Η τραγουδίστρια, σε συνέντευξή της στα «Νέα», αποκάλυψε ότι ήταν ο Δήμος Μούτσης ο μουσικοσυνθέτης που την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά όταν εκείνη ήταν ανήλικη ακόμη, το 1992. «Είναι ο άνθρωπος που σακάτεψε την ψυχή μου πριν καν συμπληρώσω τα 15 χρόνια μου», λέει χαρακτηριστικά.
Η Λυδία Σέρβου κατονόμασε τον μουσικοσυνθέτη Δήμο Μούτση ως τον δράστη της σεξουαλικής παρενόχλησης που είχε καταγγείλει μέσω των social media πριν λίγες ημέρες και εξήγησε ότι αποκάλυψε το όνομά του, αντίθετα με ό,τι είχε αποφασίσει να μην κάνει αρχικά- για να ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται για άλλους καταξιωμένους συνθέτες, των οποίων τα ονόματα «κακώς αναμείχθηκαν από κάποιους».
«Είχα αποφασίσει να μην αποκαλύψω το όνομά του λόγω της ηλικίας του κυρίως αλλά κι επειδή δεν έχω καμία άλλη απόβλεψη εκτός από τη σωτηρία της δικής μου ψυχής αλλά και άλλων παιδιών για τα οποία θα μπορούσε η καταγγελία μου να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Εξάλλου ο άνθρωπος αυτός είναι 82 χρόνων», δήλωσε η Λύδια Σέρβου στην εφημερίδα.
«Λόγω όμως της μεγάλης έκτασης που πήρε το θέμα και επειδή δεν μου αρέσει να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, θα το πω. Ο άνθρωπος που σακάτεψε την ψυχή μου πριν καν συμπληρώσω τα 15 χρόνια είναι ο μουσικοσυνθέτης Δήμος Μούτσης. Και το λέω γιατί πρέπει να διευκρινίσω ρητά ότι δεν είναι άλλοι εμπνευσμένοι και καταξιωμένοι συνθέτες όπως ο Ξαρχάκος και ο Μαρκόπουλος τα ονόματα των οποίων κακώς αναμείχθηκαν από κάποιους», συνέχισε.
Όταν ρωτήθηκε τι θα έλεγε στον Δήμο Μούτση αν τον έβλεπε ξανά, απάντησε: «Φοβάμαι κατ’ αρχάς πως θα με έπιανε και πάλι πανικός, εάν ιδίως ήμουν μόνη μου. Εάν, ωστόσο, έβρισκα τη δύναμη να ψελλίσω κάτι, θα ήταν ένα μεγάλο “κρίμα” για το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός και για το αξιόλογο έργο του που προσωπικά δεν μπορώ να το διαχωρίσω από τον άνθρωπο».
Η καταγγελία της Λυδίας Σέρβου
Στην ανάρτησή της στις 27 Ιανουαρίου, η Λυδία Σέρβου περιέγραψε το περιστατικό που συνέβη το 1992, όταν έπειτα από γνωριμία του ιερέα πατέρα της με συνθέτη, κλείστηκε το ραντεβού προκειμένου εκείνος να την ακούσει και να πει τη γνώμη του.
Έγραψε ότι όταν μπήκε στο σπίτι ο συνθέτης κλείδωσε την πόρτα και λίγο αργότερα εμφανίστηκε μπροστά της ολόγυμνος και άρχισε να την κυνηγάει:
«Ήμουν δεν ήμουν 15 χρόνων λοιπόν, και ξεκινησα για την οδό Πόντου, πίσω από την Μιχαλακοπούλου για το πολυπόθητο ραντεβού χωρίς να ξέρω τι με περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι και μπήκα σε ένα σπίτι από εκείνα τα παλιά, με τα κάγκελα στα παράθυρα…
Με υποδέχθηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μόλις μπήκα μέσα κλείδωσε την πόρτα. Αμέσως αντέδρασα… «γιατί κλειδώσατε;» ρώτησα. «Από συνήθεια μου λέει… πάντα κλειδώνω». Χαμπάρι εγώ, τον πίστεψα. Ανεβαίνουμε σε ένα χώρο σαν σαλόνι με πολλά καβαλέτα, μπογιές, παρτιτούρες, ένα πιανο, ένα βιολι, μια κιθαρα. Χάρηκα εγώ.. σκεφτόμουν τι ωραία! Με ρωτάει… «θέλεις ένα τσάι; Έναν χυμό;» «Ένα ποτήρι νερό σας παρακαλώ», του είπα.
Έφυγε και πήγε να φέρει, υποτίθεται, το νερό… και εδώ ξεκινάει το μαρτύριο. Γύρισε ολόγυμνος και άρχισε να με κυνηγάει μέσα στο σαλόνι θέλοντας να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Άρχισα να φωνάζω, να τον παρακαλώ να με αφήσει να φύγω, να του λέω να σεβαστεί τον πατέρα μου αλλά εκείνος ατάραχος συνέχιζε να με κυνηγάει γύρω από την τραπεζαρία και να μου λέει “όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει κανείς”. Το αποτέλεσμα;
Να κάτσω σε μια άκρη του σαλονιού κουβαριασμένη και να κλαίω και αυτός στην άλλη άκρη, μπροστά σε έναν καθρέφτη αφού αυτοϊκανοποιήθηκε, γύρισε με απίστευτο θράσος και μου είπε… “τώρα έλα να μου τραγουδήσεις γιατί χρωστάω μιαν απάντηση στον πατέρα σου”.
Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο και συνέχισα να τον παρακαλώ να ξεκλειδώσει την πόρτα για να φύγω χωρίς βέβαια να τραγουδήσω. Κάποια στιγμή- ούτε ξέρω πόση ώρα μετά- ξεκλείδωσε αφού βέβαια πρώτα με είχε ξεφτιλίσει ότι είμαι μια άχρηστη, χαζή και χωρίς μυαλό κοπελίτσα που δεν πρόκειται να κάνω τίποτα στη ζωή μου. Γιατί μου είπε “αν μου καθόσουν απόψε, αύριο το πρωί θα σου έκανα συμβόλαιο με τη warnermusic”. Και βεβαίως κατάφερε να με φοβίσει με χίλιους δυο τρόπους ώστε να μην πω τίποτα σε κανέναν για πολλά χρόνια».