Του Μανόλη Αστυρακάκη
Πήγα μια βόλτα στο χωριό μου σήμερα. Όπως πάντα, τα ίδια συναισθήματα. Αγάπη, λαχτάρα, κατάνυξη, δεν είναι υπερβολή, αν πω λατρεία! Ο τόπος, όπου είδα το φως του ήλιου, όπου ανάπνευσα τον καθαρό αέρα, που κατεβαίνει δροσερός από τις γύρω βουνοκορφές, απολήξεις της οροσειράς του Ψηλορείτη, καθώς η Τύλισος βρίσκεται στα κράσπεδα του ορεινού Μαλεβιζίου.
Και ήταν μια ωραία μέρα σήμερα, καλοκαιρινή, ηλιόλουστη, αληθινή ευδία! Σήμερα η φύση είχε βρει “την καλή και τη γλυκιά της ώρα”, θυμήθηκα τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού!
Πήγα πρώτα μια γρήγορη βόλτα στα γνωστά λημέρια των παιδικών χρόνων. Αμπέλια, περιβόλια, λιόφυτα. Τα πιο πολλά αλλαγμένα. Μια αίσθηση υποχώρησης, εγκατάλειψης, για να μην πω απειλητικής ξεραϊλας. Ευτυχώς, κάποιες αιωνόβιες ελιές ανάλαβαν να με καλωσορίσουν, για να μου τονώσουν το ηθικό.
Έφτασα στην άκρη μιας χαράδρας, όπου κάτω κυλούσε ένας χείμαρρος, το αγαπημένο μας ποτάμι που μας άφησε πολλές, φανταστικές αναμνήσεις! Συχνά καθόμαστε, παιδιά τότε, εκεί στην άκρη και ακούγαμε για πολλή ώρα τον μυστηριακό ήχο από τα νερά του ποταμού που κυλούσαν προς τον Γαζανό κάμπο. Πολύ συχνά ακούγαμε και τον χαρακτηριστικό, ρυθμικό ήχο από τη λειτουργία των νερόμυλων που βρίσκονταν στις όχθες του.
Δεν άκουσα βέβαια το κελάρυσμα των νερών του ποταμού, ούτε καν την ανάσα του, αλλά πάλι, φεύγοντας, απέδωσα αυτή τη βουβαμάρα στα μειωμένα αντανακλαστικά των αισθήσεών μου!
Ούτε θέλησα να ρωτήσω τους χωριανούς μου αν τρέχουν ακόμη νερά στην κοίτη του ποταμού.
Στην επιστροφή μου, ήταν ευκαιρία να περάσω από την πλατεία του χωριού, να δω και να χαιρετίσω τους χωριανούς μου.
Η πλατεία ήταν, τα χρόνια εκείνα, η καρδιά που παλλόταν και κρατούσε ζωντανούς τους ανθρώπους του χωριού. Εκεί μαζεύονταν μετά τον μόχθο της ημέρας, για να πιουν τον καφέ και τη ρακή τους, για να παίξουν την πρέφα τους. Μιλούσαν, γελούσαν, αστειεύονταν μεταξύ τους. Για μας τα παιδιά η πλατεία ήταν ένα θείο δώρο, αν σκεφτούμε τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Αγνοούσαμε το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τα ηλεκτρονικά, γιατί απλά δεν υπήρχαν. Η πλατεία μας και τα δρομάκια ολόγυρα από την πλατεία, δεν ήταν μόνο το ορμητήριό μας, ο τόπος των παιγνιδιών μας. Ήταν κάτι παραπάνω, ήταν ο τόπος ελευθερίας, φιλίας και αγωγής!
Είδα ότι δεν άλλαξε όψη η πλατεία, παραμένει η ίδια ακόμη και σήμερα. Τα καφενεία ολόγυρα, οι ευκάλυπτοι, τα πλατάνια, η τούρκικη κρήνη, και η εκκλησία του Χριστού, με τις τοιχογραφίες, από την εποχή της Βενετοκρατίας. Δεν είδα όμως ανθρώπους! Και δεν μιλάμε για τη ζωντάνια, για τις αυθόρμητες κουβέντες και τα χωρατά, και τις χαρούμενες παιδικές φωνές.
Η ίδια βουβαμάρα επικρατούσε κι εδώ. Και πάλι δεν ήθελα να αφήσω τη μελαγχολία να με καταβάλει. Το απέδωσα στην κατάσταση της πανδημίας, οπότε, σκέφτηκα, ας ελπίζουμε σε καλύτερες ημέρες! Καθώς απομακρυνόμουν συνάντησα ένα φίλο χωριανό, κουμπάρο μου. Φαινόταν συγκρατημένη συνάντηση, και μάλιστα μασκοφόρων!
— Πώς τα βλέπεις τα πράγματα κουμπάρε, τον ρώτησα μετά από τις γνωστές φιλικές ερωτήσεις.
— Ποια πράγματα, γιατί έχουν μαζευτεί πολλά…
— Για όλα, εσύ τα ξέρεις καλά…
— Ίντα να σου πω, κουμπάρε, εγραντίσαμε!