Η παρέμβαση των εκπροσώπων των εργαζομένων – συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, Δημήτρη Βρύσαλη και Βασίλη Κούδα στην συνεδρίαση του ΔΣ του ΠΑΓΝΗ, στις 2 Φεβρουαρίου:
Συνάδελφοι, πραγματοποιήθηκε άλλη μία συνεδρίαση του ΔΣ του νοσοκομείου, όπου έγινε και πάλι φανερό αυτό που λέγαμε εξαρχής σαν ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ (ΑΣΥ), ότι το ΔΣ αποτελεί έναν κρατικό μηχανισμό που υλοποιεί την κεντρική αντιλαϊκή πολιτική στο χώρο της υγείας και το ίδιο προφανώς συνεχίζει να κάνει και σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες της συνέχειας της πανδημίας. Οι δύο εκπρόσωποι των εργαζομένων συνεχίζουν με τη σειρά τους να αντιστέκονται σ’ αυτή τη πολιτική – χωρίς να τρέφουν ψευδαισθήσεις – και κυρίως να προσπαθούν και με βάση τη πληροφόρηση που έχουν να ενημερώνουν τους συναδέλφους και να αναδεικνύουν την αντιλαική ουσία της.
Έτσι για ακόμη μια φορά οι εκπρόσωποι μας έθεσαν σαν βασικό ζήτημα την όξυνση των προβλημάτων που καθημερινά διογκώνονται σαν αποτέλεσμα της επιδημίας από τη μια, αλλά και της προσπάθειας από πλευράς κυβέρνησης και διοίκησης από την άλλη, να προσαρμόσουν ολόκληρη τη λειτουργία του νοσοκομείου, των κλινικών, των τμημάτων και όλων των υπηρεσιών, όχι στις λαϊκές ανάγκες και στην ολοκληρωμένη προστασία της υγείας του λαού μας, αλλά στη λογική του λιγότερου κόστους, των πρόσκαιρων και αναποτελεσματικών, αλλά και φτηνών λύσεων. Εξαιτίας της παραπάνω πολιτικής που οδηγεί στην υποστελέχωση, τη συρρίκνωση και συγχώνευση τμημάτων, την απώλεια υποδομών που δεν αντικαθίστανται, τη δυσλειτουργική οργάνωση (βλ. τη πρόσφατη οργάνωση εμβολιασμού) κ.α, η λειτουργία του νοσοκομείου έχει οδηγηθεί σε σημαντική υποβάθμιση. Όσο η επιδημία του Covid-19 δεν αντιμετωπίζεται ριζικά, υπό αυτές τις συνθήκες, τόσο περισσότερο το νοσοκομείο μετατρέπεται σε νοσοκομείο «μίας νόσου». Έτσι ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκία, αναπνευστικά νοσήματα, κακοήθεια και άλλα σοβαρά χρόνια προβλήματα υγείας δεν παρακολουθούνται πλέον επαρκώς στα εξωτερικά ιατρεία, σε μια σειρά κλινικές η πληρότητα υπερβαίνει το 100%, ασθενείς ΜΕΘ που πάσχουν από εντελώς διαφορετικά νοσήματα νοσηλεύονται στον ίδιο χώρο, αντίθετα με κάθε επιστημονικό πρωτόκολλο, κ.α. Λογικό είναι ο ίδιος αριθμός εργαζομένων να μην μπορεί να καλύψει όλες αυτές τις ανάγκες και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να βιώνουν μια τραγική κατάσταση (εργασιακή εξουθένωση, παράνομα προγράμματα -15 μέρες με 1 ρεπό, 3 νυχτερινά την εβδομάδα, οι περισσότεροι γιατροί να μην παίρνουν ρεπό μετά την εφημερία τους- κ.α).
Η απάντηση της διοίκησης σε όλα τα παραπάνω για άλλη μια φορά ήταν αναμενόμενη και αποκαλυπτική συγχρόνως. Δήλωσε ότι η στελέχωση είναι ικανοποιητική, ότι το προσωπικό είναι περισσότερο από ότι είναι αναλογικά σε άλλες χώρες, ότι λόγω των συνθηκών έχουν γίνει οι απαραίτητες προσλήψεις και ότι πολλές φορές το πρόβλημα δεν είναι ο αριθμός των εργαζομένων αλλά η εργασία που παράγουν αυτοί οι εργαζόμενοι, κοινώς ότι υπάρχουν πολλοί “λουφαδόροι”, γνώμη που έχει διατυπωθεί και στο παρελθόν. Αυτά λέγονται όταν τα κενά πριν την πανδημία ήταν 300 άτομα, σήμερα έχουν αυξηθεί λόγω παραιτήσεων, μετακινήσεων, αποσπάσεων, μετατάξεων, συνταξιοδοτήσεων, ενώ συγχρόνως έχουν ανοίξει κλινικές, τμήματα, κρεβάτια ΜΕΘ κ.α. Χωρίς να ξεχνάμε βέβαια το θέμα της λειτουργίας της νέας ΜΕΘ και τις προϋποθέσεις λειτουργίας της, κυρίως όσο αφορά στη στελέχωση της. Δυστυχώς φαίνεται ότι και εδώ θα ακολουθηθεί η πάγια πολιτική και τα νέα κρεβάτια θα απαιτηθεί να λειτουργήσουν με το ίδιο προσωπικό ή στη καλύτερη με ειδικευόμενους νοσηλευτές. Οι εξηγήσεις και οι δικαιολογίες της διοίκησης για πρόσληψη επιπλέον νοσηλευτευών μέσω της πλατφόρμας για επικουρικό προσωπικό, την ενίσχυση με τους επιλαχόντες της προκήρυξης 2Κ κ.τ.λ, πάντα αναφερόμενοι σε συμβασιούχους βέβαια, δεν πείθουν πλέον κανένα.
Η πραγματικότητα είναι ότι μόνο ο επίμονος, συνεχής, οργανωμένος, σωστά προσανατολισμένος αγώνας των υγειονομικών και ολόκληρου του εργατικού κινήματος μπορεί να δρομολογήσει ουσιαστικές αλλαγές, μπορεί να διεκδικήσει επανασύσταση όχι μόνο όλων των καταργημένων θέσεων και κρεβατιών, αλλά και τη δημιουργία νέων τμημάτων, κλινικών και εργαστηρίων που θ’ αποτυπώνει τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν, όχι μόνο ν’ ανταποκριθούμε με επιτυχία στις απαιτήσεις της πανδημίας, αλλά και συνολικότερα στο ώριμο κοινωνικό αίτημα για αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν υγεία για όλους, ικανή ν’ ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες της εποχής μας.