Της Ελευθερίας Μηλάκη
Από το ’40 στο ΄21, η Ελλάδα δεν είναι οι μεγαλοαστοί και οι βρετανοί αριστοκράτες
- Είσαι η Ελένη;
- Ναι.
- Είμαι ο Μιχάλης. Οι φίλοι σου μου έχουν πει πολλές φορές για σένα. Είναι σχεδόν σαν να σε ξέρω ήδη!
- Μήπως είσαι από τα Ανώγεια;
- Όχι, εγώ είμαι από το Λασίθι. Από το Οροπέδιο.
- (Δεν ήταν και ο Μπαμπινιώτης, αλλά από την προφορά θα είχε καταλάβει ότι δεν ήταν από τα Ανώγεια, έψαχνε απλά ένα θέμα συζήτησης) Πού τους βρήκατε τόσους πολλούς χοχλιούς;
- Τις μέρες της «επιστράτευσης» (για την Κύπρο, το 1974) δεν είχαμε τι να κάνουμε, εκεί γύρω στο στρατόπεδο είχε χωράφια και μαζεύαμε χοχλιούς να περάσει η ώρα…
Έτσι γνωρίστηκαν οι γονείς μου, σε ένα πάρτυ σε σπίτι, όπου μαζεύτηκαν για να μαγειρέψουν χοχλιούς… Όταν τον είδε η μαμά, εντυπωσιάστηκε με το λεπτό μελαχρινό νεαρό που έμοιαζε με το είδωλό της, τον Αιγύπτιο ηθοποιό Ομάρ Σαρίφ! Και αυτός δεν έμεινε ασυγκίνητος με τη λεπτή και μοντέρνα ντυμένη κοπέλα με τα κατάμαυρα κυματιστά μαλλιά και τα μεγάλα γυαλιά μυωπίας… Οι φίλοι τους δεν το περίμεναν ότι αυτοί οι δύο θα άρεσαν ο ένας στον άλλο. Όχι μόνο εξεπλάγησαν με την εξέλιξη αλλά και ζήλεψαν. Όχι μόνο ζήλεψαν, προσπάθησαν να δημιουργήσουν και προβλήματα. Δύσκολο να χαρείς με τη χαρά των φίλων σου στα νεανικά χρόνια… Είμαστε τόσο ανώριμοι…
Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε και ήρθε η ώρα της επισημοποίησης μιας σχέσης που δεν θα προχωρούσε, αν δεν ένιωθαν σίγουροι για την οικονομική τους κατάσταση. Ήθελαν η οικογένεια που θα δημιουργούσαν να έχει ό,τι χρειάζεται.
- Τι να κάνουμε τώρα, ο μπαμπάς είναι τίμιος άνθρωπος και γι’ αυτό αφού είχατε σχέση, θα σε πάρει…! (η προπετής αδερφή – μέλλουσα κουνιάδα). Τον αδερφό μου τον ήθελαν πολλές και με σπίτια!
- Αν θες να ξέρεις και εγώ είχα πολλές προτάσεις. Ακόμα και τώρα με ζήτησε ένας συνάδελφος και πλούσιος! (Δεν ήξεραν με τι είχαν να κάνουν, η εύθραυστη όψη μιας αδύνατης γλυκιάς κοπέλας δεν συμβάδιζε με το δυνατό χαρακτήρα και τη συμπεριφορά που μπορούσε να γίνει αγενής και επιθετική με μεγάλη ευκολία).
- Εσύ τώρα ακόμα και μετά από χρόνια, όταν θα έχεις παιδιά, δεν θα με συγχωρέσεις… (μετανιώνει αμέσως η αδερφή, τέτοια ήταν, δεν είχε κακία, απλά μιλούσε πολύ).
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Είχαμε πάρει τον παππού στο σπίτι, ήταν τα τελευταία του χρόνια. Μετά που πέθανε η γιαγιά, η αγαπημένη του, έζησε λίγα χρόνια ακόμα. Δεν του άρεσε που η συνήθειά μας ήταν να φωνάζουμε και να μαλώνουμε συχνά, ήθελε να μιλάει μόνο αυτός! Ο παππούς μιλούσε πραγματικά πολύ, έλεγε ιστορίες από το παρελθόν, από τον πόλεμο… Είχε γεννηθεί το 1905 και έζησε 100 χρόνια. Είχαμε ένα σκυλάκι τότε, την αγαπημένη μας Φιφή, ένα ασπρόμαυρο πεκινουά. Κάποια στιγμή άκουσα τον παππού να μονολογεί: «Η καλύτερη εδώ μέσα είναι η Φιφή». «Αλίμονό του όποιου κάνει νύφη από τα μέρη των… Μπαντουβάδων. Στα χρόνια του πολέμου ο παππούς δεν έμεινε άπραγος. Όταν επέστρεψε από το μέτωπο στην Αλβανία, πήρε μέρος στην Αντίσταση, σαν βοσκός στα βουνά μπορούσε να κάνει αρκετά πράγματα. Και όμως κάποια στιγμή ο παππούς συνελήφθη και κινδύνεψε να εκτελεστεί, την τελευταία στιγμή κατάφερε να αποδράσει. Στο Αρκαλοχώρι είχαν συμβεί αυτά. Όχι, δεν έχουμε τίποτα που μας ενώνοι ως Έλληνες, όσο επικρατούν αυτοί που θεωρούν την πατρίδα ως ιδιοκτησία τους. Και αν φέρθηκαν έτσι στον παππού, που ήταν απλά κεντρώος, τι θα του έκαναν αν ήταν κομμουνιστής; Μιλούσε πολύ για τα πολιτικά ο παππούς. Έλεγε ονόματα που τώρα τα εξυμνούν οι αντικομμουνιστικές εφημερίδες. Και όμως τα πρόφερε σαν να έλεγε «Παπαδόπουλος». Τότε δεν καταλάβαινα και πολλά.. Ο παππούς είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό, όμως ήταν τόσο καλός, ώστε στο στρατό τον αξιοποιούσαν για δουλειές γραφείου. Είχε πολλές αναμνήσεις από το στρατό. Μας έλεγε λεπτομέρειες για όλα. Για επιδόρπιο τρώγαμε «φρίσσα». Τη μέρα που πέθανε ο παππούς εγώ ήμουν στο πανεπιστήμιο, στην Κέρκυρα. Δεν μου το είπαν, δεν πρόλαβα να πάω στην κηδεία. Όταν είχα περάσει έλεγε σε όλους στο χωριό «η εγγονή μου πέρασε ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ». Το έλεγε με τόσο καμάρι, σαν να πέρασα στο κορυφαίο πανεπιστήμιο του κόσμου. Αυτή ήταν η δική μας επιτυχία. Και έρχονται τώρα οι πένες που τους πληρώνουν για να πουν «τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια δεν είναι πανεπιστήμια, αλλά επαγγελματικές σχολές». Πώς μπορούν να προδίδουν τους αγώνες και τα όνειρα ενός λαού που παρά τις δυσκολίες, ελευθέρωσε την Ελλάδα από τους Γερμανούς, περπάτησε στα χιόνια για να τελειώσει το σχολείο και να γιορτάσει που πέρασαν τα εγγόνια του στις πανελλήνιες. Το μυαλό μου ταξίδεψε ως εκεί, στο χωριό του παππού, γιατί είδα μια φωτογραφία από το παλιό, ερειπωμένο παντοπωλείο.
Στο Λασίθι πηγαίναμε αρκετά συχνά και διανυκτερεύαμε ένα βράδυ. Κοιμόμασταν πάντα στο ίδιο δωμάτιο, ακόμα θυμάμαι τα παγωμένα καθαρά σεντόνια και τη μυρωδιά τους. Στο δωμάτιο αυτό υπήρχε μια ντουλάπα και ήθελα να την ανοίγω, γιατί η γιαγιά μου είχε απαγορεύσει να την ανοίγω και να ψάχνω μέσα. Στην κουζίνα υπήρχε μια άλλη ντουλάπα και μου άρεσε να ψάχνω και εκεί, πάντα έβρισκα ενδιαφέροντα πράγματα, όπως καραμέλες ή ένα βάζο με ανθόμελο. Εμείς δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι ανθόμελο, μόνο «θυμαρίσιο» μέλι που θεωρούνταν πιο ποιοτικό. Σε ορισμένα πράγματα υπήρχε αυστηρότητα. Όχι σοκολάτες το καλοκαίρι γιατί είναι «αλοιωμένες», όχι παγωτά το χειμώνα γιατί είναι κρύο και ποτέ μα ποτέ μαλλί της γριάς γιατί είναι «καρκινογόνο». Μια απο αυτές τις εφημερίδες είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο που ειρωνευόταν αυτούς που «έπιναν ρετσίνα» και φοβούνταν μην πει ο κόσμος ότι μεγαλοπιάνονται; Ήταν τόσο αφύσικο για ένα παιδί που μεγάλωνε κατσίκες και πρόβατα στα κρητικά βουνά, να μην αλλάξει επειδή πήγε στην πόλη; Το να καπνίζεις ας πούμε ελληνικά τσιγάρα είναι κακό; Τα καλοκαίρια μέναμε λίγες μέρες με τον παππού και τη γιαγιά στο Λασίθι, εγώ και η αδερφή μου. Δεν θέλαμε να μείνουμε και οι γονείς μας έφευγαν κρυφά, αλλά μετά περνούσαμε ωραία. Πηγαίναμε με τον παππού στον κάμπο ή στις βουνοπλαγιές και μου άρεσε να βρίσκω βατόμουρα. Επίσης μου άρεσε να παίζω με τα στάχυα. Εμείς μεγαλώσαμε κοντά στη φύση, ο παππούς είχε και ένα αξιαγάπητο γάιδαρο. Μια φορά στο λεωφορείο για Κέρκυρα άκουγα δυο αγόρια να συζητάνε. «Είχα γνωρίσει μια τουρίστρια και την πήγα στο χωριό… Ρε φίλε, δεν είχε ξαναδεί… βατσουνιές…». Εμείς ξέραμε και τη φύση και τις λέξεις, που χρησιμοποιούνται εδώ και αιώνες από τον αγροτικό λαό σε διάφορα μέρη της χώρας.
Η προδοσία είναι πολύ μεγάλη. Φτάσανε στο σημείο να μας λένε να μη μιλάμε. Να ενημερωνόμαστε μόνο από τους «ειδικούς». Μα αυτοί οι ειδικοί «δημοσιογράφοι» λένε περίεργα πράγματα, λένε ψέματα. Αν ζούσε τώρα ο παππούς, ας του έλεγαν οι «ειδικοί» να μην μιλάει. Δεν θα σώπαινε ποτέ.
Αυτός και η γιαγιά ήταν το πιο αγαπημένο ζευγάρι που έχω γνωρίσει. Το μυστικό τους ήταν ότι τον άφηνε ελεύθερο, δεν τον καταπίεζε. Όταν αυτός περνούσε χρόνο στο καφενείο, αυτή χαιρόταν που έμενε και λίγο μόνη, αντί να γκρινιάζει ότι άργησε και έλειψε πολύ. Κάποιες φορές βέβαια δεν άντεχε και του φώναζε «σώπα πια, γέρο»! Και αυτός απαντούσε «δεν θέλει να ακούσει μια μορφωτική κουβέντα. Αυτή παιδί μου είναι αγράμματη, γι’ αυτό»… Η ίδια η γιαγιά τον εντόπισει ανάμεσα στους νέους της περιοχής. Ήταν κοντός με γαλανά μάτια, αεικίνητος, ζωηρός. Η ίδια ήταν ψηλή, λεπτή και μελαχρινή. «Εγώ ήμουνα η ωραία, ήμουνα κοπέλα», έλεγε η γιαγιά. Και η άλλη μου γιαγιά, η Μαρία, ήταν ψηλή, λεπτή και μελαχρινή. Ήθελα να τους είχα μοιάσει, όμως κάτι δεν πήγε καλά. Η γιαγιά λοιπόν εντόπισε τον παππού και χωρίς να χάσει χρόνο, έδωσε σε ένα παιδί του χωριού ένα κουλουράκι μέσα σε ένα μαντήλι για να του το δώσει. Αυτός το κατάλαβε το μήνυμα και όταν της είπε ευχαριστώ, αυτή αμέσως ρώτησε «λοιπόν, τι θα γίνει; Θα με παντρευτείς;». Και ο παππούς αφού το σκέφτηκε λίγο είπε το ναι! Μετά συνάντησαν τρομερά και φοβερά εμπόδια, γιατί ο πατέρας της δεν συμφωνούσε, αλλά αυτοί νίκησαν. Αυτός ο παππούς, ο πατέρας της γιαγιάς ο «Γιωγάκης» ήταν το κάτι άλλο. Έχουμε μια παλιά φωτογραφία στην οποία κρατάει ένα τσιγάρο και φοράει παλιά ρούχα και τρύπια παππούτσια. Είχε μια αρχοντιά η εμφάνισή του, μια αδιαφορία για το λούσο και την πολυτέλεια, μια λάμψη πραγματικού σταρ. Φαινόταν δύσκολος άνθρωπος, πεισματάρης και μάλλον ήταν. Είναι απίστευτο πόσο μας επηρεάζουν οι άνθρωποι της οικογένειάς μας, πόσο κληρονομούνται όχι μόνο τα χαρακτηριστικά της εμφάνισης, αλλά και του χαρακτήρα. Η οικογένεια μας επηρεάζει περισσότερο από όσο νομίζουμε, ό,τι δεν κληρονομούμε γονιδιακά το μαθαίνουμε εμπειρικά. Ο Γιωγάκης λοιπόν έμοιαζε σαν βασιλιάς τσιγγάνος! Ελεύθερος και ατίθασος. Αντίθετα ο άλλος προπάππος μου, ο πατέρας της γιαγιάς της Μαρίας, ήταν επίσης πεισματάρης, αλλά πιο «ευπρεπώς ντυμένος», πιο τυπικός. Ήταν δεξιοί εκεί… Μέχρι που εμφανίστηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και κάποιοι γοητεύτηκαν και άλλαξαν. Άλλαξαν; Ή όταν πήγαιναν στην κάλπη έριχναν αυτό που τους έλεγε η… «καρδιά» τους και απλά λέγανε άλλα; Αλήθεια ο Γιωγάκης ενδιαφερόταν για τα πολιτικά; Ήταν τόσο δύσκολο να μεγαλώσει τα παιδιά του, έχοντας χάσει τη γυναίκα του από τη γρίπη του 1918. Ευτυχώς η μεγάλη του κόρη ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να φροντίζει τα μικρά αδέρφια.
Τα παιδιά εκεί μένανε μόνα τους το χειμώνα στο σπίτι, γιατί οι γονείς τους μάζευαν ελιές πολύ μακριά. Μόνα τους μαγείρευαν, μόνα τους πήγαιναν στο σχολείο μέσα στα χιόνια. Και όμως κατάφεραν να σπουδάσουν και να βρουν δουλειές. Δεν θα έρθουν τώρα να μας πουν ότι ήμασταν «μικροαστοί» που βιώσαμε «σκανδαλώδη ευμάρεια» μέχρι το 2009. Υπάρχουν άνθρωποι που είτε έχουν ζήσει την ιστορία της Ελλάδας, είτε την έχουν μάθει από άμεσες διηγήσεις. Από «πρώτο χέρι». Θα γιορτάσουμε τώρα την ιστορία με στυλ… βρετανικής αριστοκρατίας με μεγάλα καπέλα. Εδώ που τα λέμε, ένας γνωστός οίκος μόδας έχει βγάλει μια δερμάτινη τσάντα – τσαρούχι επαιτειακή, ωραιότατη. Ταιριάζει το στυλ άγγλου ευγενή με την τσάντα – τσαρούχι; Αλλά βλέπεις, εμείς πριν γίνουμε «μικροαστοί» ήμασταν αγρότες, ενώ κάτι άλλοι ήταν πάντα μεγαλοαστοί. Με όλα αυτά παραλίγο να ξεχάσω το παντοπωλείο. Είχαμε πάει με τον παππού και είχα δει σακούλια με ναφθαλίνη και νόμιζα ότι ήταν κουφέτα και επέμενα να πάρουμε!