(κεντρική εικόνα – πίνακας, η φτώχεια που ντρέπεται)
Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ενώ έψαχνα σε παλιές φωτογραφίες, βρήκα τυχαία μια φωτογραφία που την είχα εντελώς ξεχάσει. Εγώ, στο Βερολίνο, με ένα ζεστό παλτό, τα μαλλιά πιασμένα σε μια πρόχειρη αλογοουρά, ενώ γύρω η πόλη σκοτείνιαζε και ο κόσμος λιγόστευε… Αυτόματα μου ήρθε στο νου ο στίχος του Καβάφη «Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα ΄βρεις άλλες θάλασσες, η πόλη θα σε ακολουθεί…» Χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να σωθεί κανείς, όταν έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που τον πότισε με ένα μίγμα ρατσισμού και μισογυνισμού. Το να υπάρχουν “πρώτοι” και “δεύτεροι” σε ένα χωριό είναι ένα θέμα, όμως το να νιώθουν μειονεκτικά οι “δεύτεροι” είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα.Φέρονταν ρατσιστικά στους ίδιους τους εαυτούς τους και στα πιο ευάλωτα μέλη των οικογενειών τους.
Η Σωτηρία στεκόταν στο μπαλκόνι και παραμόνευε. Η ζωή της ήταν πολύ βαρετή, όσο βαρετή μπορεί να είναι η ζωή μιας κοπέλας που μένει με τους γονείς της και ο μοναδικός σκοπός της ζωής της είναι να βρει ένα καλό παιδί να αποκατασταθεί. Μερικές φορές ο θησαυρός είναι στην αυλή μας και εμείς τον ψάχνουμε στα πέρατα του κόσμου. Η Σωτηρία αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι ο θησαυρός της ήταν ακριβώς απέναντι από το μπαλκόνι της και το όνομά του ήταν Βαγγέλης. Ήταν ο γιός των γειτόνων, ένα ήσυχο παιδί, λίγα χρόνια μεγαλύτερός της, εργατικός και θεοσεβούμενος. Άνθρωποι εργατικοί, νοικοκύρηδες, θεοσεβούμενοι. Μόνο δούλευαν και επέστρεφαν στο σπίτι να φάνε και να ξεκουραστούν. Αυτό το αγόρι ήταν πανεύκολος στόχος, καθώς ήταν ντροπαλός και κλειστός χαρακτήρας, αμίλητος και άπειρος. Αυτός δεν πρέπει ούτε στον ύπνο του να είχε δει γυναίκες. Δεν έβλεπε τίποτα γύρω του, τόσο απορροφημένος ήταν στις αγροτικές εργασίες. Η μητέρα του ήταν μια γυναίκα πολύ γλυκομίλητη, πολύ ήρεμη, όλη μέρα ασχολιόταν με τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα, φρόντιζε τον άντρα της και τους γιούς της. Ήταν και αυτό πολύ σημαντικό, πριν ακόμα ξεκινήσεις οτιδήποτε, να εξασφαλίσεις ότι θα έχεις για πεθερά μια καλή γυναίκα, που ποτέ δεν θα σου πει ένα κακό λόγο, ποτέ δεν θα σου αρνηθεί τη βοήθειά της και ποτέ δεν θα προσπαθήσει να υπονομεύσει τη σχέση σου με το γιο της.
Περίμενε πολλή ώρα η Σωτηρία στο μπαλκόνι, μέχρι που ήρθε. Τον είδε να ανοίγει τη σιδερένια καγκελόπορτα της αυλής και να μπαίνει στο σπίτι. Αυτός δεν την είχε προσέξει. Ήταν κατάκοπος, ήθελε μόνο ένα ζεστό πιάτο φαγητό από τα χέρια της μαμάς του και να ξεκουραστεί στο δωμάτιό του. Η Σωτηρία ήταν αποφασισμένη να δράσει. Είχε ήδη ετοιμάσει το σχέδιό της. Μέσω μιας φίλης της, που την έκανε φίλη ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, κατάφερε να μάθει τον αριθμό του κινητού του Βαγγέλη. Τότε ήταν τα παλιά κινητά, πριν ακόμα βγουν τα smartphones. Είχε λίγο άγχος σχετικά με το θέμα της ορθογραφίας, δεν ήξερε να γράφει σωστά, αλλά δεν πειράζει, σκέφτηκε, ούτε αυτός θα ξέρει, οπότε η μισή ντροπή δική μου, η μισή δική του. Για τη Σωτηρία ήταν αρκετό να έχει μια έξυπνη ιδέα και να κάνει μια έξυπνη κίνηση. «Κίνηση φαγητού», είπαν κάποιες. «Παράωρο» τον αποκαλούσαν τον πατέρα της, μα είδες τελικά η κόρη του «παράωρου»… Αν κατάφερνε να κερδίσει το Βαγγέλη, πράγμα εύκολο, καθώς ήταν ένα άπειρο παπαδοπαίδι, δεν θα είχε πια ανάγκη τους γονείς της, θα έκανε τη δική της οικογένεια, θα έβρισκε μια θέση κάτω από τον ήλιο, για να ανθίσει, σαν γαρύφαλλο. Κάθε άνθρωπος είναι ένα γαρύφαλλο που χρειάζεται μια θέση στον ήλιο για να ευημερήσει. Θα ήταν φρικτό να ξεμείνει στο πατρικό της, σαν τη θεία της την Περσεφόνη, που παγιδεύτηκε στο σπίτι και πέρασε τη ζωή της να τσακώνεται με τη μάνα της, μέχρι που απέκτησε μόνιμη πνευματική αναπηρία και κλείστηκε σε ένα δωμάτιο, για να πεθάνει στα ογδόντα της από καρδιά… Η καρδιά της ράγισε στα ογδόντα, τα υπόλοιπα όργανα είχαν μείνει ακέραια παρά το ότι ήταν κρεμασμένη σαν το Χριστό ή σαν τον Προμηθέα και άγρια πουλιά της έτρωγαν το συκώτι, τους πνεύμονες, τον εγκέφαλο. Τη βασάνιζαν την Περσεφόνη η μητέρα της και η άλλη αδερφή της, η Πολυξένη. Τη θεωρούσαν τεμπέλα, βρώμικη, μια σιχαμερή κατσαρίδα που είχε κάνει κατάληψη στο χώρο τους. Την κατηγορούσαν συχνά ότι από την κακία της τρελάθηκε. Οι ίδιες ήταν κακιές, ζηλιάρες και παράλογες, αλλά της ασκούσαν εξουσία. Μέχρι τα σαράντα της κατάφερε όπως όπως να λειτουργεί, μετά βυθίστηκε σε μια κατατονική κατάσταση χωρίς επιστροφή. Όχι, σκέφτηκε η Σωτηρία. Θα κάνω τα πάντα για να μην καταλήξω σαν αυτή. Θα κάνω τα πάντα, χωρίς αναστολές. Καλύτερα ξεδιάντροπη παρά έρμαιο της μοίρας μου. Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να παντρευτώ το Βαγγέλη. Καλύτερα να υπηρετώ ένα αφεντικό παρά πολλά. Ειδικά στην αρχή θα είναι καλά, αν καταφέρω να με αγαπήσει θα μου φέρεται καλά, μια χαρά θα περνάω.
Του έστειλε το πρώτο ανώνυμο γραπτό μήνυμα. Δεν ξέρο γιατί μου αρέσις. Δεν είσαι ώμορφος, μα είσαι γλικός. Δεν ήταν και ο πιο επιδέξιος τρόπος για να εκφράσεις σε κάποιον το ενδιαφέρον σου, αλλά ήταν η καλύτερη ιδέα που της ήρθε στο μυαλό εκείνη τη στιγμή. Ο Βαγγέλης ήταν πολύ αδύνατος, σχετικά μικρόσωμος, μετρίου αναστήματος, καστανός με μεγάλη μύτη. Και όμως είχε μια λάμψη, σαν φωτοστέφανο αγίου, ήταν αθώος και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Έμεινε να κοιτάει την οθόνη του κινητού, χωρίς να τολμάει να απαντήσει. Ένα δεύτερο μήνυμα ήρθε σε λίγα λεπτά. Ίμε εγώ αυτό που σου λείπι, είμαι αυτί που σου τεριάζι. Μόλις το διάβασε αυτό ο Βαγγέλης το πίστεψε. Έτσι ήμουν και εγώ, σαν το Βαγγέλη. Αθώα, αγαθή, καλοπροαίρετη. Μου έχει συμβεί πολύ συχνά να μην σκέφτομαι ελεύθερα, να μην έχω δική μου γνώμη και ούτε καν να το αντιλαμβάνομαι, να μου πουν άλλοι τι πιστεύω, τι νιώθω, ακόμα και τι πρέπει να κάνω. Μα όπως είπε και ο Ρήγας Φεραίος, όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά. Μόλις διάβασε το γραπτό μήνυμα ήταν σίγουρος ότι υπάρχει μια γυναίκα που του ταιριάζει. Αυτή και καμία άλλη. Δεν είχε σημασία που δεν ήξερε ούτε καν αν το μήνυμα ήταν αληθινό ή φάρσα. Αποφάσισε να απαντήσει. Δεν είχε στείλει ποτέ ως τότε γραπτό μήνυμα, ενώ είχε να γράψει από τότε που τελείωσε το δημοτικό, χρόνια πριν. Πάλεψε αρκετή ώρα με τα πλήκτρα μέχρι να καταφέρει να γράψει «ισε αλιθινη;» Πήρε αμέσως την απάντηση «κοιμήσου τώρα και θα έρθω στο όνειρό σου». Υπάκουσε ο αγαθός νεαρός, ήταν και πολύ κουρασμένος, αποκοιμήθηκε.
Στον ύπνο του δεν ήρθε κανείς. Όμως ήδη ένα περίεργο συναίσθημα τον είχε καταλάβει ολοκληρωτικά, μια ασυγκράτητη χαρά και ανυπομονησία ταυτόχρονα. Σαν να είχε μεθύσει χωρίς να έχει πιεί. Μέχρι τότε καμιά δεν είχε καταφέρει να προσελκύσει το ενδιαφέρον του, δεν είχε ποτέ αντιληφθεί ότι του αρέσουν οι γυναίκες και ποτέ δεν του άρεσε καμιά. Οι γονείς του δεν ανησυχούσαν καθόλου γι’ αυτό, το ίδιο φερόταν και ο μεγάλος του αδερφός μέχρι που έγινε καλόγερος σε μοναστήρι. Ευλογία Θεού. Μπορούσαν αυτοί να φέρουν αντίρρηση στη θέληση του Θεού; Την ώρα που επέστρεφε από τη δουλειά, η Σωτηρία ήταν πάλι στο μπαλκόνι και παραμόνευε. Κρατούσε στην αγκαλιά της μια χαριτωμένη γατούλα, υπήρχε λόγος που την κρατούσε. Μόλις ο Βαγγέλης πήγε να ανοίξει την σιδερένια καγκελόπορτα, η Σωτηρία τσίμπησε δυνατά τη γάτα και εκείνη έβγαλε μια κραυγή πόνου που τράβηξε την προσοχή του νεαρού. Γύρισε, κοίταξε προς την πηγή του νιαουρίσματος και είδε τη Σωτηρία να χαϊδεύει τρυφερά τη γάτα. Η Σωτηρία δεν ήταν ιδιαίτερα ζωόφιλη, αλλά δεν τα πείραζε τα ζώα. Σε αντίθεση με τη μαμά της, για την οποία είχαν ακουστεί σημεία και τέρατα που αφορούσαν κακοποίηση γατιών όταν ήταν παιδί. Η Σωτηρία δεν ήταν καθόλου άσχημη. Ούτε κοντή, ούτε ψηλή, αρκετά γεροδεμένη, φαινόταν υγιής και δυνατή, ικανότατη ακόμα και για αγροτικές δουλειές. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνος υποσυνείδητα. Ήξερε ότι μια μέρα μπορεί να παντρευόταν και η γυναίκα του έπρεπε απλά να είναι γερή, για να του χαρίσει πολλά παιδιά που θα δουλεύουν στα κτήματά του και θα αναλάβει το νοικοκυριό, όπως η μητέρα του. Αλλά πώς θα την έβρισκε αυτή τη γυναίκα και πότε, αυτό δεν είχε ποτέ περάσει από το μυαλό του.
Εκείνο το βράδυ η Σωτηρία ήρθε στον ύπνο του. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα σε ίσια γραμμή, με λίγα βολάν στον ποδόγυρο. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα σε μια χαλαρή αλογοουρά. Στο πρόσωπο μπορεί να μην μοιάζαμε, όμως αν φορούσαμε τα ίδια ρούχα μπορεί να μας περνούσαν για δίδυμες. Διαφέραμε και σε κάτι άλλο. Αυτή είχε μελαχρινό δέρμα, που μαύριζε ακόμα περισσότερο στον ήλιο. Πού να ήμουν τότε; Να ήμουν εκεί κοντά ή μακριά; Τι σημασία έχει, ένας σαν το Βαγγέλη δεν είναι για σένα. Εσύ δεν κάνεις για εκεί. Ξέχασέ τον. Εσύ δεν μπορείς να γίνεις δούλα σε κανένα. Τα πίστεψα αυτά χωρίς δεύτερη σκέψη. Και αν δεν γίνεις δούλα, αλλά κυρία; Δεν θέλω να δουλεύεις, να βασανίζεσαι, θέλω να τρως, να πίνεις και να στολίζεσαι… Το λέει και το τραγούδι. Καλά, η Σωτηρία δεν συνηθίζει να στολίζεται, εκτός αν είναι κάποια ειδική περίσταση. Αλλά όταν στολίζεται είναι ίδια, δεν ομορφαίνει άλλο.
Αυτό ήταν. Είχε ήδη υπνωτιστεί, με λίγα απλά και σταθερά βήματα, όπως την είχε συμβουλέψει η γιαγιά της, που κάποιοι λέγανε ότι έκανε αλήθεια μάγια και σύχναζε περίεργες ώρες στο νεκροταφείο. Άλλοι λέγανε ότι δεν έκανε μάγια, αλλά συναντούσε κάποιον. Ναι, μου το έχει πει και ένας άλλος φίλος, ότι τα νεκροταφεία είναι καλοί τόποι για μυστικές συναντήσεις γιατί φοβάται κανείς να πάει εκεί τη νύχτα και υπάρχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας. Εκεί, στη μακρινή Συρία, που τα παράνομα ζευγάρια τα συλλαμβάνει η αστυνομία και τα βάζει φυλακή, τα ραντεβού δίνονταν στο νεκροταφείο. Ακολούθησε τις συμβουλές της γιαγιάς, αξιοποίησε και τις δυνατότητες της τεχνολογίας και το «καλογεράκι» έγινε δικό της, χωρίς καν ο ίδιος να το ξέρει! Το ίδιο βράδυ έλαβε άλλο ένα μήνυμα στο κινητό του. «Ινε μαγηκό. Σε ιδα στον ίπνο μου. Έλα άβριο στο νεκρωταφίω, το βράδι, στις εννιά». Αυτό θα ήταν το πρώτο τους πραγματικό ραντεβού. Στα τυφλά, από την πλευρά του Βαγγέλη. Αυτό που του συνέβαινε ήταν παράξενο, συναρπαστικό. Σαν ένα παιδί που άκουγε τα παραμύθια «άμπρα κατάμπρα» στο κασετόφωνο. «Μισό βατραχοπέδιλο σου φτάνει, κι ακόμα ένα βήμα θα ΄χεις κάνει…».
Λίγο καιρό μετά, οι δύο οικογένειες ήταν πλήρως απασχολημένες με τις προετοιμασίες του γάμου, ενώ το σπίτι του, ακριβώς δίπλα στο σπίτι των γονιών του, ετοιμάστηκε να δεχτεί το «ερωτευμένο» ζευγάρι. Η έγκυος νύφη φορούσε ένα στράπλες νυφικό με πολλά τούλια στη φούστα και τα μαλλιά της ήταν ίσια πάνω και μπούκλες κάτω. «Δόξα και τιμή» έγινε ο γάμος, με περίσσιους παπάδες και καλογέρους. Η μαμά του γαμπρού συνομιλούσε με άλλη μια φίλη της «θεούσα». «Είδες τι μας έκαναν τα κινητά;» Και γελούσε με ένα γάργαρο γέλιο, δήθεν καλοσυνάτο. Δεν είναι όλα όπως φαίνονται. Δεν είναι τόσο καλοκάγαθη αυτή η πεθερά. «Δόξα και τιμή» και καινούρια έπιπλα, κουρτίνες και ηλεκτρικά είδη. «Και είναι δα όλα καινούρια», σχολίαζαν κάποιες. Αυτή ήταν η δική της νίκη, η δική της επιτυχία, η ζωή της. Άλλες ήταν οι μέγαιρες. Ζηλόφθονες, αδυσώπητες γυναίκες, οι θεότητες των τύψεων, σε πείθουν ότι εσύ είσαι η κακιά, ενώ ποτέ δεν τους έμοιασες.
Αυτή είναι η πόλη που κουβαλάμε, μια παλιά πληγή, αθέατη, που προκαλεί δυσφορία. Τέτοιες στιγμές, που είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια, οι πληγές αυτές βρίσκουν το χρόνο να κάνουν υπενθύμιση. Όσο είναι κανείς δραστήριος και δημιουργικός, οι παλιές πληγές δεν έχουν καμια ελπίδα να τον ενοχλήσουν. Μιλούσαν τόσο τοξικά. Ίσως ήταν ένα χόμπι το να κακολογούν τους πάντες, ίσως να μην ήταν κανονικό μίσος. Οι φαρμακόγλωσσες είχαν φαρμάκι για όλους, όμως το κανονικότατο μίσος ήταν μόνο για τα εύκολα θύματα. Το να έχεις κάποιον πάντα πρόχειρο να τον στενοχωρείς, δίνει μια αρρωστημένη χαρά που μερικοί δεν ζουν χωρίς αυτή. Προσωπικά δούλεψα πολύ για να βεβαιωθώ πως η τοξικότητα δεν με έχει αγγίξει, πως είμαι καλή. Αντίθετα ο ο Βαγγέλης δεν ήταν σε θέση να το διαχειριστεί και το έριξε στο ποτό. Ο γάμος είναι μια ανοησία Βαγγέλη, αν δεν υπάρχει αγάπη και από τις δύο πλευρές. Μπέρδεψες την έξαψη με την αγάπη. Εκεί ξεγελάστηκαν πολλοί. Αλλά για να μπορείς να την αγαπάς πρέπει να την εκτιμάς και για να μπορείς να την εκτιμάς πρέπει στ’ αλήθεια να αξίζει… Τώρα για να νιώσεις τη γλυκιά ζεστασιά που σε κάνει να τα ξεχνάς όλα, πρέπει όντως να πιείς. Και πού είσαι ακόμα. Πρόσεχε την υγεία σου μην πέσεις στην ανάγκη της και είναι από σόι ανθρωποφάγων.