Του Σωκράτη Βαρδάκη*
Τον τελευταίο χρόνο βιώσαμε πρωτόγνωρες συνθήκες, λόγω πανδημίας και κληθήκαμε όλοι να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, κάνοντας μάλιστα, με αίσθημα ευθύνης, πολλά περισσότερα από αυτά που αναλογούν στον καθένα ξεχωριστά. Δυστυχώς, η πολιτική της Κυβέρνησης δεν φαίνεται να συμβαδίζει με την προσπάθεια της κοινωνίας να αντέξει την πανδημία και την επιδίωξη να βγούμε όρθιοι από την υγειονομική κρίση.
Κεκτημένα δεκαετιών, που κερδήθηκαν με κόπο και αγώνες, η Κυβέρνηση τα ποδοπατά ελαφρά τη καρδία. Ο κόσμος της εργασίας δέχτηκε τεράστιο πλήγμα όλους αυτούς τους μήνες. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρίσκονται ακόμα και σήμερα εκτός ομπρέλας προστασίας, αντιμετωπίζοντας βιοποριστικό πρόβλημα. Οι εκβιαστικές αναστολές συμβάσεων εργασίας, η εφαρμογή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, εκ μέρους μεγάλης μερίδας επιχειρήσεων, οι απλήρωτες πλέον δια νόμου υπερωρίες, προδιαγράφουν την υποβάθμιση της εργασίας, εδραιώνοντας έτσι πολιτικές εργασιακής ζούγκλας. Μέσα σε όλα αυτά προστίθεται και το πάγωμα της αύξησης του κατώτατου μισθού. Με λίγα λόγια, δεν υπήρξε καμία ουσιαστική θωράκιση του εισοδήματος και της απασχόλησης μέσα στην πανδημία. Η υγειονομική κρίση συνοδεύτηκε από ελλιπή μέτρα ενίσχυσης των πληγέντων εργαζομένων, επιφέροντας δυσβάσταχτες οικονομικές επιπτώσεις.
Οι πολύ «σημαντικές μεταρρυθμίσεις» της Κυβέρνησης στο εργασιακό γίγνεσθαι, που ξεκίνησαν από την πρώτη στιγμή ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας, συνεχίζονται τώρα, με την αναθεώρηση του εργατικού κώδικα.
“Μεταρρυθμίσεις” που οδήγησαν σε κατάργηση των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του αιτιολογημένου των απολύσεων και της προστασίας των εργαζομένων στις εργολαβίες.
“Μεταρρυθμίσεις” που οδήγησαν σε υποβάθμιση του Σ.Ε.Π.Ε και του Ο.Μ.Ε.Δ., ακυρώνοντας στην πράξη δύο πολύ σημαντικά πεδία συνεννόησης και εξεύρεσης λύσεων, που ικανοποιούν και τις δυο πλευρές εργαζομένων και εργοδοτών.
“Μεταρρυθμίσεις” που απορρύθμισαν περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις και τις αμοιβές, μέσα στην πανδημία.
Η Κυβέρνηση επιδιώκει φυσικά αυτές οι “μεταρρυθμίσεις” της να έχουν μια συνοχή, γι’ αυτό και εν μέσω γενικευμένης υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, συνεχίζει την αντεργατική της πολιτική, φέρνοντας οσονούπω ένα νέο, τιμωρητικό για τον κόσμο της εργασίας, νομοσχέδιο.
Δεν «διευθετούν» τον χρόνο εργασίας, όπως θέλουν να ισχυρίζονται.
Δεν εκσυγχρονίζουν το εργατικό δίκαιο, όπως επικαλούνται.
Ουσιαστικά προωθείται η κατάργηση του 8ώρου, με τον εργοδότη να έχει πλέον το δικαίωμα να απασχολεί τον εργαζόμενο έως και 10 ώρες την ημέρα, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, αλλά με αντίστοιχη μείωση του χρόνου εργασίας σε άλλη ημέρα, ή ρεπό ή πρόσθετη άδεια μέσα στο ίδιο εξάμηνο. Η συναίνεση του εργαζόμενου θα είναι περιττή. Για πρώτη φορά στη χώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθετεί τη 10ωρη εργασία, 134 χρόνια μετά την απεργία του Σικάγο και 100 χρόνια μετά από τη νομοθέτηση του 8ωρου στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που η Ισπανία γίνεται η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία θα εφαρμοστεί η τετραήμερη εβδομάδα εργασίας των 32 ωρών.
Οι επιχειρηματικοί κλάδοι, θα μπορούν με μία απλή διαδικασία να ενταχθούν στην κατηγορία αυτών που δεν έχουν Κυριακάτικη αργία. Πρακτικά, δηλαδή, μιλάμε για εργάσιμη εβδομάδα 60 ωρών, καθώς και για επισήμως πια απλήρωτες υπερωρίες.
Ταυτόχρονα, η Κυβέρνηση αυξάνει το ανώτατο όριο υπερωριών από 48 ώρες σε εξαμηνιαία βάση, στις 120 ετησίως, ενώ υπάρχουν στο τραπέζι εισηγήσεις για ευθυγράμμιση του πλαφόν των υπερωριών στη βιομηχανία με όλους τους κλάδους, γεγονός που θα φέρει τη μείωση του κόστους των υπερωριών στις βιομηχανίες.
Η ΝΔ φυσικά θα φέρει και αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο και τις απεργίες. Ματαιώνει και ποινικοποιεί τη συνδικαλιστική δράση, διευρύνοντας το πεδίο με βάση το οποίο μία απεργία μπορεί να κριθεί παράνομη από τα δικαστήρια. Ενώ ήδη το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό απεργιακών κινητοποιήσεων προσβάλλονται δικαστικά και κρίνονται «παράνομες και καταχρηστικές», τώρα θα είναι και ποινικά κολάσιμες. Αυτό που δεν έκανε καμία κυβέρνηση της ΝΔ τα τελευταία 38 χρόνια, να ακουμπήσει τον Νόμο 1264/82 που κατοχύρωνε τις συνδικαλιστικές ελευθερίες των εργαζομένων, το κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Επίσης, αλλάζει τον κανονισμό για το προσωπικό ασφαλείας, που πρέπει να υπάρχει σε περίπτωση απεργίας και ορίζεται σε ποσοστό τουλάχιστον 40%. Αν για τον οποιονδήποτε λόγο, αυτό δεν οριστεί, και πάλι θεωρείται ποινικά κολάσιμη πράξη.
Και όλα αυτά την ώρα που στην χώρα μας οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι διαλυμένοι και το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), πιο αποδυναμωμένο από ποτέ.
Ο κ. Μητσοτάκης δημιουργεί στρατιές εργαζομένων και τους αποδυναμώνει, προκειμένου να μην μπορούν αυτοί να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, χωρίς ωράριο, χωρίς προστασία, που θα φεύγουν το πρωί για την εργασία τους και δε θα ξέρουν τι ώρα θα γυρίσουν στο σπίτι τους. Φέρνει ένα νομοσχέδιο γεμάτο ανεργία, φτώχεια, ανασφάλεια, μίσος και κανιβαλισμό.
Τις λανθασμένες και αποτυχημένες πολιτικές που εφάρμοσε η νεοφιλελεύθερη παράταξη, στην αγορά εργασίας, κατά την οικονομική κρίση 2010-2014, οι οποίες ισοπέδωσαν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και αύξησαν την ανεργία, τη φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες, έχει το θράσος να τις επαναλαμβάνει και σήμερα εν μέσω πανδημίας.
Η ΝΔ βρήκε πρόσφορο έδαφος στην υγειονομική κρίση για να κάνει εκπτώσεις σε δικαιώματα. Τα περιορισμένα και ευέλικτα πλαίσια εργασίας, που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της λήψης προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ιού, φαίνεται να εδραιώνονται για τα καλά και να μετατρέπονται σε κανόνα. Ευέλικτα πλαίσια, τα οποία ο κόσμος της εργασίας στην Ελλάδα βίωσε με τον πιο σκληρό τρόπο στο πετσί του την περίοδο της οικονομικής κρίσης και είναι ως επί το πλείστον σε βάρος των δικαιωμάτων και των εισοδημάτων του.
Αυτή η πολιτική, που πλήττει βάναυσα τον κόσμο της εργασίας, δημιουργεί προβλήματα και ανισότητες και ευνοεί τα μεγάλα συμφέροντα, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή σε καμία περίπτωση.
Ως ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θα βάλουμε φρένο στην στοχευμένη και σταθερή επιδίωξη της ΝΔ για καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Της Κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη που θα βρεθεί μπροστά σε οξύτατες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις.
Θα βρεθεί μπροστά σε όλους εμάς!
*Ο Σωκράτης Βαρδάκης είναι Βουλευτής Ηρακλείου ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία