Της Ελευθερίας Μηλάκη
Η Περσεφόνη ήταν η δεύτερη από τέσσερις αδερφές. Στη σημερινή εποχή, με τα σημερινά πρότυπα ομορφιάς, θα μπορούσε να γίνει μοντέλο αν ήθελε. Ήταν ψηλή, αδύνατη, μελαχρινή. Όμως κανείς δεν τη θεωρούσε όμορφη. Αντίθετα πίστευαν πως η πρώτη αδερφή, η Βασιλική με το λευκό δέρμα και τα καστανά μαλλιά ήταν η πιο όμορφη και άξιζε μια καλή τύχη. Η τρίτη, η Πολυξένη, ήταν και αυτή σαν την Περσεφόνη στην εμφάνιση, ψηλή, λεπτή και μελαχρινή. Είχε ίσια μαύρα μαλλιά και μεγάλα καστανά μάτια. Επειδή ήταν πολύ εργατική – δούλευε στο σπίτι και στα χωράφια – είχαν ξεχάσει ότι είναι κορίτσι και βασίζονταν στη χειρωνακτική εργασία της, σαν να ήταν ο γιός που δεν είχε η οικογένεια. Η τέταρτη ήταν κοντή, με πολύ μαύρο δέρμα και παχουλή. Ήταν ικανή να φάει όλο το κρέας από το τραπέζι πριν αρχίσουν οι υπόλοιποι. Φάτε γρήγορα, ό,τι προλάβετε, έρχεται η Λευκοθέα. Το όνομά της ακουγόταν σαν ειρωνία, ενώ όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πάχαινε και τόσο ασχήμαινε.
Η Λευκοθέα ήταν η καλύτερη μαθήτρια από όλες. Έπαιρνε πάντα άριστα και μια φορά που ο μικρός της αδερφός έκλαιγε, γιατί δεν πέρασε την τάξη στην πρώτη δημοτικού, του έδωσαν ένα παλιό απολυτήριο της Λευκοθέας και του είπαν πως του το στέλνει ο δάσκαλος και έτσι ηρέμησε. Δεν ήξερε καν να διαβάσει το όνομα πάνω στο απολυτήριο, δεν είχε μάθει ανάγνωση και γραφή. Αν τότε μπορούσαν να σπουδάσουν τα παιδιά των φτωχών αγροτών, η Λευκοθέα σίγουρα θα γινόταν κάτι, ή γιατρός, ή δασκάλα, ή καθηγήτρια. Ένας άνθρωπος που τελείωνε το δημοτικό και ήταν άριστος μαθητής εκείνα τα χρόνια μπορούσε να θεωρηθεί και μορφωμένος. Και όμως αυτό το κορίτσι, όχι μόνο δεν είχε την ευκαιρία να σπουδάσει, αλλά κινδύνεψε να μείνει και «στο ράφι», όπως έλεγαν. Αυτή έκανε κάθε μέρα τα μαθήματά της και φρόντιζε τα ζώα του σπιτιού. Αγαπούσε ιδιαίτερα το γουρούνι και το φρόντιζε με αγάπη, ενώ συχνά του μιλούσε, συζητούσε μαζί του. Είχα δει μια ξένη ταινία στην οποία ένα παιδί είχε ένα κουνέλι και ήταν δύσκολα χρόνια, πόλεμος. Επειδή η μαμά είχε γενέθλια, ο πατέρας αποφάσισε να σφάξει το κουνέλι, για να μαγειρέψει ένα φαγητό σαν στιφάδο… Στην αρχή ο μικρός δεν κατάλαβε κάτι, όμως αργότερα βρήκε στα σκουπίδια τη γούνα και από τότε δεν ξαναμίλησε ποτέ στον πατέρα του μέχρι που μια μέρα ο πατέρας αγόρασε τα πολυπόθητα εισιτήρια για να πάνε στην πόλη να δουν μαζί τον αγώνα της αγαπημένη ομάδας του παιδιού και έτσι έγινε η συμφιλίωση πατέρα και γιού. Δεν μπορώ να ξέρω πώς ένιωθε και τι έκανε η Λευκοθέα όταν έχανε το γουρούνι της. Αλήθεια, πώς γίνεται να αγαπάς κάτι και μετά να μην το αγαπάς; Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι η λαίμαργη νεαρή αποκλείεται να μην έτρωγε το χοιρινό κρέας και όσα εδέσματα έφτιαχναν από αυτό, λουκάνικα, σύγλινα και όλα αυτά.
Χρόνια μετά με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι της. Κάτι ήθελε. Εκείνο τον καιρό η κατσίκα της είχε γεννήσει δύο κατσικάκια, ήταν λίγων μόλις ημερών και μου άρεσε να πηγαίνω να τα βλέπω. Όταν έφτασα στο σπίτι μου ζήτησε να πάω στο σπίτι της αδερφής της, της Βασιλικής να ζητήσω να μου δώσει από τον κήπο της μαρούλια, γιατί είχε κάποιους καλεσμένους και ήθελε να τους κάνει το τραπέζι. Δεν μου άρεσε να με στέλνουν για θελήματα, όμως εκείνη τη φορά θα πήγαινα. Ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω, ρίχνοντας πριν φύγω μια ματιά στο φούρνο. Αυτό που είδα από το τζάμι δεν το ξέχασα ποτέ. Δύο ολόκληρα ζώα, σε μέγεθος μέτριου κουνελιού, σε ένα ταψί ανάμεσα σε πατάτες. Δεν χρειάστηκε καθόλου χρόνος για να καταλάβω ότι ήταν τα κατσικάκια! Κλαίγοντας βγήκα από το σπίτι, κατέβηκα τις σκάλες και έτρεξα με αποτροπιασμό να πω στους γονείς μου τι είχα δει. Αυτό δεν της το συγχώρεσα ποτέ, αν και ήταν πάντα τόσο καλή μαζί μου και μου έραβε αποκριάτικες στολές με υπέροχα χρυσοποίκιλτα υφάσματα που είχε φέρει από τη Γερμανία, όπου εργαζόταν ως εργάτρια σε εργοστάσιο.
Η πρώτη αδερφή είχε βάλει στο μάτι ένα νεαρό από το χωριό, πολλά χρόνια μικρότερό της. Αυτή ήταν ήδη «γεροντοκόρη» στα εικοσιπέντε της, ενώ αυτός δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαοχτώ. Η κυριακάτικη λειτουργία ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να τον βλέπει με την ησυχία της, ενώ αυτός είχε καταλάβει το ενδιαφέρον της και χαιρόταν, πετούσε στα ουράνια. Οι γονείς της ήταν πολύ δύσκολοι στο θέμα των υποψηφίων γαμπρών, αλλά στη δική του περίπτωση είπαν αμέσως το ναι, γιατί οι γονείς του ήταν άνθρωποι σεβάσμιοι, θρήσκοι και «χατζήδες». Στη ζωή τους η θρησκεία έπαιζε σημαντικό ρόλο και πίστευαν ότι θα είναι μεγάλη ευλογία να έχουν ένα τέτοιο γαμπρό, που ήταν επίσης εργατικός και εφευρετικός, έβρισκε χίλιους δυο τρόπους να κερδίζει τα προς το ζην. Μαζί του η Βασιλική έζησε πραγματικά σαν βασίλισσα, της έφερνε τόσα χρήματα που μπορούσε να ξοδεύει άνετα και να περνάει καλά, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να δουλέψει. Αυτή ήταν η τυχερή. Όμως κανείς ποτέ δεν τα έχει όλα, η ζήλεια της έτρωγε την καρδιά και ίσως όχι χωρίς λόγο. Θυμάμαι μια μέρα κάποιος τη ρώτησε αν θυμάται την τη Μάχη της Κρήτης, όταν έπεσαν οι Γερμανοί από τον ουρανό. Αυτή δεν απαντούσε, έκανε πως δεν άκουσε. Και μετά το πράγμα χειροτέρεψε, όταν την ερώτηση αντικατάστησε η παρατήρηση: Θα ήσουνα και μεγάλη!
Οι επόμενες δύο δεν ήταν τόσο τυχερές. Αν και εργάζονταν σκληρά, η Πολυξένη στα χωράφια και στην καθαριότητα του σπιτιού, η Περσεφόνη στον αργαλειό. Ύφαινε, έπλεκε, κεντούσε. Τα χέρια της ήταν μαγικά. Όμως η Περσεφόνη είχε ένα κακό, σκεπτόταν πολύ, ονειροπολούσε, ήταν πάντα αφηρημένη, στον κόσμο της. Αν έπεφτε στα χέρια της κάποιο βιβλίο, ή ακόμα και ένα κομμάτι εφημερίδας από αυτές που τύλιγαν τα ψάρια, το ξεκοκάλιζε με μανία. Της άρεσε να διαβάζει και να χάνεται στις σελίδες των βιβλίων που τότε δεν ήταν εύκολο να βρει. Αντίθετα η Πολυξένη δεν είχε καιρό για τέτοια και γενικά δεν σκεφτόταν σχεδόν ποτέ. Ήταν πάντα υπεραπασχολημένη και είχε εμμονή με την καθαριότητα, όλη την ώρα «άσπριζε» με ασβέστη τους τοίχους, τις αυλές, τους κορμούς των δέντρων. Τα μικρότερα αδέρφια που είχαν έρθει στην οικογένεια μετά τον πόλεμο, ήξεραν την αδυναμία της και την πείραζαν, έριχναν επίτηδες σκουπίδια στο πάτωμα για να την ενοχλήσουν και αυτή τους κυνηγούσε να τους δείρει. Τα χρόνια περνούσαν και κανείς υποψήφιος δεν ήταν αρκετά καλός. Εντωμεταξύ οι γονείς τους είχαν αρχίσει να ασχολούνται με τα εγγονάκια τους, τα παιδιά της πρώτης κόρης και ήταν απόλυτα ενθουσιασμένοι. Η Πολυξένη συμβιβάστηκε με τη μοίρα της χωρίς παράπονα, χωρίς ποτέ να εκφράσει τη θλίψη και το θυμό της. Δούλευε σκληρά, εξάλλου από την αρχή τη θεωρούσαν σαν αγόρι. Όμως η Περσεφόνη είχε βάλει κάποιον στο μυαλό της, μα εκείνος χάθηκε, έφυγε από το χωριό… Της είπαν πως έφυγε μετανάστης στην Αμερική, πως πήγε καλόγερος σε μοναστήρι, δεν ήταν σίγουρη ποια ήταν η αλήθεια. Από τότε η ζωή της τελείωσε, άρχισε να μην ενδιαφέρεται πια για τίποτα. Έτσι πέρασε τα επόμενα 40 χρόνια της ζωής της μέχρι το θάνατό της, κλεισμένη σε ένα δωμάτιο, χωρίς να ακούει και χωρίς να μιλάει. Μόνο έβγαινε καμιά φορά για μια βόλτα στον κήπο. Την εποχή εκείνη το κράτος έδινε ακόμα επαρκείς αναπηρικές συντάξεις και έτσι δεν έγινε βάρος στα αδέρφια της, ειδικά τα τελευταία χρόνια που χρειαζόταν περισσότερη φροντίδα.
Παρόλα αυτά, η Πολυξένη την αντιπαθούσε πολύ. Η μανιώδης με την καθαριότητα Πολυξένη έβλεπε την απρόσεχτη και αδιάφορη για όλα Περσεφόνη σαν την κατσαρίδα στο διήγημα του Φραντς Κάφκα η Μεταμόρφωση. Της μιλούσε άσχημα, ενώ κάποιες φορές ευχόταν το θάνατό της. Το καλό είναι ότι εκείνη δεν άκουγε. Στο μεταξύ η Πολυξένη είχε φύγει από το σπίτι. Μέσω ενός γνωστού, βρήκε δουλειά σε έναν επιχειρηματία, φίλο του Πατακού. Αυτή δεν ήξερε ποιος ήταν, όμως τον θυμάται που τον φιλοξενούσαν μέχρι τα βαθιά του γεράματα τον κύριο Στυλιανό, καλός άνθρωπος, ευγενέστατος… θυμόταν με αφέλεια και νοσταλγία η Πολυξένη. Χρόνια μετά πήγα και εγώ εκεί, εντελώς τυχαία, είχα δει μια αγγελία σε εφημερίδα. Αφού δούλεψα εντατικά για μια ολόκληρη εβδομάδα, με κάλεσε στο γραφείο του ο διευθυντής, ο γιός του αφεντικού και μου είπε «εσύ είσαι για κάτι καλύτερο, έχεις προσόντα, δεν είσαι για εδώ»… Όταν ζήτησα να με πληρώσουν τουλάχιστον για τα μεροκάματα, η υπεύθυνη με έδιωξε λέγοντας «δούλεψες μια βδομάδα και θες και να πληρωθείς!». Έφυγα τότε και ένιωθα ντροπή που είχα ζητήσει να πληρωθώ για λίγες μέρες δουλειάς. Είμαι σίγουρη ότι με την Πολυξένη θα τα πήγαν καλά. Ο χαρακτήρας της ήταν σκληρός και εργασιομανής, ήταν υπάκουη και ποτέ δεν θα είχε φέρει αντίρρηση. Όπως η ίδια συνήθιζε να λέει, τα αφεντικά τη λάτρευαν, την είχαν στη δουλειά τους μέχρι που πήρε τη σύνταξή της. Τυχερή ήταν που είχε βρει εκείνη τη δουλειά, δεν ήθελε να είχε μείνει στο χωριό να καταλήξει σαν την αδερφή της. Ο Θεός να τους έχει καλά, αν δεν ήταν αυτοί θα ήμουν τώρα «διακονιαρά».
Η Λευκοθέα βλέποντας τις μεγαλύτερες αδερφές τις να μένουν «γεροντοκόρες» είχε αρχίσει να ανησυχεί, αλλά δεν μπορούσε να πει και κάτι, ήταν αρκετά ντροπαλή. Όταν τελείωσε το δημοτικό, ήθελε πολύ να συνεχίσει τις σπουδές της, αλλά πρώτον η οικογένεια δεν είχε την οικονομική δυνατότητα και δεύτερον τα καλά κορίτσια δεν πάνε για σπουδές, δεν είναι απαραίτητο. Δέχτηκαν όμως να πάει σε μια τοπική σχολή της βασίλισσας Φρειδερίκης και να μάθει «οικοκυρικά», πρώτες βοήθειες και κοπτική – ραπτική. Άρχισε να εργάζεται σαν μοδίστρα και να ντύνει τις «κυρίες» του χωριού. Τα καλύτερα υφάσματα έραβε και μερικές ήταν πολύ τακτικές πελάτισσες. Στο μυαλό της ήδη είχαν αρχίσει να πολυλογούν άλλα πράματα. Γιατί να μην υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη; Γιατί άλλοι να είναι δούλοι και άλλοι πρίγκιπες; Γιατί οι γυναίκες να αξίζουν λιγότερο από τους άντρες, έτσι ώστε ακόμα και τα κορίτσια των «πλούσιων» οικογενειών να μην ορίζουν την τύχη τους; Γιατί εκείνο το κάθαρμα έκανε τα γλυκά μάτια σε μια φτωχή κοπέλα και μετά παντρεύτηκε μια πλούσια; Θα το βρει από το Θεό; Διψούσε για δικαιοσύνη η Λευκοθέα και στον ελεύθερο χρόνο της δούλευε ως πρακτική γιατρός, της άρεσε να βοηθάει τους αρρώστους με διάφορα γιατροσόφια.
Στη γειτονιά υπήρχε άλλος ένας κομμουνιστής, ένας νέος πολύ όμορφος και δυνατός, ξανθός, ψηλός, με πράσινα μάτια. Είχε πρόσφατα μια ατυχία. Τον πέταξε έξω ο πατέρας της αρραβωνιαστικιάς του, όταν εξέφρασε τις πολιτικές του απόψεις. Με πληγωμένο εγωισμό και βυθισμένος σε απόγνωση, του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Θα ζητούσε σε γάμο τη Λευκοθέα. Οι γονείς της μπορεί να μην την είχαν σε εκτίμηση όσον αφορά την εμφάνισή της, όμως εκείνου του φαινόταν ωραιότατη. Λένε κάποιοι ότι υπάρχουν οι ιδανικές αναλογίες που κάνουν έναν άνθρωπο ελκυστικό, όμως εγώ νομίζω πως αυτό είναι ανθρωπολογία του Χίτλερ. Σε κάθε περίπτωση, η κοντή, χοντρούλα και μαυριδερή Λευκοθέα του φάνηκε ιδανική επιλογή. Οι γονείς της δεν τρελάθηκαν από χαρά, αυτόν τον κομμουνιστή θα προτιμούσαν να μην τον βάλουν στο σπίτι τους. Αυτή δεν μιλούσε, η αλήθεια είναι ότι ούτε εκείνης της άρεσε αυτός ο τύπος, ήταν διαφορετικός, «αλέγκρος». Μετά οι γονείς το ξανασκέφτηκαν, να αρπάξουν αυτή την ευκαιρία, ήταν πολύ εργατικός, πολύ άξιος, είχε κάνει κομπόδεμα ως μετανάστης, να μην μείνει και αυτή σαν τις άλλες…
Αργότερα αυτός επέστρεψε στη Γερμανία. Στις φάμπρικες. Αυτή άφησε τα παιδιά στους παππούδες και τον ακολούθησε. Είχαν αρχίσει οι ψίθυροι ότι οι Γερμανίδες έβλεπαν τον Βασίλη τον Έλληνα σαν θεό και τη γυναίκα του την είχαν ζώσει τα φίδια. Τα μικρότερα παιδιά έφτιαξαν μόνα τους την τύχη τους. Ήταν πια δεκαετία του ΄70 όταν ήρθε ο καιρός τους να αποφασίσουν για τη ζωή τους. Χωρίς να έχει ή να εκφράζει πολιτικές ιδέες τα πήγαινε κανείς μια χαρά.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η Περσεφόνη περπατούσε στον κήπο και μια μέρα είπε πως είδε το Μιχάλη. Της άρεσε να παριστάνει πως τα είχε χαμένα, όμως όλοι ξέρανε πως τα έχει τετρακόσια. Και όντως είχε δει στην αυλή ένα λεπτό μελαχρινό νεαρό, όπως ήταν ο Μιχάλης στην αρχή. Τη μέρα που πέθανε η Περσεφόνη εγώ δεν πήγα στην κηδεία. Πήγα σε ένα στούντιο ομορφιάς, που δεν πάω σχεδόν ποτέ και πέρασα την ώρα μου εκείνο το απόγευμα. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Ήμουν θυμωμένη με ό,τι της είχαν κάνει, χωρίς εκείνη να έχει καμιά δυνατότητα να δραπετεύσει. Έλεγαν πως κατάντησε έτσι γιατί ήταν κακιά και ζηλιάρα. Όντως την είχα ακούσει να λέει κακίες. Έλεγε σε ένα κοριτσάκι «η μάνα σου, πήγε τριάντα χρονών και ήτανε ανύπανδρη και βρέθηκε ο πατέρας σου που του αρέσανε τα αμπέλια και την πήρε». Όμως εμένα δεν μου είχε μιλήσει ποτέ, δεν μου είχε πει ποτέ κάτι κακό, σε αντίθεση με την Πολυξένη που μου πέταξε μια φορά ένα δηλητηριώδες βέλος, ίσως και άθελά της. «Τη βλέπεις αυτή, δεν έχει τελειώσει ούτε το δημοτικό, δεν έχει δουλέψει ποτέ της, δεν έχει τίποτα» και πήρε «τον πρώτο του χωριού». «Εσύ να δούμε τι θα φέρεις…». Καλύτερα η Περσεφόνη που δεν άκουγε και έτσι δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει έναν κανονικό διάλογο, μονόλογο μόνο μπορούσε.
Είναι ένας φίλος που βγάζει κρασιά με ευφάνταστα ονόματα. Θα μπορούσε να βγάλει ένα κρασί με το όνομα «τα πέντε κορίτσια». Στην ετικέτα θα μπορούσε να γράψει «μια φορά ήταν πέντε αδερφές, η Βασιλική, η Περσεφόνη, η Πολυξένη, η Λευκοθέα και η μικρή Αθηνά… Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, η πρώτη ανέμελη, σαν μαλλί της γριάς, η δεύτερη ονειροπαρμένη σαν εξωτικό πτηνό, η τρίτη τακτική σαν μολυβένιο στρατιωτάκι, η τέταρτη σοφή σαν την κουκουβάγια του Χάρι Πότερ, η μικρότερη αυτή που νόμιζε πως έριξε μαύρη πέτρα πίσω της, όμως αυτή την πέτρα δεν έπαψε ποτέ να την κουβαλάει».