Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ο Σταχτοπούτος και η μικρή γοργόνα
Ήταν προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 σε ένα γραφικής ομορφιάς κρητικό χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Οι κάτοικοι σκληροτράχηλοι, πουριτανοί, θρησκόληπτοι, μαγεμένοι από προλήψεις, προκαταλήψεις και άγραφους, αλλά άκαμπτους νόμους. Ο Μανώλης, έχοντας περασμένα τα σαράντα, ήταν ακόμα εργένης και φυσικά ζούσε με τους γονείς του. Ο Μανώλης ήταν το «ιερό βρέφος», ο Βενιαμίν και το μοναδικό αγόρι μιας πολύτεκνης οικογένειας. Ήταν μελαχρινός, με λεπτά, σχιστά μαύρα μάτια και μαλλιά στο χρώμα του κόρακα, σαν Ινδιάνος. Τα πολλά τάματα τελικά έπιασαν και ήρθε ο πολυπόθητος γιός που τόσο είχε αργήσει. Επειδή δούλευε από μικρό παιδί είχε γίνει δυνατός, χεροδύναμος. Στο σχολείο ήταν πολύ κακός μαθητής, δεν κατάφερε να βγάλει ούτε το δημοτικό και όχι μόνο επειδή δούλευε και δεν είχε χρόνο για μελέτη. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι δικοί του. Τώρα αν ένα παιδί έχει μαθησιακές δυσκολίες, δέχεται τη βοήθεια των ειδικών και μπορεί να τα καταφέρει περίφημα. Για το Μανώλη απλά έλεγαν «δεν παίρνει τα γράμματα», ενώ ο δάσκαλος κάτι τέτοια παιδιά δεν τα λυπόταν, τα έδερνε ευχαρίστως. Για πολλά χρόνια είχαν στο χωριό τον ίδιο δάσκαλο, ο οποίος ήταν πάρα πολύ αυστηρός και αγαπούσε μόνο τους επιμελείς μαθητές.
Ο Μανώλης είχε ήδη πάει στο στρατό, όταν γεννήθηκε η μικρή Κατερίνα και αν είχαν κάτι κοινό, ήταν το ότι τους αντιπαθούσε και τους δύο ο δάσκαλος. Ούτε ανάγνωση, γραφή και αριθμητική δεν έμαθαν, τα λίγα χρόνια που πήγαν στο δημοτικό. Δεν ξέρω αν τελικά το πήραν το απολυτήριο του δημοτικού, αλλά έμεναν ξανά και ξανά στην ίδια τάξη και τους χτυπούσε τα χέρια ο δάσκαλος με μία ράβδο, με χρονοκαθυστέρηση πάνω από είκοσι χρόνια ανάμεσα στους δυο τους. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό για άλλη μια φορά να αγοράσω τα περιοδικά του Φεβρουαρίου, για να δω τις τάσεις της μόδας για τη φετινή Άνοιξη. Οι σχεδιάστριες ντύνουν τα μοντέλα τους στην εντέλεια, ενώ οι ίδιες ντύνονται απλά, μινιμαλιστικά, στην πραγματικότητα φοράνε ό,τι τύχει. Έτσι όπως κοιτάζω τα μανεκέν σκέφτομαι ότι η μόδα του σήμερα αντιγράφει τη ζωή του χθες, τις παλιότερες δεκαετίες, ακόμα και τους προηγούμενους αιώνες. Από το 2000 και μετά δεν έχει τίποτα κανούριο να προτείνει, ξαναφέρνει στο προσκήνιο, «επανερμηνεύει» τις τάσεις του χθες. Δεν το περίμενα ότι η πιο καλοντυμένη, η πιο μοντέρνα γυναίκα της εποχής ήταν η Κατερίνα, δηλαδή από άποψη εμφάνισης.
Αφού πάντρεψαν τις μισές αδερφές, ο Μανώλης άρχισε πια να δουλεύει και για τον εαυτό του. Με τα ίδια του τα χέρια έχτισε το σπίτι του και το μαγαζί του, έμαθε μια τέχνη εμπειρικά, μαθητεύοντας σε έναν έμπειρο μάστορα, αγόρασε και αυτοκίνητο, τότε που ελάχιστοι είχαν. Ένα κίτρινο αγροτικό με καρότσα. Με την τέχνη του και τις αγροτικές εργασίες ήταν αρκετά ευκατάστατος και καθώς ήταν και ευπαρουσίαστος, ήταν περιζήτητος γαμπρός, όμως ο ίδιος πρώτον ήταν πολύ ντροπαλός και δεύτερον ήταν πολύ σεμνός και ταπεινός. Είχε ένα φίλο που ήταν πιο ζωηρός, έλεγε αστεία, τον έκανε να γελάει και τον παράσερνε σε βόλτες και διασκεδάσεις. Αυτό ήταν που είχε ανάγκη ο Μανώλης, το γέλιο, την ανάλαφρη διάθεση, γιατί στο σπίτι του δεν υπήρχε χαρά, μια ήπια ως βαριά θλίψη αιωρούνταν πάντα πάνω από όλους. Είχε όμως τους φίλους του και έτσι κατόρθωνε να ξεφεύγει από την καταθλιπτική και αποστειρωμένη από χαρά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Αυτό που ήθελε, την ανάλαφρη πλευρά της ζωής, θα του το πρόσφερε η Κατερίνα. Πιο μικρή, είχε καστανά μαλλιά σε μακρύ καρέ με αφέλειες που κάλυπταν σχεδόν τα μάτια τής. Ήταν λεπτή, πάρα πολύ λεπτή και ντυμένη με παντελόνι και από πάνω μακρύ φόρεμα, σαν στολή Πακιστανών. Στο λευκό δέρμα της υπήρχαν φακίδες και τα χαρακτηριστικά της ήταν επίσης λεπτά, δεν υπήρχε τίποτα έντονο.
Ήταν πάντα ευδιάθετη, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε, γελούσε και έκανε πάντα αστεία και πειράγματα και εμείς τα παιδιά τη συμπαθούσαμε, μας άρεσε η συντροφιά της. Ήταν μια φίλη των παιδιών, γιατί και η ίδια δεν απείχε ηλικιάκα πολύ από τα παιδιά. Σε ένα τουριστικό λεωφορείο είχα δει στο πίσω τζάμι γραμμένο στα γερμανικά ένα ιδιαίτερα σεξιστικό μήνυμα «καλύτερα ένα ελαφρύ κορίτσι παρά μια βαριά δουλειά». Η ανάλαφρη διάθεση της Κατερίνας ήταν ουσιαστικά απαλλαγμένη από κάθε είδος συναισθηματισμού, έτσι όπως συμβούλευε ο αρχαίος λυρικός ποιητής Αρχίλοχος «να χαίρεις λίγο για τις χαρές και στις λύπες να μην πολυλυπάσαι». Είχαμε παρακαλέσει πολύ τους γονείς να μας πάρουν κουταβάκι και λίγο καιρό μετά πέθανε. Ήμουν απαρηγόρητη, όμως η Κατερίνα όχι μόνο δεν με παρηγόρησε, αντίθετα γελούσε μαζί μου και με τον τρόπο που θρηνούσα. Όμως μια άλλη φορά που είχα δει μια κούκλα με μπούκλες και ήθελα διακαώς να αποκτήσω και εγώ τέτοιες μπούκλες, μόνο η Κατερίνα ασχολήθηκε με το θέμα μου και έκανε μεγάλη προσπάθεια να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου. Στο σπίτι της ήταν όλα ταχτοποιημένα και υπήρχαν ελάχιστα πράγματα, δεν της άρεσε καθόλου να μαζεύει αντικείμενα και ενθύμια και συχνά μάζευε ό,τι δεν ήθελε πια και τα έδινε στον Μανώλη να τα πάει στη χωματερή. Αντίθετα οι γυναίκες της δικής μου οικογένειας μαζεύουν πράγματα και μπιμπελό, έχουν σπίτια σαν μουσεία – μαυσωλεία. Δεν πετάνε τίποτα. Θα προτιμούσα να είμαι σαν την Κατερίνα, που ήξερε από τη φύση της το νόμο της Μarie Kondo για το ξεσκαρτάρισμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι.
Ήταν μια Κυριακή του 1978. Ο καιρός ήταν πολύ καλός, το καλοκαίρι είχε μόλις ξεκινήσει και ένας φίλος του Μανώλη τον κάλεσε να πάνε για μπάνιο στη θάλασσα μαζί με τη γυναίκα του. Του είχαν μια έκπληξη. Την Κατερίνα. Τόσο καιρό δεν την είχε προσέξει, έτσι όπως γλιστρούσε πάντα αθόρυβη, αμίλητη και διακριτική σαν γάτα. Περισσότερο γελούσε παρά μιλούσε και αν άνοιγε το στόμα της για να μιλήσει, ήταν για να κοροϊδέψει, να γελάσει. Δεν ήξερε παρά μόνο να κοροϊδεύει. Η παραλία ήταν λουσμένη στο χρυσό φως του καλοκαιριού και η Κατερίνα με το μοντέρνο μαγιώ της ήταν ένα όνειρο, ήταν ακριβώς όπως ήταν τα μανεκέν στο σινεμά… Η θάλασσα γυάλιζε κάτω από τον ήλιο, αλλά ο Μανώλης είχε μείνει εκστατικός από το θέαμα της Κατερίνας που ήταν τότε δεκαέξι χρονών. Επίτηδες την είχαν φέρει οι φίλοι του. Είχαν σκεφτεί ότι αυτοί οι δύο θα ήταν ένα όμορφο, ιδανικό ζευγάρι. Λίγο καιρό αργότερα έγινε ο γάμος τους, αφού πρώτα είχαν να αντιμετωπίσουν τις σφοδρές αντιρρήσεις της οικογένειας του Μανώλη, οι οποίοι, είναι αλήθεια, πρώτον αρέσκονταν στο να λένε όχι και δεύτερον δεν τους άρεσε και εύκολα κανείς άνθρωπος. Αυτό το κορίτσι ήταν μια διασταύρωση ανάμεσα σε παιδί και μοιραία γυναίκα. Το γεγονός ότι μιλούσε λίγο και δεν εξέφραζε ποτέ συναισθήματα την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο μυστηριώδης και αινιγματική. Ήταν σαν τον ηγεμόνα εκ δυτικής Λιβύης στο ποίημα του Καβάφη ο οποίος «ήταν βαθύς στις σκέψεις, διεδίδετο» – «Μήτε βαθύς στις σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε… Κι έτρεμεν η ψυχή του μην τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσιν».
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο η Κατερίνα αποκτούσε ακόμα περισσότερη χάρη στην εμφάνισή της. Τα καστανά μαλλιά της πατικωμένα, με ελαφριούς κυματισμούς, χτενισμένα σε χωρίστρα στο πλάι. Κρατούσε μια τσάντα με μακριά αλυσίδα και φορούσε ένα θηλυκό πουκάμισο και μια μίντι φούστα, σε κάθε φωτογραφία της στιγμής ήταν σαν βγαλμένη από περιοδικό ή ταινία. Όσο και να ξανακοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες, καμιά δεν είχε τη χάρη της. Στο δωμάτιό της είχε πάντα στολισμένες τις κούκλες των παιδικών της χρόνων και κανείς δεν τολμούσε να τις αγγίξει. Ήταν το μόνο στολίδι που επέτρεπε στο χώρο της, μαζί με κάποιες σημαντικές φωτογραφίες, όπως αυτή του γάμου της και των παιδιών της.
Και όμως δεν της «χαλάλιζαν» την ευτυχία. Πάντα πίστευαν πως άξιζε στον Μανώλη κάτι καλύτερο, μια κοπέλα παχουλή, νοικοκυρά, με προίκα. Η αλήθεια είναι ότι η Κατερίνα δεν ήταν και τόσο καλή στη μαγειρική και στο νοικοκυριό γενικά. Μαγείρευε απλά και γρήγορα γεύματα, για να μπορεί μετά με την ησυχία της να κάθεται στην τηλεόραση με τις ώρες ή να ξεφυλλίζει τον «Τηλεθεατή» και το «Τηλέραμα». Τι ζωή, να είναι το βασικό σου ενδιαφέρον η τηλεόραση όσες ώρες είσαι μόνη στο σπίτι, ο σύζυγος στη δουλειά και τα παιδιά στο σχολείο… Στις γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα δεν έφτιαχνε, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν τα παιδιά της, ΤΙΠΟΤΑ. Ούτε κουλούρια, ούτε τσουρέκια, ούτε καλιτσούνια, ούτε κουραμπιέδες. Τα έπαιρνε όλα «έτοιμα». Κέντημα, πλέξιμο, ραπτική και άλλες τέχνες που ήξεραν οι παλιές νοικοκυρές δεν την ενδιέφεραν. Από μικρή το μόνο που έκανε ήταν να ντύνεται, να χτενίζεται και να καμαρώνει. Και φυσικά να γελάει με ό,τι έβρισκε διασκεδαστικό. Οι δικοί του δεν ήξεραν πόσο σημαντικό ήταν αυτό για το Μανώλη, πόσο πολύ χρειαζόταν μια σύντροφο που τον έκανε να γελάει και ποτέ δεν γκρίνιαζε ή δεν ζητούσε πολλά. Ήταν ευχαριστημένη απλά να κάθεται και να μην κάνει τίποτα, ναι ήταν τεμπέλα, όμως δεν ζητούσε ούτε πολλά χρήματα για ψώνια και κομμωτήριο και ήταν πολύ ευτυχισμένη με μια απλή εκδρομή για μπάνιο ή για φαγητό σε ταβέρνα. Δεν είχε μεγάλη προίκα, δεν ήταν εργατική ήταν όμως οικονόμα και αυτό ήταν σημαντικό. Επίσης δεν είχε καθόλου γνώσεις για να βοηθάει τα παιδιά της στα μαθήματα, όμως ποιος νοιαζόταν για τα γράμματα. Σίγουρα όχι η ίδια και ο σύζυγός της. Μόνο την κακολογούσαν, στην αρχή πίσω από την πλάτη της, αργότερα και μπροστά της… Δεν θα ήταν αρκετό το γεγονός ότι έκανε ευτυχισμένο το γιο τους; Αυτή που «τα βρήκε όλα έτοιμα», αυτή που «δεν δούλεψε ποτέ», αυτή έσωσε το γιο τους από τη μοναξιά και τη δυστυχία. Σύμφωνα με μια φεμινίστρια, η οποία μίλησε για το σύνδρομο της Σταχτοπούτας, η πατριαρχική κοινωνία θεωρεί ότι οι γυναίκες είναι αδύναμα πλάσματα, που υποσυνείδητα έχουν ανάγκη να τις φροντίζει κάποιος, θυσιάζοντας έτσι την ανεξαρτησία τους. Υπό αυτό το πρίσμα η Κατερίνα ήταν ένα πλάσμα «άρρωστο», όπως θα έλεγε ο Αλέξης Ζορμπάς του Καζαντζάκη, ήταν όμως αρκετά δυνατή, ώστε να ξέρει τι χρειάζεται ο σύζυγός της και να του το προσφέρει, ήξερε να κάνει τη σχέση τους συναρπαστική, απλά και μόνο με ένα απλό τέχνασμα, να μην είναι πολύ δοτική, να μην είναι ποτέ συναισθηματικά γενναιόδωρη. Αυτό είναι το παλιό κόλπο που αρέσει στον παλαιού τύπου, στερεοτυπικό άντρα. Ίσως και σε αυτόν που δεν είναι πολύ ευφυής.
Αυτό το παλιό δοκιμασμένο κόλπο το έμαθε γρήγορα και η μεγάλη της κόρη και το εφάρμοζε σε… εμένα. Όταν ήμασταν παιδιά παίζαμε πάντα μαζί, ήταν η αγαπημένη μου σύντροφος στο παιχνίδι, γιατί είχε τον τρόπο να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μου. Ήθελα να είμαι εγώ η αρχηγός στο παιχνίδι, όμως πότε με άφηνε, πότε όχι. Όταν επέμενα πολύ και διαφωνούσαμε, δήλωνε κοφτά «εμάνισα και τα μαζώνω». Δηλαδή, έχω θυμώσει, μαζεύω τα παιχνίδια μου και φεύγω. Στενοχωριόμουν που έφευγε και ανυπομονούσα να επιστρέψει. Επίσης συχνά έβγαινε η μητέρα της από το μπαλκόνι και της φώναζε «Σωτηρία, έλα μέσα»! Και τότε λυπόμουν που έφευγε και την περίμενα με χαρά να επιστρέψει μετά το φαγητό και τη μεσημεριανή ξεκούραση. Με καμία άλλη δεν μου άρεσε τόσο πολύ να παίζω. Γενικά συνήθως προτιμούσα να διαβάζω. Διάβαζα τόσο πολύ που η μικρότερη αδερφή μου ευχόταν να τελείωσουν μια μέρα όλες οι σειρές βιβλίων και περιοδικών του κόσμου, για να είμαι διαθέσιμη να παίξω μαζί της. Η ίδια δεν έγινε σαν τη μητέρα της. Στο σωματότυπο μάλλον μοιάζαμε οι δυο μας, όχι όμως και στο χαρακτήρα, γιατί αυτή είχε κληρονομήσει ή μάθει το χαρακτήρα της μητέρας της, δεν κουραζόταν για τίποτα πάρα πολύ, δεν προσπαθούσε. Μπορεί να μην είχε την εύθραυστη εμφάνιση της μητέρας της, υπήρχαν όμως ακόμα άντρες στο χωριό που ήθελαν μια κοπέλα παχουλή που να φαίνεται τουλάχιστον «καλό κορίτσι» και νοικοκυρά και να μην ζητάει πολλά πέρα από ένα τηλεκοντρόλ.
Η μεγάλη πρόοδος δεν θα έρθει αν επιμένουμε να τη συνδυάζουμε με τα στερεότυπα και τον μεγάλο συντηρητισμό. Και ας διακηρύττουν διάφορες «νεοφιλελεύθερες» πένες ότι πρόοδος είναι ο μεσαίωνας. Ο φεμινισμός τους μοιάζει σαν δικηγόρος μεγαλέμπορου ναρκωτικών που τον συμβουλεύει «να πουλάς ναρκωτικά να έρχεσαι σε μένα νοικοκύρης». Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Να είσαι αδίστακτη, να είσαι ο ίδιος ο Μακιαβέλι στις σχέσεις σου, γιατί οι ρομαντικές ψυχές προκαλούν το γέλιο και «χαλάνε την πιάτσα». Αν το σκεφτεί κανείς ακόμα μία φορά, η Κατερίνα έσωσε το Μανώλη και όχι το αντίστροφο. Οι κακές πεθερές ψιθύριζαν πως «τον έβαλε στο χέρι», όμως μάλλον «το είχε από δικού του», γιατί η οικογένεια μας επηρεάζει περισσότερο από όσο νομίζουμε και είναι η οικογένειά του που τον έβγαλε στη ζωή ευάλωτο. Η Κατερίνα «έπληττε ουκ ολίγο», όπως θα έλεγε και ο Καβάφης στον ηγεμόνα εκ δυτικής Λιβύης, μα αυτός την αγαπούσε κυρίως γιατί ήταν σαν άπιαστο όνειρο, σαν κάτι φευγαλέο που το θέλεις χωρίς να το έχεις, όπως ο μύθος του δανέζικου παραμυθιού της μικρής γοργόνας. ‘Ελεγαν πως αυτή έζησε εύκολα και ξεκούραστα, αλλά δεν είναι και ο πιο εύκολος δρόμος το να τραβάς μια ζωή από τη μύτη ένα άβουλο πλάσμα που πρέπει να το υποβαστάζεις. Και πολλή του ήταν.