Ο Νικόλας Άσιμος είναι ζωντανός μέσα από τα τραγούδια και τις ιδέες του κι ας πέρασαν 33 χρόνια από την αυτοκτονία του.
Πως μπορεί να έρθει σε επαφή σήμερα ένας νέος με τον Νικόλα Άσιμο; Πως μπορεί να μάθει για εκείνον τον ανένταχτο μουσικό και στιχουργό που άφησε πίσω του ένα σπουδαίο και παρεξηγημένο έργο;
Το YouTube είναι ένας τρόπος. Τα σπουδαία βιβλία που έχουν γραφτεί για εκείνον άλλος ένας. Τα cd του ένας ακόμη. Αλήθεια βέβαια είναι πως όσο ήταν στη ζωή έβγαλε μονάχα έναν ολοκληρωμένο δίσκο.
Ένας άλλος τρόπος είναι να διαβάσεις το βιβλίο του. Γεννημένος στην Κοζάνη έγραψε ένα βιβλίο για τους Κροκανθρώπους. Είναι το “Αναζητώντας Κροκανθρώπους” και είναι ένα παράξενο, ακαταλαβίστικο, σκληρό βιβλίο.
Έαν δεν έχεις επαφή με τα τραγούδια του, εάν δεν έχεις ιδέα για τη ζωή του δεν θα καταλάβεις το βιβλίο. Αλήθεια κατάλαβε κανείς τον Άσιμο. Νικόλαος Ασημόπουλος το αληθινό του όνομα.
Ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Ήταν ο Σαλονίκ Σόμισα. Ήταν ο Κροκάνθρωπος. Τι ήταν ο Νικόλας Άσιμος; Ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με δίψα για γνώση. Ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να μπαίνει σε καλούπια.
Δεν ήθελε να τελειώσει το πανεπιστήμιο του, να κουρεύει το μαλλί του, να ξυρίζει το μούσι και να υπηρετήσει με πάθος την μαμά πατρίδα. Δεν ήταν αυτός που θα ήθελε η μαμά σου για γαμπρό αλλά ούτε αυτός θα ήθελε τη μαμά σου.
Ήταν Αριστερός; Μπα. Ήταν Αναρχικός; Μπα.
Ο Νικόλας Άσιμος έζησε 39 χρόνια και έγραψε πολλά. Έγραψε με πάθος, με συναίσθημα, με ¨σκληράδα” και με ειλικρίνεια. Έφυγε από τη ζωή στις 17 Μαρτίου 1988 στο σπίτι του στα Εξάρχεια.
Αυτοκτόνησε χωρίς να έχει καμία αυταπάτη για το ποιος ήταν, τι ήταν και που πήγαινε.
Σε εντυπωσιάζει με τα στιχάκια του αλλά δεν θα μπορούσε να είναι ποιητής αφού δεν το ήθελε ο ίδιος και η γλώσσα του δεν ήταν του σαλονιού. Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Εξάρχεια.
Ήταν αθλητής, μαθητής, φοιτητής, ηθοποιός, στιχουργός, συνθέτης, καλλιτέχνης. Πατέρας. Αυτόχειρας. Ήταν και πλανόδιος πωλητής. Έγραφε τις κασέτες του, τις παράνομες όπως τις είχε ονομάσει, και έβγαζε από εκεί τα προς το ζην.
Όπως συμβαίνει με πολλούς “ανακαλύφθηκε” μετά θάνατον. Δίσκοι, βιβλία, εκπομπές, θέμα σε συντηρητικά ΜΜΕ. Όλοι τον “ανακάλυψαν”.
Η αλήθεια είναι ότι έγινε γνωστός σε πολύ κόσμο το 1987 όταν και έδωσε κάποια σπουδαία τραγούδια του στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου για έναν από τους εμπορικότερους δίσκους του με τίτλο “Χαιρετίσματα”.
Τραγούδησε μαζί με την Χαρούλα Αλεξίου το 1982. Στην ιστορία έμεινε το “Παπάκι”.
Μετά θάνατον, ο κατά την κοινή γνώμη “τρελός” θα μετατραπεί σε ευαίσθητος. Ακόμη και σε μπουζούκια θα ακούσεις σήμερα Άσιμο. Σαν ένα δείγμα ποιότητας και κουλτούρας.
Η φωνή του δεν είχε κάτι ιδιαίτερο αλλά κουβαλούσε την αλήθεια. Για την αλήθεια έλεγε πως για να την βρεις πρέπει να βγεις έξω από την συνήθεια. Για την ψυχή του έλεγε πως δεν την πουλάει και πως τραβάει το δρόμο του.
Είναι αλήθεια πως πολλά δυνατά τραγούδια του έμειναν στα αζήτητα. Ενοχλούσαν και ενοχλούν. Όπως θα ενοχλούσε και ο ίδιος εάν ζούσε σήμερα. Οι περισσότεροι θα του γύριζαν την πλάτη.
Ο “Μπαγάσας” έφυγε σαν σήμερα το 1988.
Ποιος ήταν ο Νικόλας Άσιμος
Ο τραγουδοποιός Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου ο Νικόλας έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965, καθώς και στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, του έγινε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, αλλά τελικά η συμφωνία ναυάγησε.
Στα δεκαοχτώ του έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Αρχικός στόχος του ήταν να περάσει στο τμήμα δημοσιογραφίας, την οποία άσκησε ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Σε κάποιο άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος κι έκτοτε το καθιέρωσε. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έφτιαξε ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι, παίζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο.
Τότε αγόρασε και την πρώτη του κιθάρα. Σχεδόν από την Α’ Γυμνασίου έγραφε στιχάκια και ποιήματα, αλλά ποτέ δεν είχε εκδηλώσει καμία έφεση προς τη μουσική. Αυτοδίδακτος μουσικός, άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ. Ανυπότακτος, αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας για τα τραγούδια του και τα λεγόμενά του. Συνελήφθη και κρατήθηκε στην Ασφάλεια. Όταν τον άφησαν, η ταυτότητά του είχε χαθεί. Δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα, οπότε κατάφερε να του εκδώσουν μία ταυτότητα στο όνομα Άσιμος, με τη «διευκρίνιση» στο σημείο του θρησκεύματος: Άνευ θρησκεύματος.
Το 1973, και χωρίς πτυχίο, κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα, σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με μουσική, κείμενα, σκετς και ντοκουμέντα κόντρα στο κατεστημένο: «5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο». Ανάμεσα στους τότε συνεργάτες του, πολλά και γνωστά ονόματα: Γκαϊφύλιας, Τραντάλης, Πανυπέρης, Φινίκης, Μουζακίτης, Σπυρόπουλος κ.ά.
Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ’ ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός). Παράλληλα άρχισε την έκδοση «παράνομων» κασετών, που ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβηττό. Δημιούργησε την «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου, διάφορα δρώμενα. Κατά καιρούς, συνεργάστηκε με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες.
Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες – συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.
Περίπου ένα χρόνο αργότερα άνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου. Ήταν ο «Χώρος Προετοιμασίας» όπως το ονόμασε, αλλά και διαμονής, αφού αυτό ήταν και το σπίτι του. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.
Το 1987 οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, με την κατηγορία του βιασμού. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι’ αυτή την αβάσιμη κατηγορία, που δεν τεκμηριώθηκε ποτέ. Η εκκρεμούσα δίκη, μαζί με τ’ άλλα προβλήματα που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του… Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του.
Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Ο “Μπαγάσας” ήταν ο ήρωας των νέων παιδιών που δεν μπορούσαν να χωρέσουν στα φτενά καλούπια της κοινωνίας. Μεγαλώνοντας, η ζωή προσπαθεί να τους πει ότι έκαναν λάθος σε όλα. Όμως η οδύνη στα βλέμματα αυτών που ζουν συμβατικές ζωές, συμβατικές σχέσεις, ψεύτικες συμπεριφορές και συναισθηματική στειρότητα, δικαιώνει το να ζεις με ψυχή και συναίσθημα.