Μια επιστολή – ιστορική μαρτυρία για την έναρξη της επανάστασης του 1821
“Κατά τας αρχάς Απριλίου εξερράγη εν Μωρέα, και είτα αργότερον και εις τας γειτνιαζούσας επαρχίας, φανερά επανάστασις εναντίον της Πόρτας. Αν και ελλείπουσιν έτι πάντη βέβαιαι ειδήσεις περί των κατά μέρος συμβεβηκότων, νομίζω όμως ότι δύναμαι να κοινώσω τα ακόλουθα με βαθμόν τινά βεβαιότητος ουκ ολίγον”.
Πολύτιμες μαρτυρίες για τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις, όπως τις κατέγραψε τις πρώτες ημέρες της επανάστασης μια επιστολή από την Αθήνα, που δημοσίευσε η αυστριακή εφημερίδα «Αυστριακός Παρατηρητής» (“Österreichischer Beobachter”) και αναδημοσίευσε η ελληνική εφημερίδα «Ελληνικός Τηλέγραφος» της Βιέννης, παρουσιάζουμε σήμερα.
Η επιστολή – μαρτυρία είχε σταλεί από την Αθήνα στην αυστριακή εφημερίδα «Αυστριακός Παρατηρητής» (“Österreichischer Beobachter”), με περιγραφή όλων των πρώτων γεγονότων της επανάστασης. Η επιστολή είχε ημερομηνία 5 Μαΐου 1821 και αναδημοσιεύτηκε στον «Ελληνικό Τηλέγραφο» στο φύλλο της 12ης Ιουνίου 1821.
Το φύλλο εκείνο – συνολικά ένα τετρασέλιδο- είναι ολόκληρο αφιερωμένο στις πρώτες επαναστατικές κινήσεις, που ξεκινούσαν στην Πελοπόννησο, αλλά και στα νησιά του Αιγαίου. Μετά την επιστολή υπάρχει θα λέγαμε ένα άρθρο γνώμης και κρίσης των γεγονότων, αναδημοσιευμένο στην ίδια αυστριακή εφημερίδα («Αυστριακός Παρατηρητής») που παρουσίασε την επιστολή από την Αθήνα. Φυσικά το «άρθρο γνώμης» τίθεται σφόδρα αντίθετο στην ελληνική επανάσταση, προσπαθώντας μάλιστα να υποβαθμίσει και τη σημασία της, αλλά και τους στόχους. Στην ουσία απηχούσε την επίσημη πολιτική του αυστριακού καγκελάριου Μέτερνιχ, του πιο σφοδρού πολέμιου της ελληνικής επανάστασης αλλά και κάθε προοδευτικής κίνησης στην Ευρώπη της εποχής. Ο συντάκτης του άρθρου ισχυρίζεται ότι το κίνημα, το οποίο προεξοφλεί ότι είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, στρέφεται στην πραγματικότητα εναντίον της χριστιανικής Ευρώπης, την οποία και απειλεί, κι όχι κατά του κατακτητή, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κι αυτό γιατί θεωρεί ότι οι κάτοικοι των ελληνικών επαρχιών της αυτοκρατορίας απολαμβάνουν εκτεταμένα προνόμια, που δεν υπάρχουν σε άλλη περιοχή!
Προσθέτει ακόμη ότι το κίνημα, του οποίου θεωρεί αρχηγό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, είναι έξω και από τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας.
Πάντως αυτό το δεύτερο κείμενο γνώμης και κρίσης περιέχει μια ιστορική αλήθεια η οποία στην επίσημη καταγραφή της ελληνικής επανάστασης σκοπίμως αποσιωπάται ή υποβαθμίζεται. Ότι, δηλαδή, ο ξεσηκωμός των Ελλήνων είχε στόχο την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό αλλά παράλληλα ήταν μια επανάσταση σε βάρος των προνομιούχων Ελλήνων – Φαναριωτών κυρίως- που απολάμβαναν τα προνόμια της συναλλαγής και της ομαλής συμβίωσης με το καθεστώς.
Η επιστολή
Στο φύλλο της 12ης Ιουνίου 1821, ο γιατρός Δημήτριος Αλεξανδρίδης παρουσίαζε μια επιστολή με αναλυτικές και πολύτιμες πληροφορίες για τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις. Η επιστολή είχε σταλεί στον «Αυστριακό Παρατηρητή» (“Österreichischer Beobachter”) από την Αθήνα, χωρίς να αναφέρεται ποιος ήταν ο συντάκτης. Από την αυστριακή εφημερίδα αναδημοσίευσε την επιστολή ο Αλεξανδρίδης, στον «Ελληνικό Τηλέγραφο», μαζί με άλλες πληροφορίες για την επανάσταση που μόλις είχε ξεσπάσει. Το φύλλο εκείνης της έκδοσης ήταν ολόκληρο αφιερωμένο στις πληροφορίες από την επαναστατημένη Ελλάδα. Είναι το πρώτες πληροφορίες που έφταναν στην Ευρώπη, με τη μορφή ενός πλήρους ρεπορτάζ.
«Αι ξέναι εφημερίδες περιέχουσιν εκ τινός καιρού τόσον πολλά αντιφασκούσας, συχνάκις δε και ψευδείς, ή καν πολλά αλλοκότους ειδήσεις περί των συμβάντων εν τη Πελοποννήσω, ώστε θέλει είναι αναμφιβόλως ευπρόσδεκτος εις τους φίλους της αληθείας η ακόλουθος περιγραφή (από 5 Μαΐου) ενός εν Αθήναις διατριβόντος κατά το παρόν αφιλοπροσώπου παρατηρητού:
“Κατά τας αρχάς Απριλίου εξερράγη εν Μωρέα, και είτα αργότερον και εις τας γειτνιαζούσας επαρχίας, φανερά επανάστασις εναντίον της Πόρτας. Αν και ελλείπουσιν έτι πάντη βέβαιαι ειδήσεις περί των κατά μέρος συμβεβηκότων, νομίζω όμως ότι δύναμαι να κοινώσω τα ακόλουθα με βαθμόν τινά βεβαιότητος ουκ ολίγον.
Εν Μωρέα, καθώς εν Ευρίπω και εν Αθήναις, ανεχώρησαν οι Τούρκοι εις τα κάστρα των ή ακροπόλεις. Οι αρχιερείς και ιερείς, πολύ πλήθος πάλαι Γραικών καπιτάνων, και μάλιστα οι της Μάνιας και άλλων ορεινών μερών, είναι οι αρχηγοί ταύτης της επαναστάσεως, η οποία, καθώς φαίνεται, προπαρεσκευάσθη προ πολλού εις μυστικήν εταιρείαν.
Κατά τας αρχάς Απριλίου έκαμαν οι Τούρκοι ορμήν εις τα έξω από το κάστρον των Πατρών (Πάτρας), και κατά ταύτην την ευκαιρίαν έκαυσαν μέρος της πόλεως. Οι Γραικοί έδραξαν τα όπλα και τους απέκρουσαν πάλιν εις το κάστρον. Ου πολλώ ύστερον εφάνη ο αρχιεπίσκοπός των με 3-4.000 αρματωμένους χωριάτας. Η λευκή σημαία με τον Ελληνικόν σταυρόν εστήθη εις την αγοράν, και ήρχησαν να πολιορκώσι κατά τάξιν το κάστρον, το οποίον έως 13 Σεπτ. (sic) ανθίστατο ακόμη με πείσμα.
Εκ συμφώνου με εκείνα τα κινήματα ανεχώρησαν οι μεν Γραικοί εγκάτοικοι της Κορίνθου εις τα βουνά, οι δε Τούρκοι εις την Ακροκόρινθον (την ακρόπολιν). Ου πολλώ ύστερον κατεπλημμύρισαν οι χωριάται των πέριξ χωρίων, και του Ισθμού (του Εξαμιλίου) την πόλιν, και αι σιτοθήκαι του Μπέη διηρπάγησαν.
Η Τριπολιτζά, η καθέδρα του Οθωμανικού πασιά, είναι, καθώς λέγουσιν, αποκλεισμένη από τους Μανιάτας· έχει δε υψηλά τείχη, ακρόπολιν, μερικά κανόνια, και Τουρκικήν φρουράν.
Η Ναυπλία (NapolidiRomania), η Επίδαυρος (NapolidiMalvasia), η Κορώνη, η Μεθώνη και η Πύλος (Ναβαρίνον) πολιορκούνται , καθώς άδεται, παρομοίως από τους Γραικούς. Η νήσος Σπέτζια εκηρύχθη πριν της Ίδρας εναντίον της Πόρτας, τα δε ηνωμένα καράβια των εκινήθησαν να πειρατεύωσι κατά των Τούρκων.
Εν Αμφίσση (Σάλωνα), Λειβαδεία και Θήβαις κατεδαμάσθησαν οι Τούρκοι από την πολυπληθίαν, και πάντες, εν ταις δύο πρώταις πόλεσι τουλάχιστον, μη εχούσαις ακρόπολιν, επνίγησαν άνευ εξαιρέσεως· οι δε των Θηβών εδυνήθησαν να σωθώσιν εις το μερικάς ώρας μακράν κάστρον της Ευρίπου, ένθα εκινήθησαν αυτών κατόπιν οι αποστάται. Οι Τούρκοι της Καρύστου εκλείσθησαν, ως λέγουσι, παρομοίως εν τω κάστρω της Ευρίπου, αφ’ ου πρώτον εδυνήθησαν να λάβωσι μεθ’ εαυτών εις το κάστρον εν μέρος γεννήματος από το 7 ώρας από τας Αθήνας χωρίον Κάλαμο.
Καθώς διαφημίζεται, και το Ζητούνι, αν και έχον κάστρον, παρεδόθη καθώς και η Άμφισσα και η Λεβαδεία.
Από τα Ιωάννινα, και από το κατά του Αλή πασιά Οθωμανικόν στράτευμα ελλείπουσι διόλου ειδήσεις.
Ενταύθα ίδομεν εν υπό τριών επισκόπων και πολλών αρχηγών των αποστατών υπογεγραμμένον τη 30 Μαρτίου γράμμα, με το οποίον οι Έλληνες προσκαλούνται εν ονόματι του σταυρού και του Λεωνίδα να συναχθώσιν εις Θερμοπύλας, και ειδοποιούνται οι εγκάτοικοι των Αθηνών περί των γεγονότων εν Αμφίσση και Λεβαδεία, προσκαλούμενοι να πράξωσι και αυτοί τα αυτά εν τη πόλει των.
Ενταύθα ευρίσκονται εκ τριών εβδομάδων όλαι αι Τουρκικαί φαμίλιαι , καθώς και ο Καδής και ο Βοϊβόδας (εκ των οποίων ο τελευταίος μόνος καταβαίνει εις την πόλιν την ημέραν) εν τω κάστρω. Μικροί τε και μεγάλοι είναι αρματωμένοι, και περιφυλάττουσι, μάλιστα την νύκτα, τας πόρτας. Οι Γραικικοί και Αλβανοί χωριάται της Αττικής είναι εις τα άρματα, και έστησαν εν τω χωρίω Μεϊνιδί, 3 ώρας μακράν εντεύθεν, τας πολεμικάς των σημαίας· νομίζονται δε 1500-2000 τον αριθμόν με τουφέκια, οι δε λοιποί με λόγχας και αξίνας. Με τούτους ηνώθησαν και οι εγκάτοικοι της Σαλαμίνος και των διαφόρων χωρίων του Ισθμού (Εξαμιλίου). Εν τούτοις, οι Τούρκοι ευρήκαν καιρόν να προμηθεύσωσι το κάστρον με ζωοτροφίας, ένθα έλαβον ως ομήρους δια την πίστιν των εγκατοίκων τρεις δημογέροντας, δύο κληρικούς και άρχοντας τινάς Γραικούς, μ’ όλον οπού ο λαός, ως φαίνεται, ολίγον φροντίζει περί αυτών, και κινείται σωρηδόν έξω της πόλεως δια ν’ αυξήση το στρατόπεδον του Μεϊνιδίου.
Εν Πάτρα έδειξαν οι αποστάται ευλάβειαν προς τους ξένους Κονσόλους, και μάλιστα ο αρχηγός εκείνων επίσκοπος ειπρόσφερεν αυτοίς φύλακας, όμως οι Κόνσολοι δεν εδέχθησαν λέγοντες, ότι τας σημαίας των ξένων δυνάμεων πρέπει βέβαια να τιμά και σέβηται καθείς”.».