Ξεκίνησε η συζήτηση στις Επιτροπές της Βουλής, για την ενσωμάτωση της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αφορμή τη συμμετοχή του στην Επιτροπή ο βουλευτής Ηρακλείου ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Βαρδάκης δήλωσε:
«Η εξέταση της πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε θέμα ημερήσια διάταξης στην κοινή συνεδρίαση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων.
Η πρωτοβουλία αυτή σίγουρα είναι ένα θετικό βήμα, για την εφαρμογή ενός σύγχρονου πλαισίου, για την επάρκεια των κατώτατων μισθών στις χώρες μέλη.
Για να αντιληφθεί κάποιος την ουσιαστική σημασία ύπαρξης επαρκών κατώτατων μισθών, θα ήταν χρήσιμο να ανατρέξει στην περίοδο 2010-2014, όταν στην χώρα μας, άλλαξαν ριζικά τα πράγματα στο εργασιακό γίγνεσθαι.
Οι μνημονιακές μεταρρυθμίσεις που επέβαλαν οι τότε Κυβερνήσεις, στην αγορά εργασίας, υποβάθμισαν σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων χωρίς να συμβάλουν, όπως επικαλείτο η νεοφιλελεύθερη ρητορική, στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Οι παρεμβάσεις, εκείνη την περίοδο, στο ύψος του εργασιακού κόστους ακύρωσαν στην πράξη τη βιοποριστική λειτουργία του μισθού, ενώ ταυτόχρονα οδήγησαν σε βαθιά ύφεση, κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης και εν τέλει σε δραματική αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων.
Με το νόμο 4093/2012 συρρικνώθηκε ο κατώτατος μισθός και το ημερομίσθιο για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, από 22% έως 32% ανάλογα με την ηλικία των εργαζόμενων και καταργώντας ουσιαστικά την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Τις συνέπειες της απόφασης αυτής, ζήσαμε όλοι μας, ως μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της κρίσης που συμπαρέσυρε προσδοκίες χιλιάδων εργαζομένων και ιδιαίτερα των νέων.
Η λάθος, όπως τελικά αποδείχθηκε, στρατηγική που υιοθέτησαν το ΔΝΤ σε συνεργασία με την τότε Κυβέρνηση, το 2012, για μείωση του μισθολογικού κόστους, ούτε δημιούργησε προοπτικές ανταγωνιστικότητας, ούτε θέσεις εργασίας.
Αντιθέτως οδήγησε στην παγίωση ενός αισχρού πλαισίου στην αγορά εργασίας και δημιούργησε συνθήκες γαλέρας.
Επτά χρόνια μετά ως Κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε τον κατώτατο μισθό και κατήργησε τον υποκατώτατο μισθό, με αποτέλεσμα να αυξηθούν συνολικά και 24 επιδόματα που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό.
Μια απόφαση εμβληματική για τους εργαζόμενους, που ενίσχυσε την κατανάλωση και τόνωσε την ανάπτυξη.
Η στρατηγική της δίκαιης ανάπτυξης και ο στρατηγικός στόχος περιορισμού των ανισοτήτων περνά μέσα από την ύπαρξη επαρκών κατώτατων μισθών αλλά και της ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις στο ύψος του κατώτατου μισθού. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού για τον προσδιορισμό επαρκών κατώτατων μισθών, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει σε εργαζόμενους, κυρίως παρέχοντάς τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, κίνητρα για εργασία και παραγωγικότητα και συνθήκες εργασιακής ασφάλειας.
Ταυτόχρονα συμβάλλει στην τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, στην αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, αποτελώντας ένα εργαλείο καταπολέμησης του αθέμιτου ανταγωνισμού, δικαιότερης κατανομής του παραγόμενου πλούτου και μοχλός κοινωνικής δικαιοσύνης.
Βέβαια παραμένει άγνωστο, κατά πόσο όλα αυτά βρίσκουν σύμφωνη την Κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία όχι μόνο έχει ως ευαγγέλιο το σχέδιο Πισσαρίδη σύμφωνα με το οποίο, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα φέρει μόνο ανεργία, κάτι το οποίο φυσικά δεν στέκει, αλλά και προχώρησε σε πάγωμα της αύξησης του κατώτατου μισθού για το έτος 2020 και για το έτος 2021 οποιαδήποτε αύξηση πάει στις καλένδες. Μεταξύ άλλων ετοιμάζεται να φέρει στην Βουλή για ψήφιση ένα ακόμα τιμωρητικό για τον κόσμο της εργασίας νομοσχέδιο.
Λέγαμε και παλαιότερα και αποδεικνύεται σήμερα στην πράξη ότι το παράδειγμα της Ελλάδας, ως προς την διάλυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την δραματική μείωση των μισθών, γίνεται πλέον αντιληπτό ως ζήτημα που αφορά όχι μόνο μία χώρα της Ε.Ε.. Οι αρχές της κοινωνικής Ευρώπης είναι αναγκαίες για την κοινωνική συνοχή του εκάστοτε κράτους μέλους, και κατ’ επέκτασιν για τη συνοχή της ίδιας της ΕΕ.»