοι 9 στη θεωρούμενη εσωτερική τάση».
Έτσι, ο ρεπόρτερ στην πρώτη περίπτωση προσπάθησε να διαμορφώσει «κλίμα» για συγκεκριμένους υποψηφίους μετατρέποντας τους εκλέκτορες, από σκεπτόμενα άτομα σε άκριτους δέκτες «ψηφοθηρικής γραμμής». Ενώ στη δεύτερη περίπτωση, το ρεπορτάζ μοιάζει να είναι κάτι σαν εσωτερική «διαρροή» ή κατευθυνόμενη δημοσιογραφική αποστολή με στόχο, τη χειραγώγηση ενός πολιτικού φορέα, υπηρετώντας βέβαια «κάποια ηγεσία».
Από τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει αβίαστα ότι, η δημοσιογραφία χάνει την τελεσφορία της και παρακμάζει σε «διακόσμηση». Ενώ η κοινωνία μετατρέπεται σε «μάζα ασυνάρτητη» στη σκοτεινή πλευρά του διαδικτύου και του τυπογραφείου. Μάλιστα τέτοιου είδους δημοσιογραφία, λειτουργεί ως μια νέα «διακοσμητική εξουσία», που προωθεί τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των οικονομικών και πολιτικών προσώπων τα οποία εκφράζουν και από τα οποία επιβιώνουν οικονομικά, συντηρώντας ταυτόχρονα την «κατεστημένη τάξη».
Στην παρούσα περίπτωση μάλιστα η συγκεκριμένη δημοσιογραφία υπηρετεί την κατεστημένη κομματική «τάξη».
*Σήφης Φανουράκης – αρχιτέκτονας μηχανικός