Κριτική στον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας με αφορμή και τις ανακοινώσεις Κικίλια για παραχώρηση δύο ιδιωτικών κλινικών στο δημόσιο σύστημα υγείας (του Ιατρικού Περιστερίου και του μαιευτηρίου ΛΗΤΩ), για τη νοσηλεία ασθενών με κορονοϊό, ασκεί ο Ανδρέας Ξανθός.
Ο τομεάρχης Υγείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. σημειώνει μεταξύ άλλων ότι «το Υπουργείο Υγείας αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση», έστω και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, δηλαδή «να αξιοποιήσει δύο μονάδες ιδιωτικής υγείας που οι ιδιοκτήτες τους προσφέρθηκαν να παραχωρήσουν στο ΕΣΥ».
Όπως εξηγεί, «το βήμα αυτό εκτός από τραγικά καθυστερημένο, είναι πολύ περιορισμένο και χωρίς να είναι σαφείς οι λειτουργικές του προϋποθέσεις. Το μόνο που έχει διασφαλιστεί είναι ο προκλητικά ευνοϊκός διπλασιασμός του ημερήσιου νοσηλίου αποζημίωσης», ενώ επιλέχθηκε η περιορισμένη «συνεργασία με δύο μεσαίας δυναμικότητας ιδιωτικά θεραπευτήρια (συνολικά διαθέτουν 180 κλίνες και 6 κρεβάτια ΜΕΘ, ενώ το “Λητώ” δεν έχει καθόλου τμήματα παθολογικά, πνευμονολογικά κ.λπ.), διακινδυνεύοντας αυτή να εξελιχθεί σε “φιάσκο”, όπως και η “επίταξη στα χαρτιά” των δύο ιδιωτικών κλινικών της Θεσσαλονίκης που δεν απέτρεψε την υγειονομική τραγωδία του περασμένου Νοεμβρίου.
Η ανακοίνωση του Ανδρέα Ξανθού
Εδώ και καιρό εργαζόμενοι στο ΕΣΥ και αντιπολίτευση ζητούν να εμπλακεί ενεργά ο ιδιωτικός τομέας στη διαχείριση της πανδημίας για να αποσυμφορηθεί το ΕΣΥ που έχει προ πολλού ξεπεράσει τις αντοχές του. Και, κυρίως, για να μπορέσουν τα δημόσια νοσοκομεία να καλύψουν και όλες τις υπόλοιπες υγειονομικές ανάγκες της κοινωνίας, φροντίζοντας έγκαιρα και αποτελεσματικά όσους ασθενείς δεν πάσχουν από Covid-19.
Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Υγείας «κώφευαν» και ολιγώρησαν τραγικά. Από ιδεοληψία και εύνοια προς τους κλινικάρχες και όχι στη βάση κάποιου σχεδίου. Επέτρεψαν την πλήρη «κοβιντοποίηση» του ΕΣΥ, την αποδιοργάνωση των δημόσιων νοσοκομείων στην Αττική και την εργασιακή εξουθένωση του προσωπικού τους. Και τώρα που το αφήγημα για «διπλασιασμό» των ΜΕΘ και «θωράκιση» του ΕΣΥ κατέρρευσε παταγωδώς και άρχισαν οι κινήσεις πανικού για μεταφορά ασθενών covid από την Αθήνα στο νοσοκομείο Χαλκίδας, το Υπουργείο Υγείας αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Να αξιοποιήσει δηλαδή 2 μονάδες ιδιωτικές υγείας που οι ιδιοκτήτες τους προσφέρθηκαν να παραχωρήσουν στο ΕΣΥ. Μόνο που το βήμα αυτό εκτός από τραγικά καθυστερημένο, είναι πολύ περιορισμένο και χωρίς να είναι σαφείς οι λειτουργικές του προϋποθέσεις. Το μόνο που έχει διασφαλιστεί είναι ο προκλητικά ευνοϊκός διπλασιασμός του ημερήσιου νοσηλίου αποζημίωσης.
Αντί λοιπόν το Υπουργείο Υγείας να υιοθετήσει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για επίταξη του «Ερρίκος Ντυνάν» και την ενσωμάτωση του στο ΕΣΥ ως νοσοκομείο covid (βλ. επίκαιρη ερώτηση που κατατέθηκε στη Βουλή 8/3), επέλεξε την περιορισμένη συνεργασία με δύο μεσαίας δυναμικότητας ιδιωτικά θεραπευτήρια (συνολικά διαθέτουν 180 κλίνες και 6 κρεβάτια ΜΕΘ, ενώ το «Λητώ» δεν έχει καθόλου τμήματα παθολογικά, πνευμονολογικά κ.λπ.), διακινδυνεύοντας αυτή να εξελιχθεί σε «φιάσκο», όπως και η «επίταξη στα χαρτιά» των 2 ιδιωτικών κλινικών της Θεσσαλονίκης που δεν απέτρεψε την υγειονομική τραγωδία του περασμένου Νοεμβρίου.
Είναι προφανές πλέον ότι το υπουργείο Υγείας όχι μόνο δεν έχει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την επιστράτευση όλων των διαθέσιμων υγειονομικών δυνάμεων της χώρας (Δημόσιου-Ιδιωτικού τομέα και Ενόπλων Δυνάμεων) στη μάχη κατά της πανδημίας, αλλά δεν μπορεί ούτε να εγγυηθεί ότι «δεν θα μείνει κανείς συμπολίτης μας χωρίς ιατρονοσηλευτική φροντίδα». Ήδη χιλιάδες ασθενείς χωρίς κορονοϊό δεν εξυπηρετούνται και ταλαιπωρούνται καθημερινά από το εσωτερικό lockdown που έχει επιβληθεί στο ΕΣΥ.
Τώρα είναι η ώρα της απεμπλοκής από αυτή την τραγικά κατώτερη των περιστάσεων υγειονομική διαχείριση. Χρειαζόμαστε επειγόντως νέα στρατηγική, νέο μείγμα υγειονομικών μέτρων με επικέντρωση στην καλή επιδημιολογική επιτήρηση σε επίπεδο κοινότητας, με στοχευμένη πρόληψη στους χώρους εργασίας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στις κλειστές δομές, με έμφαση στην προνοσοκομειακή διαχείριση των κρουσμάτων, στη γενναία ενίσχυση του ΕΣΥ και στην ανάληψη σημαντικού μέρους της φροντίδας ασθενών με Covid-19 από τον ιδιωτικό τομέα και τα στρατιωτικά νοσοκομεία.